Ήταν, μακράν του δεύτερου, ο πιο εκνευριστικός τύπος στο οικογενειακό τραπέζι: εκείνος ο ημιγνωστός θείος που ερχόταν από το χωριό, προσέγγιζε τη νεολαία και μετά, όταν μας άκουγε να μιλάμε, έλεγε «Καλά, όταν ήμουν εγώ στην ηλικία σας…»- με αυτό το «στην ηλικία σου» να είναι μια ασαφής δεκαετία περίπου που κυμαινόταν μεταξύ 6-16 ετών, ας πούμε.
Όσο κι αν αρνούμαστε να το δεχτούμε, εκείνος ο θείος της νεολαίας έχουμε γίνει πλέον εμείς. Και με μια σχεδόν ανεξήγητη ικανοποίηση, απολαμβάνουμε να λέμε στους σημερινούς 18άρηδες (ενός λεπτού ηλεκτρονική σιγά για να διαπιστώσουμε πως δεν σταμάτησαν να γεννιούνται παιδιά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 όπως νομίζαμε) «Εγώ στην ηλικία σου…»
Για να μη μείνει, ωστόσο, ελλιπής η παραπάνω πρόταση, ας την συμπληρώσουμε: «…έπαιζα τα 5 παρακάτω παιχνίδια, τα οποία σχεδόν αποκλείεται να πρόλαβες».
-«Ποια είναι αυτά ρε θείο;», μας ρωτά ο 18χρονος.
-«Α) Θειάφι, κωλόπαιδο», αποκρινόμαστε ψύχραιμα εμείς πριν συνεχίσουμε, «και Β) Τσέκαρε τα ακόλουθα πέντε»:
Το View Master
Ο ευκολότερος τρόπος για να κόψεις δρόμο και ν’ αποκτήσεις μυωπία, στραβισμό, νυκταλωπία, αρχόμενο καταρράκτη και όλες τις λοιπές ευχάριστες παθήσεις των ματιών: το View Master ήταν κάτι σαν κυάλια, στα οποία τοποθετούσαμε 3D slides και βλέπαμε φωτογραφίες ή μικρές «ταινίες» μερικών δευτερολέπτων- πολλές φορές μέχρι ν’ αρχίσουμε να βλέπουμε περισσότερους κύκλους κι από τον Τάκη τον Κυριλέ.
Μπορεί τώρα, μετά την αλματώδη έκρηξη της τεχνολογίας την τελευταία 20ετία, να φαίνεται πιο παρωχημένο κι από το μαλλί περμανάντ, όμως για μας εκείνη την εποχή ήταν ένα υπαρκτό παράθυρο στο τρισδιάστατο μέλλον.
Πίσω στα 90s, ξέρετε, αυτό δεν ήταν και τόσο δεδομένο.
Το Ταμαγκότσι
Γινότανε περίπου έτσι: πλησίαζες τον συμμαθητή σου ή την συμμαθήτρια κρατώντας αυτό το πολύχρωμο πλαστικό αυγό στο χέρι και του έλεγες τη θρυλική ατάκα «Θέλεις να συνδεθούμε;». Αυτός/ αυτή φυσικά και ήθελε και μετά άρχιζε το γλέντι.
Αν το παραπάνω σας μοιάζει σαν σύντομη περιγραφή παθιασμένης τσόντας, τότε είναι βέβαιο ότι δεν προλάβατε το Τομαγκότσι. Επρόκειτο για ένα ηλεκτρονικό (ο Ιάπωνας θεός να το κάνει) παιχνίδι χειρός, στο οποίο τάιζες, έπαιζες, καθάριζες και τσέκαρες τη διάθεση ενός χαρακτήρα (κάτι τετραγωνισμένα pixels, δηλαδή, που με πολλή φαντασία μετατρεπόντουσαν σ’ να ζωάκι) και το ίδιο έκανε και ο φίλος σου.
Μιλάμε για τον απόλυτα βλακωδώς χαμένο χρόνο, καθώς το παιχνίδι δε σου προσέφερε τίποτα, όμως ήταν πιο εθιστικό κι από ηρωίνη (τουλάχιστον έτσι μας έχει πει ο Μικ Τζάγκερ, εμείς δεν ξέρουμε από αυτά).
Έι, τι λέτε, θέλετε να συνδεθούμε;
Το Ατού – Υπερατού
Αποτελούσε το βασικό «συστατικό» όλων των ημερήσιων εκδρομών στο δημοτικό και το γυμνάσιο. Ήταν σχεδόν αδιανόητο να ξεκινήσεις για βόλτα με τους συμμαθητές σου στην Νάουσα (για εμάς τους Θεσσαλονικείς) χωρίς να παίξεις στο λεωφορείο «Ατού- Υπερατού»- ισοδυναμούσε με αδίκημα που τιμωρείτο με δημόσιο λιθοβολισμό στην αυλή.
Μιλάμε για ένα παιχνίδι με κάρτες αυτοκινήτων/ αεροπλάνων/ καραβιών κτλ, στις οποίες αναγράφονταν τα τεχνικά χαρακτηριστικά κάθε μοντέλου (τελική ταχύτητα, βάρος, μήκος κ.α.) και, πολύ απλά, όποιος είχε τον υψηλότερο αριθμό ανά κατηγορία κέρδιζε.
Μπορεί το παιχνίδι να μην μοιάζει ακριβώς με τον τετραγωνισμό του κύκλου από άποψη δυσκολίας και ν’ ακούγεται λιγότερο ενδιαφέρον κι από μια 6ωρη διάλεξη για τους μύκητες των ποδιών, όμως, πιστέψτε μας, ξεκινούσες να παίζεις στο βρεφονηπιακό σταθμό και σταματούσες λίγο πριν συνταξιοδοτηθείς.
«Έχω Υπερατού!»- ο πιο ηδύς ήχος της παιδικής μας ηλικίας.
Έτσι δεν είναι;
Ατομικό «μπασκετάκι»
Ήμασταν (και, μεταξύ μας, είμαστε ακόμα) κολλημένοι σε βαθμό εμμονής με το μπάσκετ- εντάξει; Και γι’ αυτό δε μας έφτανε να παίζουμε νυχθημερόν 3 on 3 στις μπασκέτες της γειτονιάς με τους κολλητούς μας, αλλά θέλαμε μία έξτρα πορτοκαλί τζούρα όταν γυρνούσαμε σπίτι.
Έτσι, παίρναμε στα χέρια μας την υπέρτατη κατασκευή της φωτογραφίας, η οποία ήταν φτιαγμένη από ασταθές- στα όρια του γεφυριού της Άρτας- πλαστικό και στο εσωτερικό της είχε δύο μικροσκοπικές μπασκετούλες και μια μπάλα. Πατούσες τα πλήκτρα, λοιπόν, στο πλάι με στόχο να σκοράρεις.
Η απόλαυση όταν τα κατάφερνες ήταν ίδια με την αντίστοιχη του να ευστοχείς σε τρίποντο σε κανονικό παιχνίδι.
Dragon Game System
Ή, αλλιώς, το Game of Thrones της εποχής μας, υπό τη μορφή επιτραπέζιου: δράκοι, νάνοι, σκελετοί, μπρατσωμένοι τύποι, μαγείες, πηγή της ζωής, ένας υπέρτατος κακός και μυριάδες άλλες επικές λεπτομέρειες συνέθεταν το απόλυτο παιχνίδι φαντασίας όταν ήμασταν στην εφηβεία μας (τότε που οι έφηβοι έπαιζαν ακόμα επιτραπέζια…).
Το κλου του Dragon Game System ήταν πως τις μινιατούρες έπρεπε να τις βάψεις μόνος σου με αληθινά χρώματα και να τους προσδώσεις μια όσο το δυνατόν πιο τρομακτική εικόνα, προκειμένου να φτάσει η αδρεναλίνη στο ύψος ενός ψυχαγωγικού Έβερεστ.
Μπορούσες να παίξεις με 6-7 φίλους σου και να «παιδεύεσαι» με τις ώρες, καθώς τα στάδια που έπρεπε να περάσεις ήταν περισσότερα κι από τ’ αντίστοιχα στο Γουέστερος.
“A song of ice and fire”, είπατε σημερινοί 18χρονοι;
Bitches, please: μεγαλώσαμε με Dragon Game System.
Ποτέ, κανένας θρόνος δεν ήταν πιο θελκτικός από αυτόν.
Ποτέ.
Κανένας.