Το καν – καν ξεκίνησε ως χορός τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες – και κανείς δεν ήταν πpοκλητικά ντυμένος. Η γνώριμη εικόνα με τις κοπέλες που υψώνουν τα πόδια τους δεν εμφανίστηκε παρά εκατό χρόνια αργότερα.
Το καν – καν γεννήθηκε στις αίθουσες χορού της εργατικής τάξης στο Μονπαρνάς στο Παρίσι της δεκαετίας του 1830, όπου αρχικά ήταν γνωστό ως “chahut”, που σημαίνει “οχλαγωγία”.
Ήταν για άντρες και γυναίκες που χόρευαν ανά τέσσερις και σύντομα κατέληξε το ροκ εντ ρολ της εποχής, σοκάροντας την πολιτισμένη κοινωνία εξαιτίας της σωματικής επαφής ανάμεσα στα ζευγάρια.
Μια αναφορά της εποχής το κάνει να μοιάζει με παρανοϊκό τάγκο: “Αναμειγνύονται χιαστί, απομακρύνονται και ξανασμίγουν με τέτοια σβελτάδα και ένταση που μονάχα αν τη βιώσει κανείς μπορεί να την περιγράψει“. Σε μια επίσκεψή του στο Παρίσι, ο Γερμανός ποιητής Χάινριχ Χάινε αποκάλεσε το “chahut”, “σατανικό σαματά”.
Ορισμένοι από τους πρώιμους αστέρες του “chahut” ήταν άντρες, που είχαν αντιγράψει τα τινάγματα των ποδιών και τα σπαγκάτ στον αέρα από τους ακροβάτες στα τσίρκα της εποχής.
Όταν άρχισαν και οι γυναίκες να τινάζουν τα πόδια τους ψηλότερα, συχνά αποκάλυπταν πολύ περισσότερα από την ευλυγισία τους. Καθώς η μόδα με τις φούστες που ήταν ενισχυμένες με πλατύτερα κρινολίνα συνοδεύτηκε από εσώρουχα με ακόμη περισσότερους φραμπαλάδες, τα τινάγματα των ποδιών, το σήκωμα της φούστας και το κούνημα των oπισθiων άρχισαν να κυριαρχούν.
Το “chahut” ήταν χορός για όλους, όμως το καν – καν, που αποτέλεσε την εξέλιξή του, ήταν το αντίστοιχο του χορού σε στύλο (poledancing) της δεκαετίας του 1860, που τον εκτελούσαν στη σκηνή ημιεπαγγελματίες “χορεύτριες”, λέξη που συχνά αποτελούσε ευφημισμό για της ιεpόδουλες. Το καν-καν γινόταν ολοένα και πιο διαβόητο.
Η προσπάθεια επίδειξής του στη Μόσχα στα μέσα της δεκαετίας του 1850 έκανε τον τσάρο Νικόλαο να απαγορεύσει τον χορό, να φυλακίσει τον οργανωτή και να απελάσει τις καλλιτέχνιδες συνοδεία οπλισμένων κοζάκων.
Το πρώτο “γαλλικό καν – καν” ανέβηκε σε σκηνή της Αγγλίας το 1861 από τον ιμπρεσάριο Τσαρλς Μόρτον στο καινούριο μούζικ χολ του στην Όξφορντ Στριτ. Δεν ήταν ιδιαίτερα γαλλικό, καθώς τα χορευτικά κουαρτέτα κατάγονταν κυρίως από την Ουγγαρία, αλλά όπως και να ‘χε, γνώρισε αμέσως επιτυχία, ενώ η αστυνομία απείλησε να σφραγίσει το θέατρο επειδή προωθούσε άσεμνα θεάματα.
Όταν πια άνοιξαν τα σπουδαία παρισινά καμπαρέ στα τέλη του αιώνα, οι χορεύτριες του καν – καν ήταν οι πιο ακριβοπληρωμένες διασημότητες του Παρισιού. Οι πpοκλητικές χορογραφίες τους στο Φολί Μπερζέρ και στο Μουλέν Ρουζ ενσωματώθηκαν στις χορευτικές ομάδες καν – καν που ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1920 και εξακολουθούν να προσελκύουν τουρίστες στο Παρίσι ακόμα και σήμερα.
Όμως, το τίναγμα των ποδιών και το στροβίλισμα των ρούχων δεν εφευρέθηκαν στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Ένας παραδοσιακός χορός του 16ου αιώνα στη Βρετάνη ήθελε τις γυναίκες να τινάζουν ψηλά τα πόδια τους φορώντας φουσκωτές φούστες, ενώ υπάρχουν ανάγλυφα στον Τύμβο του Μεχού στη Σακκάρα που δείχνουν αρχαίους Αιγυπτίους να κάνουν κάτι παρόμοιο. Χρονολογούνται στο 2400 π.Χ..
Το καν – καν επιβεβαιώνει την παρατήρηση του Τζορτζ Μπέρναντ Σο ότι ο χορός είναι “Η κάθετη έκφραση μιας οριζόντιας επιθυμίας, νομιμοποιημένης από τη μουσική“. Κατά πάσα πιθανότητα πήρε το όνομά του από τη γαλλική λέξη “cancaner” που σημαίνει “κράζω”. “ancaner” σημαίνει επίσης “κουτσουμπολεύω”.
[via]