Φαίδων Γεωργίτσης: Ένας από τους ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, με μια χρυσή πορεία που πέρασε από το σανίδι του θεάτρου. Όταν ήταν νεαρός, πολλοί τον χαρακτήριζαν σαν τον «Έλληνα Τζέιμς Ντιν». Αυτό θεωρητικά θα μπορούσε να αποτελέσει κομπλιμέντο. Ο ίδιος, αν και κολακευόταν, θύμωνε γιατί ήταν θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο σε όλη του τη ζωή.
Στην αρχή δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με το θέατρο και την υποκριτική, όμως τελικά έμελλε να του αλλάξει τη ζωή και να γίνει ένας από τους γνωστούς αστέρες. Έγινε δημοφιλής μέσα από τις ταινίες-μιούζικαλ της Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, με συχνούς συμπρωταγωνιστές τη Ζωή Λάσκαρη, τη Μαίρη Χρονοπούλου, τον Κώστα Βουτσά, τη Μάρθα Καραγιάννη κ.ά.
Φαίδων Γεωργίτσης: Τα πρώτα χρόνια της ζωής του και ο χαμός που τον σημάδεψε
Η γέννησή του ήταν στην Σμύρνη. Γεννήθηκε το 1939 και είχε μία μεγάλη αδερφή. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας μετά την αδελφή του την Καίτη, που όμως δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει καλά. Το νεαρό κορίτσι είχε ένα θανατηφόρο ατύχημα όταν έπαιζε σε μια οικοδομή της γειτονιάς. Ο αδελφός της ήταν 3 ετών και το μόνο που θυμάται από το τραγικό περιστατικό, όπως έχει αναφέρει σε συνέντευξή του, είναι τα αναφιλητά της μητέρας του.
Φαίδων Γεωργίτσης: Τα χρόνια της Κατοχής
Η Κατοχή και τα πέτρινα χρόνια ήταν κάτι που δεν ξέχασε ποτέ. Η οικογένειά του, όπως και οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες, υπέφερε από την έλλειψη τροφίμων. Ο ηθοποιός όμως ήταν από τους «τυχερούς», καθώς ο πατέρας του που ήταν αξιωματικός του Ναυτικού, κατάφερνε αραιά και πού να εξασφαλίζει ένα κομμάτι κρέας για την οικογένειά του, μέσω του στρατού.
Μεγαλώνοντας, αν και ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός, προσπάθησε να κάνει το χατίρι του αυστηρού πατέρα του που δεν ήθελε ούτε να ακούσει για το θέατρο και μπήκε στη Σχολή Ναυτικών δοκίμων.Η φοίτησή του όμως κράτησε μόνο μερικούς μήνες. Ο Γεωργίτσης τα παράτησε και λίγο αργότερα κατάφερε να γίνει δεκτός στη Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν.Τα επόμενα χρόνια πήρε πτυχίο και από άλλες δύο δραματικές σχολές, του Χρήστου Βαχλιώτη και του Πέλου Κατσέλη.Αρχικά οι γονείς του απογοητεύτηκαν, αλλά η μετέπειτα επιτυχία του στο θέατρο και το σινεμά έδειξαν ότι το καλύτερο για έναν άνθρωπο είναι να κάνει αυτό που θέλει ο ίδιος.
Φαίδων Γεωργίτσης: Τα βήματα στον κινηματογράφο
Το 1963 έπαιξε στο «Νεκροί χωρίς Τάφο» με τον θίασο του Λεωνίδα Τριβιζά, ενώ κατόπιν συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, τον Μίνωα Βολανάκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Κάποια στιγμή σύστησε το δικό του θίασο με την Μπέτυ Αρβανίτη, ο οποίος, όμως, δεν μακροημέρευσε.
Οι κινηματογραφικές επιτυχίες ήταν τελικά αυτές που θα τον καθιέρωναν ως αστέρι της έβδομης τέχνης αλλά και ως έναν από τους μεγαλύτερους γόηδες της εποχής. Συμπρωταγωνιστούσε με τις όμορφες νέες ηθοποιούς και φάνηκε αμέσως ότι ήρθε για να μείνει. Και στο ελληνικό θέαμα και τις καρδιές των γυναικών. Όπως της Αλίκης Βουγιουκλάκη.
Φαίδων Γεωργίτσης: Οι γυναίκες της ζωής του
Ο Γεωργίτσης ερωτεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Μπέτυ Αρβανίτη ήδη από την αίθουσα αναμονής για τις εξετάσεις εισαγωγής. «Με τη Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή και αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίντμπεργκ».
Ένα γεγονός όμως θα απομακρύνει το ζευγάρι σε σύντομο χρονικό διάστημα: «Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη έναν γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα», εξομολογήθηκε σε παλιότερη συνέντευξή του.
Φαίδων Γεωργίτσης: Το φλερτ με την Αλίκη
«Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του ’63, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Τη Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας». Οι γυναίκες τον φλέρταραν ανοιχτά, αλλά αυτός έψαχνε την ουσιαστική αγάπη. «Κινδύνευα να γίνω ο κύριος Βουγιουκλάκης και δεν ήθελα», σχολίασε για το σύντονο ειδύλλιό του με την εθνική σταρ.
Όμως δεν σταμάτησε εκεί ο μεγάλος καρδιοατακτητής. Την πραγματική αγάπη θα τη γνωρίσει στις αρχές του ’70 στη Ρώμη, κατά τα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας.Ήταν η γαλλικής καταγωγής καλλονή Μπέτσι, ένα φωτομοντέλο. Οι δυο τους θα παντρευτούν την επόμενη χρονιά και θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.
Ο Γεωργίτσης ήταν συνεχώς απασχολημένος στις κινηματογραφικές και θεατρικές του υποχρεώσεις, καθώς οι προτάσεις δεν σταματούν. Δύο χρόνια μετά την παρθενική του κινηματογραφική εμφάνιση στο «Ποτέ την Κυριακή» και αφού περάσει και από τη «Φαίδρα» (1962), ερμηνεύει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Ουρανός» (1962).
Φαίδων Γεωργίτσης: Το απόλυτο αστέρι του ελληνικού κινηματογράφου
Έπαιξε μαζι με τη Λάσκαρη στην ταινία «Ίλιγγος» και την επόμενη χρονιά ο ρόλος του στην περίφημη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα Κόκκινα Φανάρια», είναι μια αποκάλυψη για τις υποκριτικές του δυνατότητες.
Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ θα αποδώσει πλήθος πρωταγωνιστικών ρόλων σε χαρακτηριστικά μιούζικαλ του ελληνικού σινεμά, όπως στις δουλειές του Γιάννη Δαλιανίδη «Γοργόνες και Μάγκες» και «Μια Κυρία στα Μπουζούκια».
Μαζί με τα ανάλαφρα μιούζικαλ έρχονται και οι αξιόλογες δραματικές ταινίες, όπως «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας», «Εκείνος κι Εκείνη» κ.λπ. Ο Γεωργίτσης έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες.
Φαίδων Γεωργίτσης: Τα τελευταία χρόνια της ζωής του
Τα τελευταία είκοσι χρόνια ζούσε στο κτήμα του στο Κορωπί, στο οποίο είχε χτίσει με τα χέρια του έναν αμφιθεατρικό χώρο («Κεκρωπία») που στέγαζε συχνά-πυκνά τόσο τις δικές του θεατρικές δουλειές όσο και άλλους θιάσους.
«Εκείνη την εποχή εμφανιζόμουν στο ‘‘Καλημέρα Zωή’’ και τη ‘‘Λάμψη’’ και έπαιρνα καλό μισθό. Αλλά τα χρήματα ανέκαθεν λειτουργούσαν για μένα σαν βαρίδια, έπρεπε να τα ξοδεύω. Δημιουργικά, όχι σε ποτά, τσιγάρα και ξενύχτια. Αν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου, θα αγοράσω μια πέτρα για να χτίσω κάτι», είχε εξηγήσει.Στον πολιτιστικό του χώρο ανέβαζε παραστάσεις, διοργάνωνε φεστιβάλ και φιλοξενούσε παραστάσεις της αρεσκείας του τόσο ελληνικών όσο και ξένων θιάσων.
Πέθανε την 1η Μαρτίου 2019 μετά από μάχη με καρκίνο του εγκεφάλου. Ο καλλιτεχνικός κόσμος έμεινε κατά τι φτωχότερος.