αλώς ήρθε το δολάριο, Υπάρχει και φιλότιμο, Βίβα Ρένα, Θου Βου-Επιχείρησις Γης Μαδιάμ, Δημήτρη μου-Δημήτρη μου, Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Το κορίτσι του λούνα παρκ, Το πιο λαμπρό μπουζούκι, Ένας μάγκας στα σαλόνια, Ένας άφραγκος Ωνάσης, Η κόμισσα της Κέρκυρας, Τα καμάκια, Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα. Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι ταινίες (και δεκάδες ακόμα) που καλύπτουν παραπάνω από 20 χρόνια και συνδέουν διαφορετικά εποχές του ελληνικού σινεμά;
Ανάμεσα στα άλλα (με κύριο στοιχείο ότι αποτέλεσαν μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες) είναι και το γεγονός ότι σε αυτές πρωταγωνίστησαν μερικά από τα «ιερά τέρατα» της ντόπιας κινηματογραφικής βιομηχανίας (πριν αυτή καταντήσει… βιντεοκασέτα) όπως ο Θανάσης Βέγγος, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Νίκος Ρίζος,ο Στάθης Ψάλτης αλλά και πολλοί άλλοι.
Κι όμως, εκτός από αυτούς τους πασίγνωστες ηθοποιούς υπάρχει κι ένας συνδετικός κρίκος το όνομα του οποίου δεν το γνωρίζουν πολλοί, παρά το γεγονός ότι στο βιογραφικό του έχει πάνω από 80 φιλμ και αποτελεί μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες των «χρυσών χρόνων» (και όχι μόνο) του ελληνικού σινεμά. Ο Μάκης Δεμίρης, ένας ψιλόλιγνος και άκρως εκφραστικός τύπος, ο οποίος ήταν γεννημένος για να γίνει κωμικός.
Μπορεί ποτέ να μην έπαιξε κάποιον πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως οι ερμηνείες του έμειναν αξέχαστες όπως και ο ίδιος ενσαρκώνοντας περσόνες που ναι μεν είχαν λίγες συνήθως ατάκες, αλλά έμεναν χαραγμένες στο νου. Είτε ως σερβιτόρος, είτε ως ρεσεψιονίστ, είτε ως ντέντεκτιβ, είτε ως χίπις, είτε ως… περιφερειακό μέλος κάποιας παλαβής παρέας, ο Μάκης Δεμίρης ήταν πολύ συχνά ο άνθρωπος που έδενε τα πλάνα, δίχως να χρειάζεται να λέει πολλά. Γι’ αυτό και τον προτιμούσαν τόσο οι σκηνοθέτες όσο και οι σπουδαίοι συνάδελφοί του, εκτιμώντας το πηγαίο ταλέντο του, την εργατικότητα και τον επαγγελματισμό του.
Γεννημένος το 1939 στην Αθήνα, σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη και στο Ωδείο Αθηνών, ενώ έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία 26 ετών, στην ταινία Υπάρχει και φιλότιμο, υποδυόμενος τον Νικόλαο Λαχούρη. Εκείνη την περίοδο άλλαξε και το όνομά του αφού το πραγματικό του όνομα ήταν το όχι και τόσο καλλιτεχνικό Πρόδρομος Κουλούμπας.
Εκτός από το σινεμά, σημαντική ήταν και η παρουσία του στην μικρή οθόνη, παίζοντας σε αρκετές σειρές στην τότε ΥΕΝΝΕΔ αλλά και στην ΕΡΤ, με κορυφαία όλων την αγαπημένη «Γειτονιά μας» το 1972, όπου υποδύθηκε τον καφετζή Μάκη Κατσαούνη που ερωτεύεται και τελικά παντρεύεται την κομμώτρια του σίριαλ, Σάσα Καστούρα. Ο ενθουσιασμός του κοινού για την ευόδωση του ειδυλλίου ήταν τέτοια που στα μάτια του αυτός ο γάμος ήταν κανονικός, με τον κόσμο να τον σταματά στον δρόμο για να τον συγχαρεί!
Παράλληλα έπαιξε και στο θέατρο με ανάλογη επιτυχία και όλα έδειχναν, ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν το σινεμά άρχισε να γνωρίζει κάμψη, ότι εκείνος θα συνέχιζε την επιτυχημένη πορεία του. Όμως η μοίρα είχε διαφορετικά σχέδια για τον Μάκη Δεμίρη… Την ίδια εποχή διαγνώσθηκε με καρκίνο στον φάρυγγα (γεγονός που σταδιακά επηρέασε και την φωνή του), με τον ίδιο πάντως να συνεχίζει τον προσωπικό αγώνα του και παράλληλα να παίζει σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση. Σταδιακά και καθώς η ασθένεια προχωρούσε, μέτρησε τους φίλους του και εκείνη την εποχή αποδείχτηκε πως ο Στάθης Ψάλτης ήταν ο συνάδελφος που του στάθηκε περισσότερο από όλους.
Μάλιστα εκείνη την περίοδο ο Ψάλτης τον προέτρεψε να ταξιδέψει στην τότε Σοβιετική Ένωση σε αναζήτηση κάποιας θεραπείας, καλύπτοντας με δικά του χρήματα ένα μεγάλο μέρος των εξόδων… Όντως οι γιατροί έκαναν το καλύτερο δυνατό, δίνοντάς του ακόμη 15 χρόνια ζωής, όπως του είπαν. Πράγματι, ο Δεμίρης ξεπέρασε ακόμη και τις δικές τους προσδοκίες, συνεχίζοντας την καριέρα του παρά τις δυσκολίες και παίρνοντας μέρος (όπως και πολλοί άλλοι ηθοποιοί της εποχής) σε βιντεοκασέτες.
Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον χώρο, έχοντας περάσει πολλά με την υγεία του, αν και ο καρκίνος έδειχνε να βρίσκεται σε ύφεση. Αυτός ο θανάσιμος και ύπουλος εχθρός όμως δεν τον άφησε σε ησυχία και τελικά οδήγησε σε ένα άδικο για τον Μάκη Δεμίρη, μοναχικό φινάλε το 1999, μετά από ανακοπή καρδιάς σχετιζόμενη από την «επάρατη νόσο». Ήταν μόνο 60 ετών και σίγουρα αυτός ο αγωνιστής της οθόνης και της ζωής είχε πολλά ακόμα να δώσει…