Η είδηση του θανάτου του Νίκου Ξανθόπουλο, έχει συγκινήσει το πανελλήνιο, καθώς και τον καλλιτεχνικό κόσμο. “Το παιδί του λαού”, αγαπήθηκε από τον κόσμο, μέσα από τις ταινίες του, αμέτρητες κινηματογραφικές ταινίες, τραγούδια που έμειναν στην ιστορία. Ένας απλός πολίτης, που μέχρι και πριν από λίγο καιρό στο facebook, μεταφέροντας στους χιλιάδες φίλους και θαυμαστές του τις εμπειρίες μιας εντυπωσιακής διαδρομής στην Τέχνη και τη ζωή, που άγγιξε τα 65 χρόνια.
Νίκος Ξανθόπουλος: Το παιδί του λαού που αγαπήθηκε από το κοινό
Στις ταινίες του ήταν πάντα ο φτωχός εργάτης που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα στην φτώχεια. Γι΄αυτό τον λόγο, ο λαός τον αγάπησε για την απλότητα του.
Αν και ο χαρακτηρισμός «παιδί του λαού», που του χάρισε από την καρδιά του ο κόσμος (το είχε πει ο ίδιος αυτό), όμως, από την άλλη, η απήχηση που είχε στις μάζες, ως καλλιτέχνης, με ελάχιστους άλλους συναδέλφους του (του τότε και του σήμερα) θα μπορούσε να συγκριθεί.
«Η ποιότητα των ιδεών μου υπάρχει μέσα σ’ αυτές τις ταινίες. Μια ζεστασιά, μια ανθρωπιά… Οι άνθρωποι δεν είναι εκπορνευμένοι… Κι εγώ, όταν θα γυρίσω ταινία, με τέτοια θέματα θα καταπιαστώ. Αλλά θα είναι μια ταινία αισθητικά άψογη, κατά το δυνατόν».
Πριν να τελειώσει το 1970, ο Ξανθόπουλος παίρνει τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει τον κινηματογράφο. Σαν κίνηση, αυτή, είναι αδιανόητη. Ένας καλλιτέχνης, που σπάει τα ταμεία, που με τις ταινίες του κάνει τους πάντες να πίνουν νερό στ’ όνομά του, λέει… όχι… έως εδώ… φθάνει. Το «στοπ» τού Ξανθόπουλου στον κινηματογράφο μόνο με μία άλλη ανάλογη κίνηση μπορεί να συγκριθεί, στην ιστορία της λαϊκής καλλιτεχνίας.
Μ’ εκείνη του γεννημένου στη Νέα Ιωνία Στέλιου Καζαντζίδη, όταν εγκαταλείπει τις ζωντανές εμφανίσεις στα κέντρα, σε ηλικία μόλις 34 ετών, το 1965.
Σαν πολλά «κοινά» δεν μαζεύονται εδώ; Το λέμε, γιατί και ο Ξανθόπουλος ήταν γεννημένος στη Νέα Ιωνία, τρία χρόνια αργότερα, το 1934, και σχεδόν στην ίδια ηλικία με τον Στέλιο αποφασίζει κι εκείνος να πάρει μια ανάλογη, μεγάλη απόφαση.
Κάτι πρέπει να συνδέει αυτές τις δύο ενέργειες, που μοιάζουν σαν σταγόνες νερό. Δύο καλλιτέχνες τους οποίους ο λαϊκός κόσμος έχει απογειώσει, αποφασίζουν εντελώς ξαφνικά (για το κοινό τους) να πατήσουν «στοπ».
Κάτι πρέπει να συνέβη στις ψυχές τους. Κάπου πρέπει να είδαν πως εκείνο που είχαν δημιουργήσει πήγαινε να τους καταπιεί. Να τους μεταστρέψει. Να μεταβάλλει τον ψυχισμό τους. Ένοιωσαν βαριά την ευθύνη τού να σε λατρεύουν, χωρίς όρια. Αν και τεράστιοι επαγγελματίες, στην πιο κρίσιμη στιγμή της διαδρομής τους ενήργησαν σαν άσπιλοι και αθεράπευτοι ερασιτέχνες. Προτίμησαν τη δική τους ισορροπία, από τη δόξα, τα λεφτά, τα εξώφυλλα – από τη ζωή, γενικότερα, την κανονισμένη από τους παρατρεχάμενους. Απαίτησαν να φωτιστούν ξανά από το φάρο της «φτωχογειτονιάς» τους, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Δεν κατέληξαν τυχαία ο ένας ψαράς κι ο άλλος αγρότης…
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη στο περιοδικό «Γυναίκα» (τεύχος #543, 4 Νοε. 1970) σε κάποιον / κάποια Β.Π. Δεν είναι μεγάλη η συνέντευξη, αλλά είναι ουσιαστική.
Ο συντάκτης διερωτάται αν ο Νίκος Ξανθόπουλος εγκαταλείπει προσωρινά τον κινηματογράφο, όταν αποφασίζει να συγκροτήσει δικό του θίασο, την «Ρωμιοσύνη» (λέξη όχι άμοιρη σημαινομένων την εποχή της δικτατορίας), φεύγοντας για παραστάσεις στην επαρχία. Κι αυτό «τρελό». Στροφή μεν στο θέατρο, αλλά όχι στην Αθήνα. Στη Θράκη και τη Μακεδονία!
Ο θίασος έχει φύγει από την Θεσσαλονίκη, όπου παρουσίασε τον Οκτώβριο του 1970, το έργο «Το Κορίτσι με το Κορδελάκι» του Νότη Περγιάλη, και κατευθύνεται προς Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο, Σουφλί… παρουσιάζοντας τα «Αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη και την «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Στον θίασο «Ρωμιοσύνη» ο Νίκος Ξανθόπουλος συνεργάζεται με τον Στέφανο Στρατηγό (ταξικό εχθρό του σε διάφορες ταινίες της ΚΛΑΚ Films) και ακόμη με τους Σμαράγδα Σμυρναίου, Ιάκωβο Ψαρρά, Πέτρο Ζαρκάδη, Γιώργο Κυρίτση, Γιώργο Λουκάκη, Τζένη Στεφανάκου κ.ά., με τα έργα να σκηνοθετούνται από τον Μήτσο Λυγίζο, με τα σκηνικά να είναι φιλοτεχνημένα από τον Τάσο Ζωγράφο και με τις μουσικές, στα «Αρραβωνιάσματα», να προέρχονται από τον σαντουρίστα Τάσο Διακογιώργη και στο «Κορίτσι με το Κορδελάκι», από τον συγγραφέα του Νότη Περγιάλη.
Νίκος Ξανθόπουλος: Διαβάστε την συνέντευξη
— Τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να στραφείς προς το θέατρο;
Το αισθάνομαι σαν διέξοδο στο μεράκι, που με οδήγησε να σπουδάσω θέατρο. Ύστερα, είναι τα ευγενή κοιτάσματα που έχεις μέσα σου, οι φλόγες που δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις. Έπειτα, έχεις μια συνείδηση που σου λέει: «Κύριε, έχεις υποχρέωση να δώσεις –σ’ αυτόν τον κόσμο που τον ξέρεις, που τον αγαπάς και που σου φέρθηκε τόσο καλά– θέατρο ή θέαμα, όπως το πιστεύεις».
Πέρυσι, στη Θεσσαλονίκη, τραγουδούσα στα μπουζούκια. Κι έβλεπα τον κόσμο, που ερχόταν, ή που ήταν απ’ έξω και δεν μπορούσε να μπει μέσα, γιατί δεν είχε λεφτά. Άρχισα να αηδιάζω τον εαυτό μου, που καθόμουνα και τραγουδούσα… Βέβαια, έρχεται ο άλλος και σου λέει «μπα, το παίζει»…
Εγώ κάνω τώρα τη στροφή, όχι γιατί είμαι τόσο παλικάρι, που δεν με νοιάζει αν χάσω κιόλας, αλλά γιατί έχει μεγάλη απήχηση, στο κοινό, το όνομα Ξανθόπουλος, και θα τα βγάλω τα λεφτά μου! Αυτό δεν είναι βέβαια και τόσο ανιδιοτελές από μέρους μου… Είναι όμως τίμια ιδιοτελές. Διότι λέω, «άμα κάνεις καλή παράσταση, τότε και την άλλη φορά, σε οποιαδήποτε εκδήλωσή σου, θα έρθουν να σε δουν.
— Είπες πως την ιδέα αυτού του θιάσου τη συνέλαβες από την εποχή που ήσουν σπουδαστής…
Ναι, ήταν ένα όνειρο που έσβησε, μέσα στην ασυγκίνητη ισοπεδωτική λογική τής καθημερινότητας, με τις συναλλαγές της, με τον ονειροκτόνο ρυθμιστικό της παράγοντα, που λέγεται «οικονομία».
Τελειώσαμε τη Σχολή και είχαμε μεράκια κι ελπίζαμε πως θα βγούμε έξω και θα κονιορτοποιούσαμε τα σύμπαντα… Και βγαίνεις και μένεις ένα χρόνο άνεργος, δύο χρόνια άνεργος, τρία χρόνια άνεργος… Κι αρχίζεις και τρακάρεις εικοσάρικο, για να ζήσεις, και λες «ως πού θα πάει το πράγμα;».
— Τώρα, όμως, δεν θα πρέπει να έχεις παράπονο…
Ίσα-ίσα… γιατί δεν έχω κάνει αυτό που θα ήθελα!
— Αν έκανες αυτοκριτική, για την ως τώρα καλλιτεχνική πορεία σου, σε τι θα κατέληγες; Με άλλα λόγια οι ταινίες που έχεις γυρίσει, τα τραγούδια που έχεις τραγουδήσει, σε ικανοποιούν;
Η ποιότητα των ιδεών μου υπάρχει μέσα σ’ αυτές τις ταινίες. Μια ζεστασιά, μια ανθρωπιά… Οι άνθρωποι δεν είναι εκπορνευμένοι… Κι εγώ, όταν θα γυρίσω ταινία (σ.σ. σκόπευε ο Νίκος Ξανθόπουλος να κάνει δικές του παραγωγές), με τέτοια θέματα θα καταπιαστώ. Αλλά θα είναι μια ταινία αισθητικά άψογη, κατά το δυνατόν.
— Δεν βρίσκεις, όμως, πως όλες αυτές οι «ιδέες», τα «λαϊκά αισθήματα», έχουν στραγγιστεί υπερβολικά;
Ποιος δεν ακολουθεί μια διαδρομή, άμα βλέπει κάτι ότι πετυχαίνει;
— Τώρα, τι σκοπεύεις να προσφέρεις με τον θίασο «Ρωμιοσύνη»;
Η «Ρωμιοσύνη» είναι ένα λαϊκό θέατρο τέχνης. Και όταν λέμε λαϊκό θέατρο δεν εννοούμε μακάρια, αφελή και ευχάριστα έργα, έστω και καλοπαιγμένα, προς εφησυχασμό. Λέμε θέατρο σταράτο, καθάριο, που να φτάνει έως την καρδιά τού απλού ανθρώπου, να του δίνει σκοινί να τον τραβήξει, να τον ανεβάσει, να τον παιδεύσει. Να βάζει την τέχνη στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Στρατευμένη τέχνη, για την παιδεία και την πνευματική άνοδο του λαού μας…
Λογαριάζαμε, μάλιστα, αντί να δίνουμε σε μια πόλη φωτογραφίες μας με αυτόγραφα, να μοιράζουμε βιβλία στα παιδάκια και τους θεατές. Παραδείγματος χάριν τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. Έναν Σολωμό, έναν Παπαδιαμάντη… Να τα διαβάσει, να ανοίξει τα μάτια του το παιδάκι. Κι αυτό από καημό…
Στη γειτονιά, που έμενα εγώ, δεν υπήρχε βιβλίο. Όλος ο κόσμος ήταν αγράμματος. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης. Κάποτε με ρώτησε: «Τι δώρο θέλεις να σου κάνω ρε;». Του λέω: «Πατέρα, να μου πάρεις ένα βιβλίο». «Δεν θέλεις» μου λέει «να σου πάρω ένα σακάκι να πιάσει και τόπο; Τι να το κάνεις το βιβλίο;». Εγώ επέμενα, «βιβλίο». «Ποιο βιβλίο;» λέει. «Τη ζωή εν τάφω» του απαντώ. «Όχι» μου λέει «μη μ’ ανακατεύεις με παπάδες»… Κατάλαβες;
Ναι, θα ήταν ωραίο να δώσουμε στα παιδιά βιβλία. Γι’ αυτό λοιπόν το σκοπό κι επειδή ήταν μεγάλο το κόστος, απευθυνθήκαμε σε διάφορες εταιρείες και τράπεζες να μας βοηθήσουν. Δεν βαριέσαι! Καμιά δεν συγκινήθηκε…
Η «Ρωμιοσύνη» δεν θα μακροημερεύσει, αλλά ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν θα επιστρέψει στον κινηματογράφο. Θα συνεχίσει να δουλεύει κυρίως σαν τραγουδιστής, σε Ελλάδα και εξωτερικό, και μάλιστα με σποραδικές εμφανίσεις στην δισκογραφία. Οι κινήσεις του έκτοτε θα ήταν πάντα μετρημένες.