Από τα ροκ γκρουπ στο επιπλάδικο, μετά στα σουξέ και από εκεί πίσω στα έπιπλα. Ο Χρήστος Κυριαζής είναι ο άνθρωπος που έχει κάνει όλη την Ελλάδα να «κλάψει» και να διασκεδάσει με τα τραγούδια του χωρίς καν να κάνει καριέρα στις πίστες.
Ένας ροκάς, που αγαπάει το λαϊκό τραγούδι και γράφει επιτυχίες, δηλώνει φάλτσος κι έχει πάει δύο φορές στη ζωή του στα μπουζούκια.
Η μεγάλη επιτυχία έγινε με το «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» το 1992 σε πείσμα των δισκογραφικών, εκτός της Sony, που γελούσαν με τα τραγούδια του. Ακολούθησαν τα «Έχω κλάψει», «Επιμένω», «Έλα μωράκι μου», «Τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια» όλα σε μουσική και στίχους δικούς του. Ο Χρήστος Κυριαζής, που δεν μπορεί να τραγουδήσει κάτι εάν δεν το έχει γράψει ο ίδιος, μιλάει για τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Άκη Πάνου, τον Ζαμπέτα και την εξαφάνισή του μετά το «μπαμ».
– Πώς ένας επιπλοποιός ασχολήθηκε το τραγούδι;
«Από μικρός έπαιζα μουσική. Είχαμε φτιάξει με τους φίλους μου ένα συγκρότημα, τις Πρόκες. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός στο Βασιλικό Ναυτικό τότε και τα αδέλφια μου φτιάχνανε έπιπλα. Κάποια στιγμή μου είπαν να ασχοληθώ κι εγώ με τα έπιπλα. Δέχτηκα αρκεί να κάναμε και δικά μου σχέδια. Η κιθάρα όμως δίπλα, πάντα. Στο αυτοκίνητο, στο μαγαζί, στο μπάνιο, παντού. Χωρίς κιθάρα δεν μπορώ. Δεν έχω πει ποτέ τραγούδι αλλουνού. Ούτε έχω πάρει στίχους από άλλους».
Όταν γράφω δεν σκέφτομαι εάν θα κάνει επιτυχία ή όχι. Εγώ θέλω να πω αυτό που αισθάνομαι. Από εκεί και ύστερα το τραγούδι βρίσκει το δρόμο του
– Γιατί;
«Εάν δεν το έχω βιώσει, δεν μπορώ να το πω. Και οι στιγμές που μπορεί να σου έρθει η έμπνευση για ένα κομμάτι δεν ξέρεις πότε είναι. Για αυτό έχω την κιθάρα δίπλα μου κι ένα κασετοφωνάκι μικρό και γράφω τους στίχους. Λες και το τραγούδι είναι κάπου γραμμένο μες το μυαλό μου και αρχίζω και το θυμάμαι. Ένα κομμάτι έχω πει του Τσιτσάνη και το είπα με δυσκολία. Δεν λειτουργώ σαν τραγουδιστής, λειτουργώ σαν δημιουργός. Ένα καλό τραγούδι, είτε το πει ένας μεγάλος τραγουδιστής, είτε ένας μικρός, άμα είναι καλό το τραγούδι θα γίνει επιτυχία. Εγώ είμαι φάλτσος, δεν πατάω καλά στις νότες. Ο Ζαμπέτας μου είχε πει: “Κυριαζή στη χαραμάδα είσαι”. Ούτε ο Μπομπ Ντίλαν πατάει καλά. Ο δημιουργός δεν κοιτάει να πει πολύ ωραία το τραγούδι, κοιτάει να εκφράσει αυτό που έχει γράψει, το ποίημα».
– Δεν υπάρχουν τραγούδια που μπορεί να μην είναι καλά αλλά έγιναν επιτυχίες;
«Ένα τραγούδι το οποίο κάνει επιτυχία, αγγίζει τη μάζα, για μένα είναι καλό. Δεν είναι τυχαίο να γίνει σουξέ. Όλοι οι τραγουδιστές ψάχνουν το σουξέ, όχι το τραγούδι. Μπορεί να ακούσεις ένα τραγούδι που εσένα να μην σου λέει τίποτα αλλά να το ακούς παντού. Όταν ο Αντώνης Τουρκογιώργης , ο πιο σημαντικός συνεργάτης μου, ενοχρηστρωτής και παραγωγός, στενός μου φίλος και Πειραιώτης, είχε πάει στις εταιρείες το «Έχω κλάψει», το «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» γελούσανε με τα τραγούδια μου. Όμως εγώ αυτό ένιωθα, αυτό ήθελα να πω. Έξι εταιρείες είπαν όχι και η Sony είπε ναι. Έγιναν επιτυχίες και οι άλλοι μετά τραβούσανε τα μαλλιά τους.
– Ήξερες ότι θα γίνουν επιτυχίες;
«Όχι, εγώ όταν γράφω δεν σκέφτομαι εάν θα κάνει επιτυχία ή όχι. Εγώ θέλω να πω αυτό που αισθάνομαι. Από εκεί και ύστερα το τραγούδι βρίσκει το δρόμο του. Το “Έλα μωράκι μου” γράφτηκε εδώ στην καφετέρια Fontana στο Πασαλιμάνι. Παίζαμε κιθάρες, περνάγανε τα κορίτσια, γράφτηκε το τραγούδι, έγινε δίσκος μετά από 10 χρόνια στη Lyra. Γίνεται επιτυχία το “Μου θυμίζεις τη μάνα μου” ανεβαίνω Θεσσαλονίκη κι ένας τυπάς από τον Ant1 radio, μου λέει “εγώ το έκανα επιτυχία στη Θεσσαλονίκη το Έλα μωράκι μου”. Το έβαλα στη φίλη μου και τσιμπήσανε όλοι, πήραν φωτιά τα τηλέφωνα. Θα με θυμηθείς του χρόνου θα έρθει και στην Αθήνα. Κι έτσι κι έγινε! Έγινε μόνο του, δεν το έσπρωξε κανείς. Και τι είναι το “Έλα μωράκι μου”; Ένα ψηστήρι είναι».
«Το “Βράδυ Σαββάτου” το είχα πει κι εγώ. Ο Παπακωνσταντίνου με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε αν μπορεί να το πει. Το κομμάτι έγινε γνωστό χάρη στο Βασίλη. Αυτό γράφτηκε στο λιμάνι στον Πειραιά».
– Για πολλά χρόνια εξαφανίστηκες κι όμως τα τραγούδια σου τα ξέρουν όλοι και τα τραγουδάνε όλοι;
«Ναι και απορώ που τραγουδάω και βλέπω τώρα παιδιά 20 και 22 ετών και ξέρουν τα λόγια όλα. Εγώ δεν τα θυμάμαι έχω αναλόγιο και τα βλέπω».
– Ήσουν μαμάκιας για αυτό έγραψες το «Μου θυμίζεις τη μάνα μου»;
«Ναι πολλές φορές μου το έχουν πει. Δεν κάθομαι να σκεφτώ οι σκέφτονται οι άλλοι για μένα. Πρέπει να κάνεις αυτό που πιστεύεις κι αυτό που αγαπάς».
– Σήμερα θα στέκονταν τέτοια τραγούδια;
«Δεν μπορεί να το ξέρει κανείς αυτό, αλλά έχω την εντύπωση ότι όταν γίνεται μία πολύ μεγάλη επιτυχία είναι πολλοί οι παράγοντες. Δεν είναι μόνο το τραγούδι, αυτός που το λέει, αυτός που το έχει γράψει. Είναι και η εποχή και το timing. Είχε διαλέξει ένα τραγούδι μου ο Χατζηδάκις στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας. Και μου λέει ο Μάνος “θα το πεις εσύ ε;” “Και του λέω δεν μπορώ κ. Μάνο να το πω γιατί έχω να πάω Θεσσαλονίκη”, είχα ένα συγκρότημα εκεί. Το έδωσε και το είπε ο Βασίλης Λέκκας, το “Κυριακή απόγευμα”. Κάποια στιγμή με φώναξε στον “Μαγεμένο Αυλό” να φάμε και να γνωριστούμε καλύτερα και με ρώτησε τι άλλα έχω γράψει.
Πήρα την κιθάρα και έπαιζα. Και μου λέει “θα πας καλά εσύ, κάτι γίνεται με σένα”. Παρόλο που είχε παρεξηγηθεί που δεν πήγα τότε να πω το τραγούδι. Μία άλλη φορά είχε κάνει ο Δήμος Μούτσης ένα κάλεσμα σε νέους τραγουδιστές στον “Αιγόκερω” σε μία μπουάτ στην Πλάκα, και πήγα κι εγώ πιτσιρικάς με μία κιθάρα και ήρθε η σειρά μου. Και του λέω θα πω ένα τραγούδι μου και μου λέει “Τι τραγούδι σου, πλάκα μας κάνεις; εδώ περιμένω τραγουδιστές να πούνε τα τραγούδια μου”. Του λέω συγγνώμη και πάω να φύγω. Μου είπε να παίξω κάτι. Παίζω ένα τραγούδι μου και μου λέει “κάτι θα κάνεις εσύ”».
Η γνωριμία με τον Άκη Πάνου
«Ο πατέρας μου είχε λόξα με τον Άκη Πάνου. Έπαιζα σπίτι μου κάτι κομμάτια και μου έλεγε ο πατέρας μου “τι μαλ…ες είναι αυτές, μπαλάντες, άκου λίγο Άκη Πάνου. Δεν ήξερα ποιος είναι και πήγα και πήρα ένα δίσκο του που λεγόταν τα “Μεγάλα τραγούδια” και παθαίνω την πλάκα μου. Ήταν το ελληνικό μπλουζ.
Και κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη σε ένα κέντρο, μου λέει ο Νίκος στο βιολί, “Χρήστο δεξιά είναι ο Άκης με δύο άτομα”. Εγώ δεν έβλεπα και με τα φώτα. Στο διάλειμμα πάω στο καμαρίνι και μου λέει ο παραγωγός Τάσος Φαληρέας “σήκω και πήγαινε”. Ντρεπόμουν. Και εκεί που μιλούσαμε μπαίνει μέσα ο Άκης. Πάω να σηκωθώ, “κάτσε κάτω ρε” μου λέει. Εκείνη τη στιγμή έλεγα να ζούσε ο πατέρας μου και να του έλεγα ότι ήρθε ο Άκης Πάνου να με ακούσει.
Γνώρισα λίγα πρόσωπα στη μουσική, όποιον ήρθε να με δει. Εγώ δεν έχω πάει σε προγράμματα, έχω δει μόνο τον Άκη Πάνου στα “Εννέα Όγδοα” και την περασμένη βδομάδα που με πήγε ο Μίλτος Καρατζάς και είδαμε Βασίλη Καρρά, Χρήστο Μενιδιάτη και Καίτη Γαρμπή. Δεν έχω ξαναπάει σε μπουζούκια. Ποτέ. Ήμουν πιο πολύ ροκ σκηνή. Αλλά γνώρισα σημαντικά πρόσωπα τον Μητροπάνο, τον Τόλη, την Μαρινέλλα, τον Κόκοτα, τον Σφακιανάκη. Τους άρεσε πολύ ο στίχος μου».
– Δίνεις πολλή βάση στο στίχο;
«Για μένα εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι τι λες, όχι τι παίζεις. Μπορεί να παίζεις παπάδες και να πει ο άλλος μία κουβέντα και να καταστρέψει τα πάντα. Όταν γνώρισα τον Σταύρο τον Ξαρχάκο, τρελάθηκα. Όταν άκουσα το ρεμπέτικο ο λόγος του Γκάτσου με κάρφωσε. Και πρόσεξε οι στιχουργοί, οι ποιητές έρχονται δεύτεροι ενώ είναι οι πρώτοι, γιατί αν δεν έχεις το κείμενο δεν μπορείς να γράψεις μουσική. Πρέπει να γραφτεί το κείμενο για να γράψεις μουσική, πρέπει να γραφτεί το κείμενο για να κάνεις σκηνοθεσία στο θέατρο».
– Υπάρχουν πολλοί που γράφουν το στίχο πάνω στη μουσική.
«Ο στίχος αυτός δεν βγαίνει από την καρδιά βγαίνει τεχνητά. Ψάχνεις να βρεις τις ατάκες για να κουμπώσουν. Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, ένας στίχος γίνεται μία συγκίνηση και το γράφω. Και πολλές φορές δεν το γράφω με ρίμα το γράφω πρόχειρα, πρωτόγονα. Μετά το φτιάχνω. Έχω στίχους θλιμμένους με χαρούμενη μουσική. Το “Ημεροβίγλι” είναι μπάλος και ο τύπος έχει τρελαθεί με την τύπισσα στο Ημεροβίγλι. Δεν είναι χαρούμενο κομμάτι, η μουσική το κάνει χαρούμενο. Δεν πρέπει να είναι χαρούμενος και ο στίχος και η μουσική, ταγεράκι. Εγώ αφήνω το τραγούδι να βγει λεύτερο. Ξέρεις πόσα “όχι” έχω πάρει στα ζωή μου; Παίρνανε τραγούδια οι τραγουδιστές και μου λέγανε “”δεν μου αρέσει. Δεν με έπαιρνε από κάτω, συνέχιζα. Τώρα τελευταία μου λένε ο τρόπος που γίνεται η ενορχήστρωση είναι πιο μοντέρνος. Ποια ενορχήστρωση; εάν είναι καλό το τραγούδι και με μία κιθάρα είναι καλό. Πρέπει να βάλεις 1.000 όργανα δηλαδή και να κάνουμε εντυπωσιασμούς;
Δεν κυνήγησα τα λεφτά. Ήθελα να ζω απλά και να είμαι κοντά στο σπίτι και την οικογένειά μου. Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που έχουμε τα απαραίτητα
– Αγαπημένο τραγούδι;
«Το “Να είσαι εδώ” δεν το ξέρει ο πολύς κόσμος».
– Το 1993 έκανες τη μεγάλη επιτυχία, τραγούδησες 2-3 χρόνια και μετά σαν να άνοιξε η γη και σε κατάπιε. Δεν είχες προτάσεις;
«Είχα προτάσεις και από δυνατά ονόματα. Ήθελα, αλλά δεν μου έβγαινε. Είμαι λίγο περίεργο άτομο. Μερικοί θίχτηκαν που είπα “όχι”, άλλοι το κατάλαβαν. Δεν έχω πρόβλημα να συνεργαστώ με τον οποιοδήποτε αρκεί να μου αρέσει η παρέα. Τώρα θα κάνουμε κάποιες εμφανίσεις με μία μπάντα που έχω με νέα παιδιά. Δεν έχουμε μπάσο, ντραμς, έχουμε μόνο τραμπούκα όργανο, κιθάρα κι ένα μπουζούκι. Χρήστος Κυριαζής and the band λέγεται. Σαν να είμαστε πιτσιρικάδες. Θα ξεκινήσουμε 6 Μαΐου και θα είμαστε κάθε Κυριακή στη Γλυφάδα στο “Απλά ελληνικά”. Είμαι 65 και είμαι ακόμα με μία κιθάρα στο χέρι. Αυτό έχει μεγάλη πλάκα.
Στον Μίλτο Καρατζά τα χρωστάω όλα. Αυτός είναι η αιτία που βγαίνω πάλι και τραγουδάω. Είναι στενός μου φίλος και βαθύς γνώστης της ελληνικής μουσικής. Είμαι τυχερός που τον έχω κοντά μου».
«Αυτό που σκέφτομαι μερικές φορές είναι μέχρι πότε θα έχω αυτό το κέφι να παίζω. Βλέπω φωτογραφίες μου πιτσιρικάς και αναρωτιέμαι πώς πέρασαν τα χρόνια. Η μουσική είναι ψυχική ανάγκη. Με βοήθησε πολύ στη ζωή μου. Έμαθα μερικά κομμάτια του εαυτού μου από την μουσική. Είναι θεραπεία. Στενοχώρια είχα, έπαιρνα την κιθάρα μου. Τα ίδια μου λέει και ο γιος μου, όταν μου την δίνει κάτι πάω σπίτι και παίζω κιθάρα. Ο Πυθαγόρας λέει ότι “η ομορφιά και η μουσική σε ανεβάζουν στα ουράνια”. Τα πιο πολλά τραγούδια τα έχω γράψει ξημερώματα μόνος μου στο μπαλκόνι ή στο αυτοκίνητο. Πάω μία βόλτα μου έρχεται κάτι πάω στην άκρη και γράφω. Με έχουν πει τρελό δεν με νοιάζει».
– Τι τύπος είναι τελικά ο Χρήστος Κυριαζής;
«Ο Χρήστος Κυριαζής είναι ένα παιδί που γεννήθηκε στον Πειραιά, με μία κιθάρα στο χέρι που συνεχίζει να αγαπάει την πόλη του. Μένω στον Άλιμο αλλά όλη μέρα είμαι Πειραιά. Δεν μπορώ να ξεκολλήσω από αυτή την πόλη. Κι έγραψα ένα τραγούδι: Αυτήν την πόλη που στην καρδιά μου κουβαλάω δεν την ξεχνάω όπου κι αν σταθώ. Με έχει εμπνεύσει για αυτό την αγαπάω είναι η γκόμενα που την αποζητώ. Σβηστά τα κτίρια και το λιμάνι άδειο στο καμπαρέ το πρόγραμμα τελείωσε νωρίς πίνω μία μπύρα ανάβω ένα τσιγάρο όλα στη σκέψη μου μια πιο πολύ εμείς».
– Πάθη;
«Ψάρεμα. Ψαρεύω πιο πολύ για την διαδικασία που λέει και ο Χεμινγουέι. Ηρεμείς, σκέφτεσαι. Μου αρέσει το ξημέρωμα η αυγή, σου δίνει μία αίσθηση ελευθερίας όταν είσαι στη θάλασσα».
– Σε τι πιστεύεις;
«Στον Χριστό, στα λόγια Του. Πού αλλού να πιστέψω δηλαδή; Μου είχε μιλήσει η μάνα μου για τον Χριστό, μεγαλώνοντας άρχισα να παίρνω χαμπάρι πράγματα μέχρι που πήγα και στο Άγιο Όρος και εκεί άλλαξε όλη η σκέψη μου».
– Λεφτά έβγαλες;
«Όχι δεν τα κυνήγησα τα λεφτά. Ήθελα να ζω απλά και να είμαι κοντά στο σπίτι και την οικογένειά μου. Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που έχουμε τα απαραίτητα. Να κάνω πράγματα για να βγάλω χρήματα και να μην νιώθω καλά μέσα μου, γιατί να το κάνω;»
– Πώς την βλέπεις την μουσική σήμερα;
«Είναι εποχές που βγαίνουν δυνατά τραγούδια κι άλλες που βγαίνουν πιο αδύναμα. Τώρα γίνονται πολλές διασκευές. Δεν υπάρχει έμπνευση στο να βγει κάτι καινούριο. Το κομμάτι του Σαββόπουλου που το έκανε διασκευή ο Χαρούλης το “Έλα στο χορό”, όταν το έβγαλε ο Διονύσης δεν πήγε, με τον Χαρούλη έγινε επιτυχία. Αλλά είναι διασκευή, δεν είναι καινούρια πρόταση.
– Ένα τραγούδι που θα ήθελε να είχες γράψει;
«Του Τσιτσάνη το “Συννεφιασμένη Κυριακή” και του Περίδη το “Κάτι μου κρύβεις”».
Κλείνοντας την κουβέντα μας ο Χρήστος Κυριαζής μου ζήτησε να αναφέρει τους παραγωγούς και τις εταιρείες που τον πίστεψαν και συνεργάστηκαν μαζί του, και δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι:
Δημήτρης Γιαρμενίτης (Sony), Μαργαρίτα Μάτσα (Minos), Μίλτος Καρατζάς (BMG), Θύμιος Παπαδόπουλος (Ακτή), Νίκος Κούρτης (Fm Record), Lyra και V2.