Ακόμη μια ιστορία εγκλήματος που συγκλόνισε την Ελλάδα – Ο λόγος για τον serial killer των ιερόδουλων, τον 22χρονο Αντώνη Δαγκλή που δολοφόνησε τρεις ιερόδουλες και συνελήφθη από την αστυνομία λίγο πριν επιτεθεί σε ακόμη μία.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Τον Οκτώβριο του 1995, ένα πρωτοφανούς αγριότητας έγκλημα σοκάρει το πανελλήνιο. Στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας και συγκεκριμένα κοντά στα διόδια της Τραγάνας, εντοπίζεται το πτώμα της 29χρονης ιερόδουλης, Ελένης Παναγιωτοπούλου. Η κατάσταση που βρίσκεται το σώμα της άτυχης γυναίκας ταράζει τους αστυνομικούς που φτάνουν στο σημείο.
Ο serial killer αφού τη σκότωσε, τις αφαίρεσε τα σπλάχνα, τις έκοψε τις θηλές από το στήθος της και στο τέλος την τεμάχισε. Ο θάνατός της, ύστερα από την ιατροδικαστική εξέταση, έδειξε πως προήλθε από στραγγαλισμό. Η στυγερή υπόθεση δολοφονίας γίνεται πρώτο θέμα στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, με τις αστυνομικές αρχές να εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό σε όλη την Ελλάδα, προκειμένου να συλλάβουν τον δράστη.
Οι έρευνές, όμως, είναι άκαρπες. Κανείς δεν γνωρίζει εάν και πότε θα ξαναχτυπήσει ο δράστης. Ώσπου φτάνουμε στα Χριστούγεννα του ίδιου έτους.
Βρισκόμαστε στις 25 Δεκεμβρίου του 1995 όταν μερικοί περαστικοί εντοπίζουν ένα νεκρό γυναικείο σώμα σ’ ένα αδιέξοδο στενό της οδού Ορφέως στον Βοτανικό. Είναι ημίγυμνη, ενώ δίπλα της βρίσκονται πεταμένα τα ρούχα και η τσάντα με τα προσωπικά της αντικείμενα. Η εξακρίβωση γίνεται μετά από μερικές ώρες. Το πτώμα της νεαρής κοπέλας ανήκει στην Αθήνα Λαζάρου, που εργάζεται ως ιερόδουλη στην Αθήνα.
Είναι πια ξεκάθαρο σε όλους. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν serial killer, που έχει βάλει στο στόχαστρο τις ιερόδουλες της πόλης. Στο άκουσμα της είδησης, προκαλείται πανικός, με τις περισσότερες να κλείνονται στα σπίτια τους για να γλυτώσουν.
Μερικές, όμως, από αυτές βρίσκουν το θάρρος και πηγαίνουν στο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλουν ότι και εκείνες είχαν δεχθεί, τους προηγούμενους μήνες, επίθεση από έναν άντρα που κυκλοφορούσε στην Αθήνα μ’ ένα άσπρο βανάκι.
Τα στοιχεία που έχει στην κατοχή της η αστυνομία όλο και αυξάνονται. Η ώρα της σύλληψης του δράστη είναι κοντά. Κανείς, όμως, δεν ξέρει τις επόμενες κινήσεις του.
Η σύλληψη του serial killer
Οι ιερόδουλες περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του δράστη. Όλες αναφέρονται σ’ έναν νεαρό άνδρα με μελαχρινά σγουρά μαλλιά και καφέ μάτια. Οι αστυνομικοί τους δείχνουν μερικές φωτογραφίες σεσημασμένων και, ανάμεσα σ’ αυτές, αναγνωρίζουν τον ένοχο. Πρόκειται για τον 22χρονο Αντώνη Δαγκλή, οδηγό νταλίκας στο επάγγελμα, που μένει σ’ ένα ισόγειο διαμέρισμα μαζί με τη μητέρα του, στη Νίκαια του Πειραιά.
Ο ύποπτος τίθεται άμεσα σε διακριτική παρακολούθηση και τελικά συλλαμβάνεται στις 21 Ιανουαρίου του 1996 στη Λεωφόρο Ποσειδώνος, τη στιγμή που μιλά σε μια ιερόδουλη. Οι αστυνομικοί σκέφτονται να τον ακολουθήσουν μέχρι να τον συλλάβουν επ’ αυτοφώρω την ώρα της επίθεσης, αλλά φοβούμενοι πως θα χάσουν τα ίχνη του, αποφασίζουν να τον προσαγάγουν άμεσα στο τμήμα.
Στο εσωτερικό του βαν βρίσκουν ένα στρώμα από αφρολέξ και ένα κουτί με εργαλεία. Μέσα σ’ αυτό υπάρχει και ένας σταυρός, που αποδεικνύεται ότι ανήκει στην Ελένη Παναγιωτοπούλου. Ο serial killer των ιερόδουλων είναι πια στα χέρια της αστυνομίας.
Ο ίδιος δεν φέρει αντίσταση κατά τη σύλληψή του και οδηγείται ενώπιον του ανακριτή, όπου και παραδέχεται τα πάντα. Μέσα σ’ όλα αναφέρεται και σε μια δολοφονία, που συνέβη το 1993 και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι.
Σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο 18χρονος τότε Αντώνης Δαγκλής παρέλαβε με το λευκό του βανάκι μια ιερόδουλη που την έλεγαν Καίτη. Την οδήγησε στην περιοχή του Καρέα. Εκεί την έγδυσε, την ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι και κατά τη σεξουαλική επαφή, τη στραγγάλισε. Όπως δήλωσε στους αστυνομικούς, ήθελε να εξαφανίσει το πτώμα της και έτσι τεμάχισε τα μέλη της και τα πέταξε σε διάφορα σημεία της Αθήνας.
Τα στοιχεία της δολοφονηθείσας -κατά πάσα πιθανότητα αλλοδαπής καταγωγής- δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και ο κακοποιητικός πατέρας
Ο Αντώνης Δαγκλής γεννιέται το 1974 στην Κοκκινιά. Η οικογένειά του αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ενώ ο πατέρας του συνηθίζει να χτυπά τον ίδιο, τον αδερφό του και τη μητέρα τους.
Ο Δαγκλής μένει ορφανός στην ηλικία των 12 ετών και αναγκάζεται να παρατήσει το σχολείο, έτσι ώστε να πιάσει δουλειά σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Η μητέρα του, για να τα βγάλει πέρα, αρχίζει να εργάζεται σε κακόφημα μπαρ. Ο Δαγκλής το μαθαίνει από τρίτους και σπεύδει στο μπαρ για να δει τι συμβαίνει. Εκεί βλέπει τη μητέρα του να ερωτοτροπεί μ’ έναν άγνωστο.
Εκείνος τότε γυρίζει στο σπίτι του κλαμένος. Πίσω του, τρέχει η μητέρα του που προσπαθεί να του εξηγήσει τι συνέβη. Η εικόνα αυτή στοιχειώνει τον Δαγκλή, οποίος μισεί τις ιερόδουλες. Ο ίδιος δηλώνει στους ανακριτές σχετικά με τους φόνους:
«Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρησα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ήρθε να την πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου».
Η στιγμή της δίκης και οι έντονες σκηνές με τη μητέρα του
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων προσπαθεί να πείσει τους πάντες πως αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και χρήζει ιατρικής βοήθειας. Οι ψυχίατροι που τον εξετάζουν έχουν διαφορετική γνώμη, όμως.
«Ο Δαγκλής μού είπε για τρεις ανθρωποκτονίες. Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή, και από νομική άποψη οι σεξουαλικές διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο. Θα περίμενε κανείς μια εμφανή συντριβή από έναν άντρα που έχει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον εξέτασα δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο» καταθέτει στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών ο ψυχίατρος, Χρ. Βούρδας.
Οι σκηνές που διαδραματίζονται εντός της αίθουσας κατά τη διάρκεια της δίκης του είναι πολύ έντονες. Ο serial killer κάθεται στην καρέκλα, ενώ η μητέρα του βρίσκεται αρκετά συχνά δίπλα του, αγκαλιάζοντας και φιλώντας τον.
Η δίκη πραγματοποιείται από τις 15 έως τις 23 Ιανουαρίου 1997. Η διαδικασία, όμως, χαρακτηρίζεται από πολλά προβλήματα: την ημέρα που πρόκειται να αρχίσει η δίκη, ο Αντώνης Δαγκλής αυτοτραυματίζεται στο αριστερό του πόδι και χρειάζεται να του κάνουν 122 ράμματα και να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.
Από τα θύματά του εμφανίζεται και καταθέτει μόνο ένα, ενώ η μητέρα του -που είναι ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης- δεν ολοκληρώνει τη δική της κατάθεση, αφού κατά τη διάρκειά αυτής, παθαίνει ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και μεταφέρεται στο νοσοκομείο, παράλυτη από τη δεξιά πλευρά.
Ο ίδιος ζητά επιείκεια, ωστόσο, οι κατηγορίες είναι πολύ βαριές. Αφορούν τρεις ανθρωποκτονίες, οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονιών, δέκα ληστείες, δύο απόπειρες ληστειών, βιασμούς, παράνομη οπλοφορία και προσβολή μνήμης τεθνεώτος.
Το δικαστήριο δεν εισακούει τα αιτήματά του και του επιβάλλει 13 φορές ισόβια, τη μεγαλύτερη ποινή που είχε καταλογιστεί ως εκείνη τη μέρα, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Η αυτοκτονία του serial killer στη φυλακή
Οι τίτλοι τέλους του Αντώνη Δαγκλή γράφονται μερικούς μήνες μετά όταν εντοπίζεται απαγχονισμένος στο κελί του ψυχιατρείου των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού. Δίπλα του, έχοντας αυτοκτονήσει και αυτός, βρίσκεται ο συγκρατούμενος του, Γ. Μακρίδης.
Τα αίτια της αυτοκτονίας παραμένουν ακόμη άγνωστα, αν και, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ο ίδιος είχε προσπαθήσει και στο παρελθόν να βάλει τέλος στη ζωή του, με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους να τον σταματούν την τελευταία στιγμή.
Μυστήριο αποτελεί και ο λόγος για τον οποίο απαγχονίστηκε ο συγκρατούμενός του, που δεν είχε εμφανίσει μέχρι εκείνη τη μέρα αυτοκτονικές τάσεις. Το πιθανότερο σενάριο, όμως, είναι να πείστηκε από τον Αντώνη Δαγκλή.