Αρτέμης Μάτσας: Ο “κακός” του ελληνικού κινηματογράφου, που κολλούσες με τους ρόλους του. Εκτός από ηθοποιός, ασχολιόταν με το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ καθώς αρθρογραφώντας σε περιοδικά και εφημερίδες για καλλιτεχνικά θέματα. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, διότι έζησε υαυτίστηκε στη μνήμη του κοινού ως ο σπιούνος, ο ρουφιάνος, ο συνεργάτης του κακού. Κατά τη διάρκεια της κινηματογραφικής του πορείας υποδύθηκε τον αδίστακτο, τον μαυραγορίτη, τον δοσίλογο, τον προδότη. Και όμως έζησε τον εφιάλτη του ναζισμού που του στέρησε τον πατέρα και τον ανάγκασε να ζει με το κασελάκι στους δρόμους της κατοχικής Αθήνας.
Αρτέμης Μάτσας: Τα παιδικά χρόνια και οι δυσκολίες που βίωσε
Ο Αρτέμης Μάτσας γεννήθηκε στην Αθήνα (Πλάκα) το 1930. Η ζωή του σφραγίστηκε από τη σύλληψη του εβραϊκής καταγωγής πατέρα του Πίνχας Μάτσα από τους Γερμανούς στα χρόνια της Κατοχής. Έκτοτε δεν τον ξαναείδε ποτέ, ούτε έμαθε για την τύχη του. Μαζί με τον αδερφό του, ηθοποιό και συγγραφέα Νέστορα Μάτσα και την αδερφή του πέρασαν δύσκολα παιδικά χρόνια.
Αρτέμης Μάτσας: Η σύλληψη του πατέρα του από τους Γερμανούς
Τον Μάρτιο του 1944, ο πατέρας του ηθοποιού συνελήφθη από τους Γερμανούς επειδή ήταν Εβραίος. Το όνομα του ήταν Πίνχας Μάτσας.
Ο πατέρας του ηθοποιού συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Την ημέρα της σύλληψής του, τα τρία του παιδιά τον περίμεναν να επιστρέψει από τη δουλειά για να φάνε όλοι μαζί, όπως συνήθιζαν. Η μητέρα της οικογένειας είχε πεθάνει σε νεαρή ηλικία και ο Μάτσας μεγάλωνε μόνος του τα παιδιά του. Ο μικρότερος αδελφός του ηθοποιού, Νέστορας Μάτσας, κατέγραψε σε ημερολόγιο τη σκληρή εμπειρία της Κατοχής και τη σύλληψη του πατέρα τους:
«Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζόζεν. Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες, γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται. Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί. Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό. Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένα ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε. Μας είπε καλημέρα, αλλά έδειχνε σα να μη μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε».
Έτσι ο ηθοποιός και τα δύο του αδέλφια έμειναν μόνοι τους αντιμέτωποι με την πείνα, τη φτώχεια και τον καθημερινό κίνδυνο σύλληψής τους. Δεν ξαναείδαν ποτέ τον πατέρα τους και το μόνο που κατάφεραν να μάθουν ήταν το νούμερο του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που τον οδήγησαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας ήταν το νούμερο «47712».
Aρτέμης Μάτσας: Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πούλαγαν τσιγάρα με το κασελάκι για να επιβιώσουν
Αμέσως μετά τη σύλληψη του πατέρα τους, ο Αρτέμης Μάτσας και τα αδέλφια του εγκατέλειψαν το σπίτι τους για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Είχαν ακούσει ότι οι κατακτητές δεν έκαναν διακρίσεις και αιχμαλώτιζαν ακόμα και μικρά παιδιά.
Για λίγο καιρό τα αδέλφια χωρίστηκαν και κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια. Όταν ξαναέσμιξαν, κατάφεραν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια από μια ιερόδουλη που τους φέρθηκε με αγάπη. Το κορίτσι της οικογένειας, ως μεγαλύτερη, ανέλαβε τη φροντίδα των δύο αδελφών της. Τα αδέλφια Μάτσα δεν είχαν κανένα εισόδημα και αναγκάζονταν να πουλάνε καθημερινά τα προσωπικά αντικείμενα της χαμένης μητέρας τους για να εξασφαλίζουν λίγο φαγητό. Όταν τελείωσαν και αυτά, η πείνα άρχισε να τους θερίζει. Τα συσσίτια στα οποία ήταν γραμμένοι δεν κάλυπταν τις ανάγκες τους.
Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πούλαγαν τσιγάρα με το κασελάκι στους δρόμους της Αθήνας. Όσα λεφτά έβγαζαν, τα έδιναν στην αδελφή τους για να αγοράζει τρόφιμα από τους μαυραγορίτες.
Aρτέμης Μάτσας: Η πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο και ο “ρόλος” του κακού
Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τους Αιμίλιο Βεάκη, Δημήτρη Ροντήρη και Κώστα Μουσούρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1949, στην αισθηματική κομεντί του Γιώργου Καρύδη «Ερωτικό Ταξίδι».
Έπαιξε σε πολλές ελληνικές ταινίες, αλλά και σε ξένες παραγωγές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα φιλμ «Το νησί των γενναίων», «Ποτέ την Κυριακή» και «Μπουμπουλίνα».
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στο μεγάλο κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο, στην κωμωδία «Φαταούλας» των Στέφανου Φωτιάδη και Ιάσωνα Βροντάκη. Έπαιξε τα πάντα, από μπουλβάρ μέχρι Μπρεχτ, αρχαία τραγωδία και Αριστοφάνη. Συνεργάστηκε με σημαντικούς θιάσους και γνωστούς πρωταγωνιστές.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας σε περιοδικά και εφημερίδες για καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε αρκετά και σημαντικά για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου βιβλία, όπως «Μεγάλες θεατρικές οικογένειες», «Το άλλο πρόσωπο του θεάτρου», «Θεατρικές μνήμες» κ.ά.
Αρτέμης Μάτσας: Η αρρώστια και το τραγικό τέλος
Ήταν γνωστή η ανθρωπιά και καλοσύνη, η ευαισθησία, η φροντίδα και η βοήθειά του σε παλαίμαχους, ξεχασμένους καλλιτέχνες, που ζούσαν σε άθλιες οικονομικές συνθήκες.
Ο Αρτέμης Μάτσας πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 2003, στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος» των Αθηνών, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια.