Αμάντα Μπρούκς | Δες Τι Κάνει Σήμερα H Διάσημη Σχεδιάστρια Μόδας
Η Αμάντα Μπρουκς αποφάσισε να αφήσει πίσω της τον λαμπερό κόσμο της μόδας και να ζήσει μια εντελώς διαφορετική ζωή..
Η Amanda Brooks άφησε πίσω της μια ζωή στο λαμπερό χώρο της μόδας γεμάτη πασαρέλες, φωτογραφίσεις, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, για να ζήσει μόνιμα σε μια παραμυθένια φάρμα στην αγγλική εξοχή με κότες, άλογα και κουνέλια.
H διάσημη fahionista Amanda Brooks, η οποία επί σειρά ετών υπήρξε διευθύντρια μόδας του πανίσχυρου, πολυτελούς πολυκαταστήματος Barneys στη New York, καλλιτεχνική διευθύντρια του fashion brand Tuleh, αρθρογράφος στη Vogue, το New York Times Magazine και τη Wall Street Journal, αλλά και σύμβουλος σε μεγάλους οίκους μόδας όπως οι Chanel, Diane Von Furstenberg, Tory Burch και Tods, το 2012 πήρε τη μεγάλη απόφαση να ζήσει μαζί με το σύζυγό της και τα παιδιά τους σε ένα αγρόκτημα του 1820, στη Fairgreen Farm, στη μικρή πόλη Chipping Norton, στο Oxfordshire της Αγγλίας.
Η Αμάντα Μπρούκς άφησε πίσω της μια ζωή στο λαμπερό χώρο της μόδας για να ζήσει μόνιμα σε μια παραμυθένια φάρμα στην εξοχή.
Μαζί με τον σύζυγό της, τον Βρετανό ζωγράφο Christopher Brooks, εγκατέλειψαν τη ζωή στη Νέα Υόρκη, πέρασαν τον Ατλαντικό και εγκαταστάθηκαν σε μια αγροικία που ο ίδιος κληρονόμησε από την οικογένειά του.
Το σπίτι αυτό μέχρι πρότινος το χρησιμοποιούσαν σαν εξοχική κατοικία, έγινε το μόνιμο όμως σπίτι τους πλέον ώστε τα δύο παιδιά τους, η Coco και ο Zach, να ζήσουν μια ήσυχη ζωή κοντά στη φύση.
Η μετάβαση όχι απλώς από μια πόλη στην επαρχία, αλλά από τη μεγαλύτερη μητρόπολη στον κόσμο σε μια αγροτική, ήσυχη ζωή σε μια άλλη χώρα, πολύ μακριά από τη μέχρι τότε καθημερινότητα που είχε συνηθίσει να ζει, ήταν μια αργή διαδικασία. Μεσολάβησαν πολλές ζυμώσεις μέχρι όλα τα κομμάτια του παζλ ενωθούν στη σωστή σειρά και να πάρει την τολμηρή απόφαση που την έκανε ευτυχισμένη.
«Η ζωή μας στη Νέα Υόρκη είχε αρχίσει να αποκτά φρενήρεις ρυθμούς. Είχαμε δύο μικρά παιδιά και λαχταρούσα πλέον να περνώ περισσότερο χρόνο μαζί τους και λιγότερο στη δουλειά. Ήθελα να δω αν ήταν εφικτό να δημιουργήσω μια ζωή και μια καριέρα όπου θα μπορούσα να βάζω τους δικούς μου όρους. Ήταν μια αργή διαδικασία. Λίγο αφότου ήρθα εδώ έγραψα δύο βιβλία, αλλά μόλις το 2018 πήρα την απόφαση να ανοίξω τη δική μου επιχείρηση», έχει δηλώσει στο διάσημο περιοδικό House & Garden.
Από τα fashion shows στο… κοτέτσι
Στην αρχή, η Amanda πήρε άδεια άνευ αποδοχών για ένα έτος για να περάσει με τα παιδιά και τον σύζυγό της λίγο χρόνο στο εξοχικό τους στην Αγγλία, στην πατρική γη τού Christopher.
Το παλιό σπίτι ήθελε κάποιες επισκευές, όμως είχε το δικό του αυθεντικό βρετανικό στιλ που το ζευγάρι κράτησε ανέπαφο, προσθέτοντας κάποιες μποέμ πινελιές που προδίδουν τις νεοϋορκέζικες καταβολές τους.
Ο Christopher θα μπορούσε να συνεχίσει να ζωγραφίζει, η Amanda όμως έπρεπε να αλλάξει ριζικά τη ζωή της και να βρει μια νέα απασχόληση, ειδικά αν ήθελαν να μείνουν μόνιμα στην αγγλική ύπαιθρο -ιδέα με την οποία είχαν αρχίσει και οι δύο να φλερτάρουν μερικές εβδομάδες μετά τη μετακόμισή τους από τη Νέα Υόρκη.
Η Amanda έγραψε δύο βιβλία στο διάστημα αυτό, ένα με μυστικά για το στιλ πάνω στην ειδικότητά της ως σχεδιάστρια, στιλίστρια και σύμβουλος μόδας.
Το δεύτερο βιβλίο ήταν ένα φωτογραφικό λεύκωμα, το οποίο αποτύπωνε με λέξεις και εικόνες τη νέα της καθημερινότητα, πώς δηλαδή μεταμορφώθηκε πρώτα σε αγρότισσα, κάνοντας με το σύζυγό της, μόνοι, όλες τις δουλειές της φάρμας, από τη φροντίδα των ζώων που αγόρασαν -κότες, πάπιες, γουρούνια, αγελάδες, πρόβατα και άλογα- μέχρι τις βιολογικές καλλιέργειες με λαχανικά, βότανα και φρούτα.
Έτσι η Amanda βρέθηκε από τις πασαρέλες στα κοτέτσια και από τα backstages και τα meeting rooms των μεγαλύτερων οίκων μόδας στον κόσμο να βγάζει μαζί με τον σκύλο της τα πρόβατα για βοσκή και να αρμέγει τις αγελάδες.
Με το γάλα, τα αυγά και τα φρούτα φτιάχνει σπιτικές πίτες, μαρμελάδες και γλυκά σε μια ονειρεμένη κουζίνα, από αυτές τις βρετανικές με τη στόφα, τα ανοιχτά ράφια, με τα καλάθια γεμάτα πατάτες, κρεμμύδια και ραπανάκια.
Στους τοίχους της κουζίνας κρέμονται τηγάνια και χάλκινες κατσαρόλες και ράφια με βαζάκια με βότανα από τον κήπο.
Το σπίτι είναι ένας μικρός παράδεισος, τυλιγμένο με αναρριχώμενα φυτά, με γρασίδι και λουλούδια. Με γωνιές φτιαγμένες με παλιά έπιπλα, παγκάκια και ξύλινα τραπέζια, ανάμεσα σε άγριες τριανταφυλλιές και θάμνους χαμηλής βλάστησης.
Από τα παράθυρα του σαλονιού φαίνονται τα απέραντα λιβάδια της αγγλικής εξοχής, οι καταπράσινοι λόφοι με τα μοναχικά δέντρα στην κορυφή τους, οι χωματόδρομοι με τα αγριόχορτα στο πλάι, τα δάση και οι γειτονικές φάρμες, οι στάβλοι με τα άλογα που καλπάζουν στην πρωινή δροσιά.
H Αmada Brooks πέρασε έναν τέτοιο χρόνο πρώτα μέσα στην απόλυτη ησυχία και όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στην παλιά της ζωή, είπε ένα μεγαλοπρεπές «όχι». Όχι σε μια ζωή που ανήκε σε έναν παλιό κόσμο πριν την μεγάλη ύφεση του 2008. Όχι στις αγχωτικές συσκέψεις σε meeting rooms, σε κάποιον ουρανοξύστη του Μανχάταν, που έβλεπαν την πόλη από τόσο ψηλά ώστε να χάνεται το αληθινό μέτρο με το οποίο θα μπορούσε κάποιος να μετρήσει τι είχε αληθινή αξία και σημασία σε αυτή τη ζωή. Όχι στην τρέλα του κόσμου της μόδας, που θεωρούσε ήδη παλιό κάτι που είχε ήδη λανσαριστεί δύο μήνες πριν. Όχι στη Νέα Υόρκη, την πόλη των μεγάλων αντιθέσεων και ανισοτήτων, όχι σε έναν κόσμο όπου το να είσαι εργαζόμενη μητέρα μικρών παιδιών ισοδυναμούσε με extreme sport, με έναν άνισο αγώνα δρόμου, όπου έτρεχες να τα προλάβεις όλα σε έναν ατέλειωτο στίβο που γινόταν ολοένα και πιο απαιτητικός.
Φυσικά, η Amanda Brooks δεν εγκατέλειψε μια glamorous ζωή για να ανέβει στο τρακτέρ και να φυτεύει βιολογικές μελιτζάνες στη μέση του πουθενά, σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό με 100 μόνιμους κατοίκους, αλλά σε ένα γραφικό, τυπικό χωριό της αγγλικής εξοχής με διάσημους γείτονες που ζουν σε παρακείμενες φάρμες στον ίδιο δρόμο, όπως ο παρουσιαστής της θρυλικής εκπομπής αυτοκινήτου Top Gear, Τζέρεμι Κλάρκσον, και ο Άλεξ Τζέιμς, μπασίστας της πιο γνωστής british pop μπάντας των ’90s, των Blur.
Η γαλότσα που κάποτε φορούσε με Armani παντελόνι ιππασίας στις λεωφόρους του street style, με τους φωτογράφους μόδας να απαθανατίζουν τα λουκ της, τώρα είναι λασπωμένες και ταλαιπωρημένες μέσα στο μποστάνι και το κοτέτσι.
Η Αμάντα Μπρουκς είναι η νέα Μάρθα Στιούαρτ του Instagram, μια ιέρεια της country αισθητικής
Αφού πέρασε έξι ολόκληρα χρόνια ζώντας μια ήσυχη ζωή στη φάρμα, η Amanda αποφάσισε ότι ήθελε να κάνει κάτι δημιουργικό που να συνδυάζει την παλιά της εμπειρία στον τομέα της αισθητικής με τη νέα αγροτική της ζωή στην αγγλική εξοχή.
Μετά την επιτυχία του βιβλίου της «Farm From Home», σκέφτηκε να αξιοποιήσει το ρεύμα που είχε η αγροτική ζωή της στο Instagram. Η Amanda έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλής για την country style αισθητική της. Έτσι, το 2018 άνοιξε, σε ένα παλιό βιολογικό παντοπωλείο στο γραφικό αγγλικό χωριό Stow-on-the-Wold, ένα φυσικό κατάστημα με αντίκες, έπιπλα, υφάσματα και είδη για διακόσμηση και art de la table σε country style, από ανεξάρτητους σχεδιαστές σε όλο τον κόσμο.
Η επιχείρηση έγινε δημοφιλής και η φήμη της, μέσω των social media, ξεπέρασε τα στενά όρια της αγγλικής επαρχίας, στην οποία ζούσε και εργαζόταν η Amanda. Το Cutter Brooks, ένας συνδυασμός του πατρικού της επωνύμου και αυτού του συζύγου της, απέκτησε το δικό του e-shop και account στο Ιnstagram. Σε μερικά χρόνια η Amanda Brooks έγινε μια νέα Martha Stewart που δειγματίζει στο σπίτι της πρώτα όσα πράγματα θα πουληθούν αργότερα στο κατάστημα και το e-shop της.
«Δεν θα είχα τίποτα στο μαγαζί που δεν θα είχα στο σπίτι μου, αλλά τη χαρά που ένιωθα όταν ανακάλυπτα ωραία πράγματα για τον εαυτό μου, τώρα την έχω μεταφέρει στο μαγαζί», έχει δηλώσει σε συνέντευξή της στο House & Garden. To προσωπικό της στιλ έχει παντρευτεί με τη μαγεία του βρετανικού country style και το αποτέλεσμα είναι απλώς μαγευτικό. Ένας κόσμος που γοήτευσε ακόμα και το Zara Home, που επισκέφθηκε το σπίτι της τα περασμένα Χριστούγεννα για να φωτογραφίσει τη νέα του γιορτινή κολεξιόν με τη δική της ματιά και αισθητική.
Η Amanda Brooks γοητεύει εξίσου και τους 147k followers του προσωπικού της account, συνδυάζοντας ρούχα, αντίκες, ονειρεμένες γωνιές και στιγμές από την παραμυθένια αγροτική ζωή της. Έτσι, τα πρόβατα και οι κότες συναντούν τη μόδα και τη διακόσμηση και όλα αυτά με ένα εξομολογητικό τόνο σαν αυτόν: «Όσο υπάρχει ακόμα το φως της μέρας ο σύζυγός μου είναι χαμένος στον κήπο -κλαδεύει, φυτεύει και λιπαίνει τη γη. Αυτό μπορεί να είναι ενοχλητικό όταν το δείπνο είναι έτοιμο ή είναι ώρα να πάτε κάπου και δεν τον βρίσκεις πουθενά; Αστειεύομαι ότι περνάω το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής μου ζωής απαντώντας -ή στην πραγματικότητα δεν μπορώ να απαντήσω- στην ερώτηση “Πού είναι ο Κρίστοφερ;”; Αλλά ένα ηλιόλουστο Σάββατο που ο κήπος είναι σε όλο του το μεγαλείο και μπορώ απλώς να περιπλανώμαι μέσα του μαζεύοντας λουλούδια και θαυμάζοντας την αφθονία του, γεμίζω με βαθιά αγάπη και ευγνωμοσύνη».