Ο Δημήτρης Νικολαΐδης ανήκε στη «χρυσή φουρνιά» των ηθοποιών, που έδωσαν λάμψη στον ελληνικό κινηματογράφο τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Υπήρξε ηθοποιός τόσο του κινηματογράφου όσο και του θεάτρου και με τις σπουδαίες ερμηνείες άφησε το στίγμα του στο χώρο. Επίσης, έγραψε ιστορία και σαν σκηνοθέτης τόσο στο θέατρο όσο και την τηλεόραση.
Γεννήθηκε το 1923 στη Μικρά Ασία και στην εφηβεία του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν παιδί προσφύγων από τη Σμύρνη και μόλις εννέα μέρες μετά τη γέννησή του έμεινε ορφανός από πατέρα. Παρά τις δυσκολίες και την φτώχεια, που αντιμετώπισε, κατάφερε να ανταπεξέλθει και να τα βγάλει πέρα.
Από την Νομική στη Δραματική σχολή του Κάρολου Κουν και το ντεμπούτο του Δημήτρη Νικολαϊδη
Υπήρξε, μάλιστα, ένας από τους 30 αριστούχους που πέρασαν με υποτροφία στο Πειραματικό Σχολείο της Αθήνας και στη συνέχεια στη Νομική Αθηνών μιας και ήταν εξαιρετικός μαθητής. Τελικά, βέβαια σπούδασε στη σχόλη του Καρόλου Κουν ακολουθώντας το όνειρό του να γίνει ηθοποιός και όχι δικηγόρος.
Το 1942, όταν ο Κουν ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης, ανέβασε μια παράσταση με τους μαθητές του, όπου ανάμεσά τους ήταν και ο Δημήτρης Νικολαϊδης. Το ουσιαστικό του ντεμπούτο γίνεται το 1944 μαζί με τον δάσκαλό του στο θεατρικό έργο του Αλέξη Σολομού Ο τελευταίος Ασπροκόρακας κι αμέσως μετά στο Βυθό του Γκόρκι.
Το 1945 συνεργάστηκε για τέσσερα χρόνια με τον θίασο της «Κυρίας Κατερίνας» (Κατερίνα Ανδρεάδη) από τον οποίον έφυγε για να συνεργαστεί με τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη στο έργο του Αλέκου Σακελλάριου «Δελησταύρου και Υιός». Ακολούθησαν συνεργασίες με πολλούς θιάσους και το 1954 κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με «Το Κορίτσι της Γειτονιάς», δίπλα στη Σμαρούλα Γιούλη και στον Ορέστη Μακρή.
Το 1965 είχε έρθει η στιγμή να δοκιμάσει για πρώτη φορά τις σκηνοθετικές του ικανότητες στο θέατρο με το έργο «Μιας Πεντάρας Νιάτα» των Πρεντεντέρη – Γιαλαμά που σημείωσε επιτυχία. Την επόμενη χρονιά σκηνοθέτησε την περίφημη κωμωδία της Φίνος Φιλμ, «Η Γυναίκα μου Τρελάθηκε» και αυτή ήταν και η μόνη σκηνοθετική του εργασία στον κινηματογράφο.
Έπαιξε δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Εκείνες κι Εγώ» (1976-1978) του Κώστα Πρετεντέρη, με τον οποίο συνεργάστηκε και στην επιτυχημένη ραδιοφωνική σειρά «Ο Θυρωρός». Τους δυο τους συνέδεε και μια προσωπική φιλία.
Η γυναίκα της ζωής του Δημήτρη Νικολαϊδη στο πλευρό του μέχρι την τελευταία του πνοή
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1955 παντρεύτηκε την ηθοποιό Σούλη Σαμπάχ. Μόλις σε ένα μήνα συνειδητοποίησε πως ήταν η γυναίκα της ζωής του. Η γνωριμία έγινε σε ένα ταξίδι της από την Αίγυπτο στην Αθήνα μέσω της Ίλυας Λιβυκού.
Η ηθοποιός ανέβαινε στις πίστες των νυχτερινών κέντρων ως «Σούλη Σαμπάχ» ενώ το πραγματικό της όνομα ήταν Αναστασία Χριστοδούλου. Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο» μαζί με τους Βασίλη Αυλωνίτη, Μίμη Φωτόπουλο και Τζένη Καρέζη, όπου τραγουδάει το «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» και γίνεται διάσημη.
Η ίδια έχει πει σε συνέντευξή της ότι δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον σύζυγό της: «Ήταν πολύ υπερήφανος άνθρωπος και δεν δεχόταν να λένε ότι παίρνει τη σύζυγό του σε δουλειές μαζί του. Ούτε μία φορά δεν συνεργαστήκαμε. Κάποτε μάλιστα μου είπε μια συνάδελφος: “Αφού δεν σε παίρνει ο σύζυγός σου στις δουλειές του, πώς θα βρεις δουλειά στο θέατρο;’”».
Ο Νικολαΐδης και η Σαμπάχ έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του ηθοποιού το 1993. Ύστερα από δέκα χρόνια ευτυχισμένου έγγαμου βίου, ο ηθοποιός ξεκίνησε να ταλαιπωρείται με την υγεία του. Έπασχε από μια ασθένεια (έλλειψη ενός ενζύμου) που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ακολουθούσε για χρόνια φαρμακευτική αγωγή αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να συνεχίζει τις εμφανίσεις του τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, αν και υποβαλλόταν συχνά σε θεραπείες, που είχαν γίνει μέρος της καθημερινότητάς του.
«Τις Κυριακές πολλές φορές μετά την τελευταία παράσταση πηγαίναμε στο γιατρό και του έκανε ειδικές ενέσεις, ώστε να μπορεί να αναπνέει», ανέφερε η Σαμπάχ σε συνέντευξή της.
Η υγεία του επιδεινώθηκε το καλοκαίρι του 1983. Η Σούλη Σαμπάχ σταμάτησε να δουλεύει και δεν έφευγε στιγμή από το πλευρό του. Η ίδια έχει πει: «Ο ωραιότερος ρόλος της ζωής μου ήταν αυτός κοντά στον Δημητράκη».
Ο Δημήτρης Νικολαΐδης δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι το οποίο έμοιαζε περισσότερο με δωμάτιο νοσοκομείου.
«Δέκα χρόνια τα πνευμόνια του ήταν σαν κάρβουνο. Είχε οικογενειακό προηγούμενο. Έζησε λόγω του ότι ανέπνεα με το διάφραγμα, χάρη της υποκριτικής τέχνης του. Μου έμεινε στα χέρια. Τον πήρα, τον πήγα στο νοσοκομείο. Τον κρατούσαν με τα μηχανήματα»
Ο Δημήτρης Νικολαΐδης έμεινε δέκα ημέρες διασωληνωμένος στο νοσοκομείο. Το πρωινό της 21ης Ιανουαρίου 1993 αρνήθηκε να πάρει τα χάπια του. «Σήμερα πια δεν τα χρειάζομαι» φέρεται να είπε στη νοσοκόμα. Τράβηξε τα καλώδια που τον κρατούσαν μηχανικά στη ζωή και πέθανε από ανακοπή καρδιάς…