Αχ Ρε Μπαμπά, Σε Ήθελα Κοντά Μου Λίγο Ακόμα
Η μέρα που χάνεις τον γονιό σου, και ειδικά εάν είναι ο αγαπημένος σου πατέρας που ήταν πάντα δίπλα σου, σε φρόντιζε, σε πρόσεχε, σου γνώρισε τον κόσμο αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό, όσα χρόνια κι αν περάσουν πονάει πάντα το ίδιο!
«Δεν πονάει τούτη μέρα λίγο πιο πολύ, γιατί δεν μπορεί να πονέσει πιο πολύ..
Οι μνήμες είναι που σκαλίζουν την πληγή…» – Σοφία Παπαηλιάδου
Κι αυτόν ακριβώς τον πόνο περιγράφει το παρακάτω κείμενο:
«Δεν πάει πολύς καιρός από ένα Σάββατο πρωί, που κάποιος μου είπε, “πολύ γλυκός ο πατέρας σου, προσέχει ακόμα τις παρέες σου”.
Δεν θυμάμαι τι ακριβώς του απάντησα, νομίζω κάποιο εξυπνακίστικο τσιτάτο, αλλά έκτοτε, ήταν σαν να άνοιξε μια χαραμάδα στο παρελθόν και έχουν βγει στην επιφάνεια στιγμές και εικόνες καταχωρημένες μεν, σχετικά ξεχασμένες δε.
Κάπου εκεί, στα 7-8, σε μια παρέλαση, εγώ φοράω ένα κίτρινο μπουφάν κι εκείνος κρατάει το χέρι μου σφιχτά μέσα στον κόσμο. Ασφάλεια. Μαγική έννοια για όλους, για μια γυναίκα ακόμα περισσότερο.
Γιατί τίποτα δεν είναι αρκετό. Γιατί;
Οι διαμάχες μεταξύ πατέρας και κόρης μπορούν να είναι τόσο σκληρές που θα νομίζεις πως αυτοί οι δυο άνθρωποι μισιούνται. Κι όμως, πράξη αγάπης είναι ακόμα κι αυτό το ξέσκισμα ψυχής.
Μην ανησυχείς, δεν έπαψες να είσαι το κοριτσάκι του. Την αδυναμία του κρύβει. Ακόμα σε προσέχει, σε φροντίζει, σε νοιάζεται αλλά το καμουφλάρει. Του φοράει λέξεις πολλές φορές υπερβολικές. Φοβάται. Και δεν θα στο πει ποτέ.
Φοβάται και δεν πρέπει να του δείξεις πως το ξέρεις.
Δεν ξέρω τι είναι για τους άντρες ο πατέρας τους. Μπορώ να σου πω τι είναι για μια γυναίκα, ένας καλός πατέρας.
Είναι η ισορροπία της. Είναι ο άντρας που θα προσπαθήσει να βρει και να μοιραστεί την ζωή της. Κι όταν δεν μπορέσει να το βρει, θα βάλει τον γιο της να περπατήσει πάνω σε αυτά τα βήματα.
Για μια γυναίκα, ο καλός πατέρας, είναι η ασφάλεια και η δύναμή της.
Είναι η αγκαλιά που θα αναζητάει για να μπει μέσα. Ξέρει πως το «σ’αγαπώ» θα το ακούσει σπάνια, ίσως και ποτέ. Θα το νιώθει όμως κάθε μέρα. Θα το νιώθει κάθε στιγμή. Είναι η ανάγκη της να έχει την ψευδαίσθηση της απόλυτης ελευθερίας ενώ εκείνος της έχει δώσει τόσες γερές ρίζες που όσο κι αν περιπλανηθεί, θα ξέρει πάντα τον δρόμο να γυρνάει πίσω.
Είναι ο από μηχανής θεός της που δεν χρειάζεται να επικαλεστεί. Δεν χρειάζεται να ζητήσει την παρουσία του. Είναι εκεί κι έχει δώσει την λύση.
Είναι εκείνος που ένα μεσημέρι του Ιούλη, θα της πουν ότι φεύγει και το μόνο που θα μπορέσεις να πεις είναι “όχι ακόμα”. Ποτέ δεν θα είναι έτοιμη να τον αποχωριστεί. Θα ζητάει πάντα ακόμα λίγο. Κι αν είναι αρκετά τυχερή, αν η μοίρα την έχει ευλογήσει, κάποιος θα ακούσει την παράκλησή και θα δώσει λίγο ακόμα χρόνο για να προλάβει να γεμίσει με μνήμες.
Λίγο ακόμα χρόνο με αυτόν που στην ζωή θα είναι αναντικατάστατος μέχρι να προλάβει να βρει “εκείνον” που θα πλησιάσει να την κάνει να νιώσει έτσι.
Γιατί νομίζετε άλλωστε πως κάθε γυναίκα, όποιας ηλικίας, όσο δυναμική κι ανεξάρτητη κι αν είναι θα χαμογελάει πάντα όταν την λένε “κοριτσάκι μου”.»