Χρήστος Τσαγανέας: Ο αγαπημένος ηθοποιός ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας στις 2 Ιουλίου 1906. Καταγόταν από εύπορη ελληνική και αριστοκρατική οικογένεια και από μικρός έδειξε μεγάλη αγάπη για το θέατρο. Οι γονείς του, όμως, είχαν απαιτήσει να τελειώσει κάποια πανεπιστημιακή σχολή και γι’αυτό όταν αποφοίτησε από το ελληνικό γυμνάσιο της Ρουμανίας τον έστειλαν στην Αθήνα για ακαδημαϊκές σπουδές.
Χρήστος Τσαγανέας : Η διαμάχη με την οικογένεια του και το ξεκίνημα της καριέρας
Ο Τσαγανέας γράφτηκε αρχικά στην Ιατρική αλλά σύντομα την παράτησε και πήγε στην Νομική από την οποία δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Η αιτία αυτού του γεγονότος ήταν η γνωριμία και ο έρωτάς του για την κατά εφτά χρόνια μεγαλύτερή του ηθοποιό Νίτσα Βιτσώρη, για χάρη της οποίας εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο.
Για αυτήν την επαγγελματική του επιλογή είχε αρκετούς καβγάδες με τους γονείς του, με τους οποίους ήρθε τελικά σε ρήξη και του έκοψαν την χρηματοδότηση. Μία άλλη εκδοχή αναφέρει ως λόγο της αποκλήρωσης τη συμμετοχή του στο πολιτικό κίνημα των Αρχειομαρξιστών όπου συμμετείχε και η σύζυγός του Νίτσα. Η εξέλιξη αυτή τον οδήγησε, για αρκετό καιρό, να ζει σε ένα πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά ενώ αναγκάστηκε να λάβει μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, που εκείνη την εποχή ήταν υποτιμημένα. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», όπως έλεγε.
Χρήστος Τσαγανέας : Η μεγάλη καριέρα και οι αξέχαστοι ρόλοι
Εμφανίστηκε σε πάνω από 65 ταινίες και αρκετές θεατρικές παραστάσεις, που σημάδεψαν την καριέρα του. Ερμήνευε κυρίως δεύτερους ρόλους στις κινηματογραφικές ταινίες που συμμετείχε. Γνωστότερος ρόλος του είναι στην ταινία “Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο“, όπου ενσάρκωσε τον διευθυντή του κολεγίου με τις ατίθασες μαθήτριες και είχε την χαρακτηριστική ατάκα “βεβαίως-βεβαίως”.
Ο πρώτος σύντομος ρόλος που ερμήνευσε με ιδιαίτερη επιτυχία ήταν στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου “Οι Γερμανοί ξανάρχονται” (1948) μαζί με τον Βασίλη Λογοθετίδη όπου ερμήνευσε τον τρόφιμο του τρελοκομείου, που μέσα στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου φώναζε την αλησμόνητη φράση «Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός». Είχε προηγηθεί η συμμετοχή του στην ταινία του Ερτογρούλ Μουχσίν μπέη Ο Κακός Δρόμος, που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Στην ταινία του Τούρκου σκηνοθέτη πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Η ταινία αυτή προβλήθηκε το 1933 και ήταν η πρώτη εμφάνιση του Τσαγανέα στον κινηματογράφο.
Στο θέατρο ξεκίνησε το 1929 με το θεατρικό δράμα του Βιτσέντζου Κορνάρου “Η Θυσία του Αβραάμ” όπου ξεδίπλωσε το υποκριτικό του ταλέντο και έγινε γνωστός στην θεατρική πιάτσα. Για τριάντα χρόνια συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους αθηναϊκούς θιάσους, παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ την δεκαετία του ’60 στράφηκε στην κωμωδία και συνεργάστηκε με τον Μίμη Φωτόπουλο. Για αρκετά χρόνια υπήρξε από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής και της αρχοντικής του εμφάνισης, ο Τσαγανέας έκανε συνήθως τον κύριο της υψηλής κοινωνίας ή τον πλούσιο και υπερόπτη. Αντίθετα στο θέατρο, οι ρόλοι του κάλυπταν ολόκληρο το ρεπερτόριο. Ξεκίνησε από το κλασικό θέατρο, πέρασε στην κωμωδία και κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, συμμετείχε σε επιθεωρήσεις με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, του οποίου ήταν βασικό στέλεχος. Με την έναρξη του πολέμου, ο εν λόγω θίασος μετατράπηκε από θίασος πρόζας σε επιθεωρησιακό θίασο και ανέβασε την πρώτη πολεμική σατυρική επιθεώρηση των Γιαλαμά – Οικονομίδη – Θίσβιου “Πολεμικές Καντρίλιες”. Η καριέρα του θεωρείται άκρως επιτυχημένη, παρόλο που το ξεκίνημά της δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Χρήστος Τσαγανέας: Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του
Τη δεκαετία του ’20 γνωρίζει την καλλονή της εποχής εκείνης Νίτσα Βιτσώρη (Ελένη Λάσκαρη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) και μαγεύεται.
Ο έρωτάς τους ήταν αμοιβαίος και κεραυνοβόλος και έτσι οι δυο τους προκειμένου να ζήσουν μαζί ανατρέπουν τις έως τότε ζωές τους.
Η Νίτσα Βιτσώρη χωρίζει από τον σύζυγό της Γιώργο Βιτσώρη προκειμένου να παντρευτεί τον Χρήστο Τσαγανέα και αλλάζει το όνομά της σε Νίτσα Τσαγανέα.Αιτία για την αποκλήρωση του Τσαγανέα , δεν ήταν τόσο η ενασχόλησή του με το θέατρο αλλά και η σχέση του με την Βιτσώρη και ο ασπασμός της αριστερής ιδεολογίας που η ίδια έφερε.
Το «Βιτσώρης» όνομα του πρώτου συζύγου της, την εποχή εκείνη ήταν συνώνυμο με τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές, και ο ίδιος ήταν διωκόμενος άγρια από το μεταξικό καθεστώς.
Χρήστος Τσαγανέας: Η αντιστασιακή του στάση με την πολιτική και η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη
Το 1944, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το όνομα του Χρήστου Τσαγανέα σχετίστηκε με το γεγονός της εκτέλεσης της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη από την Εθνική Πολιτοφυλακή.
Σε βιογραφίες τους, αναφέρεται πως μετά τη δολοφονία του Τρότσκι από άνθρωπο του Στάλιν, όταν το αρχείο του πρώτου πέρασε από την Ελλάδα, το ζεύγος Τσαγανέα το έκρυψε κάτω από άκρα μυστικότητα.
Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, ο ηθοποιός Χρήστος Τσαγανέας ήταν πάντα πολιτικοποιημένος, πρωτοστατώντας στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Ενταγμένος στις τάξεις του ΕΑΜ Καλλιτεχνών, παρά τη μεγαλοαστική καταγωγή του, έπαιξε τον δικό του ρόλο και συντάχτηκε από την πρώτη στιγμή με τους κομμουνιστές.
Το κράτος τίμησε τον Χρήστο Τσαγανέα με παράσημο που απονεμόταν σε πολίτες που διακρίθηκαν με τις πράξεις τους… Και όμως μια από τις θεάρεστες πράξεις του ήταν και η δολοφονία με τσεκούρι της πατριώτισσας ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη.
Η Παπαδάκη θεωρήθηκε από την τότε ελίτ των ενταγμένων στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και άλλους ακραίους κομμουνιστές σαν τον Χρήστο Τσαγανέα), ως πρόσωπο που εξέφραζε την … αντίδραση. Αυτός πράγματι ήταν ένας συνήθης λόγος της “ΟΠΛΑ” για να εξοντώνεις όσους θεωρούσε αντιπάλους της. Χρόνια μετά, ο ηγέτης των Κομμουνιστών, Νίκος Ζαχαριάδης, σχεδόν θα ζητήσει συγνώμη, δηλώνοντας ότι η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια… ”ανοησία”.
Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό. Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Ορμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σ’ ένα κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί την έγδυσαν με την βία. Τότε της φυτέψαν δύο σφαίρες στο σβέρκο.
Χρήστος Τσαγανέας: Ο θάνατος του ανήμερα των γενεθλίων του
Πέθανε στην Αθήνα, ανήμερα των εβδομηκοστών γενεθλίων του, στις 2 Ιουλίου του 1976.Είχε συμπληρώσει τα 70 του χρόνια, γεννημένος στις 2 Ιουλίου του 1906 – κατ’ άλλους, το 1905. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών συναδέλφων του. Οκτώ χρόνια αργότερα, μια μέρα μετά την εκταφή του, στο ίδιο μνήμα τοποθετήθηκε η σορός του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η Νίτσα Τσαγανέα άφησε την τελευταία της πνοή το 2002 έχοντας κλείσει 100 χρόνια ζωής. Ετάφη δίπλα στην κόρη που είχε από τον πρώτο της γάμο, η οποία είχε φύγει από τη ζωή το 1997 σε ηλικία 73 ετών.