Ο λόγος για τον ηθοποιό της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, Γιάννη Γκιωνάκη ο οποίος έγινε γνωστός μέσα από το ρόλο του στα «Κίτρινα Γάντια», καθώς και για το σκάνδαλο που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα και έδωσε τέλος στην καριέρα του.
Το ξέσπασμα του μεγάλου σκανδάλου
Το ημερολόγιο έδειχνε 14 Οκτωβρίου. Αυτός δεν ήταν καλά. Υπέφερε από ζάχαρο και, πριν από λίγη ώρα, τον είχε πιάσει μια έντονη κρίση.
Σήκωσε το τηλέφωνο και την πήρε. Της εξήγησε την κατάσταση, το γεγονός πως δεν αισθανόταν καλά, το επεισόδιο που είχε προ ολίγου. Ζήτησε να τη δει. Εκείνη συμφώνησε. Τον περίμενε.
Πήγε σπίτι της και ακούσανε μαζί την κασέτα με τα τραγούδια που είχε γράψει αποκλειστικά για εκείνη. Ο άντρας ηρέμησε και η συζήτηση άρχισε να «στροβιλίζεται» γύρω από γνωστά, ενδεχομένως και χιλιοειπωμένα, θέματα. Του ζήτησε κάτι συγκεκριμένο. Εκείνος δεν απάντησε αυτό που η γυναίκα ήθελε ν’ ακούσει.
Αίφνης, του είπε να χωρίσουν. Ο άντρας δεν το πήρε καλά. Έβγαλε το «Σμιθ & Γουέσον» περίστροφο που είχε μαζί του και την πυροβόλησε- μία, δύο, τρεις φορές.
Μπαμ. Μπαμ. Μπαμ.
Έπειτα, έφυγε από το διαμέρισμα. Ο πρωταγωνιστής μας ήταν ο ίδιος πρωταγωνιστής αναρίθμητων εκπληκτικών ελληνικών ταινιών τη χρυσή εποχή του κινηματογράφου.
Τον έλεγαν Γιάννη Γκιωνάκη.
Κι αυτή είναι η ιστορία ενός σκανδάλου που πήγε ολότελα στραβά.
Η Ιατρική και υποκριτική στη ζωή του
Το αρχικό πλάνο ήταν ν’ ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, ο οποίος ήταν γιατρός. Έτσι, πέρασε στην ιατρική σχολή Αθηνών και έμοιαζε βέβαιο πως ο επαγγελματικός του προσανατολισμός θα ήταν πιο σταθερός κι από το χέρι του Αργύρη Καμπούρη όταν πήγαινε για τις τελευταίες 2 βολές στον τελικό με την ΕΣΣΔ το 1987.
Στην πορεία, όμως, ανακάλυψε την αγάπη του για το θέατρο και άρχισε να σπουδάζει, παράλληλα, στην σχολή του Καρόλου Κουν. Σχεδόν μοιρολατρικά η υποκριτική εκτόπιζε ολοένα και περισσότερο την ιατρική, μέχρις ότου να τον ωθήσει να πάρει την απόφαση πως θέλει να γίνει ηθοποιός.
Παραδόξως, ο πατέρας του τον ενθάρρυνε και, έχοντας την πατρική υποστήριξη να εκτελεί χρέη φτερών στα πόδια του, ξεκίνησε την καριέρα του παίρνοντας μέρος σε πλειάδα επιθεωρήσεων.
Το ταλέντο του δεν άργησε να γίνει αντιληπτό από τους κατάλληλους ανθρώπους και, όχι πολύ αργότερα, έκανε το ντεμπούτο του στο πανί (1946, «Παπούτσι από τον τόπο σου»).
Από κει και πέρα η εκτόξευση ήρθε- alert: ηλεκτρονικό κλείσιμο του ματιού- με χειρουργική ακρίβεια, φτάνοντας στην κορυφή την περίοδο της απόλυτης άνθησης της Μεγάλης Οθόνης στη χώρα μας, να λέει αξέχαστες ατάκες περί… ποτών:
«Πορτοκαλάδα θέτε; Από πορτοκάλια; Τι, λεμονάδα θέτε; Από λεμόνια; Ε τι θέτε!».
Παράλληλα με την ανάβαση στο φιλμικό Έβερεστ, ωστόσο, και την καθολική αποδοχή από το κοινό, γνωστός έγινε και ο «εθισμός» του στις γυναίκες («Ήταν ένας άπιστος σύζυγος και δεν ήξερε καν πώς να το κρύψει», θα πει χρόνια αργότερα η κόρη του, Πωλίνα Γκιωνάκη).
Ένα πάθος που έμελλε ν’ αποβεί σχεδόν μοιραίο- τόσο για τον ίδιο, όσο και για την ερωμένη του- ένα απόγευμα του 1984, όταν και συντελέστηκε ένα κινηματογραφικής ποιότητας, σχεδόν, σκηνικό.
Φώτα, κάμερες, πάμε.
Ο παράνομος δεσμός
Αφροδίτη Κοζανιτά– αυτό ήταν το όνομα της γυναίκας με την οποία διατηρούσε παράνομο δεσμό. Η Κοζανιτά, για να μείνουμε στο πνεύμα που βρισκόμαστε μετά την αναφορά στα «Κίτρινα Γάντια» και να ικανοποιήσουμε την κίτρινη πλευρά του εαυτού μας, είναι, μάλιστα, η μητέρα του γνωστού μουσικοσυνθέτη Φοίβου.
Ένα απόγευμα στα μέσα Οκτωβρίου του 1984, ο Γκιωνάκης της τηλεφώνησε λέγοντάς της πως δεν αισθάνεται καλά και ότι μόλις είχε κρίση λόγω του ζαχάρου που τον ταλαιπωρούσε. Της ζήτησε να βρεθούν κι εκείνη του είπε πως τον περιμένει στο σπίτι της στο Καστρί.
Οι δυο τους βρέθηκαν ν’ ακούν μια κασέτα την οποία είχε γράψει εκείνος για χάρη της. Σε κάποια φάση η Κοζανιτά ζήτησε από τον γνωστό ηθοποιό να συζητήσουν για το μέλλον της σχέσης τους και την πιθανότητα επισημοποίησής της.
Αυτός- που, όπως καταλάβατε μέχρι τώρα, ήταν παντρεμένος- τη διαβεβαίωσε γι’ ακόμα μία φορά πως δεν τον συνδέει τίποτα με τη γυναίκα του, όμως δεν ήταν και θερμός υποστηρικτής της ιδέας του διαζυγίου. Τότε, η Αφροδίτη του ζήτησε να χωρίσουν.
Ο Γκιωνάκης θόλωσε, άρπαξε το περίστροφο που είχε μαζί του και πυροβόλησε τρεις φορές προς το μέρος της. Μία σφαίρα της προκάλεσε διαμπερές τραύμα στον ωμοθώρακα και η Κοζανιτά άρχισε να αιμορραγεί. Στη θέα αυτής της εικόνας εκείνος το έβαλε στα πόδια.
Για καλή του τύχη το θύμα πρόλαβε να ειδοποιήσει την αστυνομία πριν χάσει τις αισθήσεις του και μεταφέρθηκε τάχιστα στο ΚΑΤ, όπου και διέφυγε τον κίνδυνο. Λίγες ώρες αργότερα, ο Γκιωνάκης συνελήφθη και προφυλακίστηκε.
Η θεωρία που λέει πως ο γάμος είναι μια φυλακή μόλις είχε επιβεβαιωθεί με τον πιο πανηγυρικά σαδιστικό τρόπο.
Τώρα, ήταν η σειρά των ΜΜΕ να στήσουν το δικό τους πανηγύρι.
Δεν ήθελα να την σκοτώσω
Το θέμα, φυσικά, έγινε πρωτοσέλιδο και η ζωή των δύο ανθρώπων στήθηκε, μαζί με το ζευγάρι, στο εδώλιο. Κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας ήρθαν στο φως και όλες οι λεπτομέρειες:
«Με υποψιαζόταν και έκανε απίθανα πράγματα. Με παρακολουθούσε συνεχώς με το ψευδώνυμο Δημητρακόπουλος και πολλές φορές στηνόταν κάτω από το σπίτι μου για να δει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μου έκανε πολλές σκηνές», θα έλεγε η Κοζανιτά, η οποία, ωστόσο, στο τέλος κατ’ ουσίαν αθώωσε τον ηθοποιό.
«Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ήρθε με πρόθεση να με δολοφονήσει. Αν ήθελε να με σκοτώσει, θα τα είχε καταφέρει. Σίγουρα είχε ελαττώματα, αλλά δεν ήταν εγκληματική φυσιογνωμία», δήλωσε ενώπιον του δικαστηρίου, συμφωνώντας με τον Γκιωνάκη που διατεινόταν πως δεν είχε ουδεμία πρόθεση να τη δολοφονήσει.
Κάπως έτσι, η αρχική κατηγορία περί απόπειρας ανθρωποκτονίας και παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας μετατράπηκε- μετά τις καταθέσεις των μαρτύρων και του θύματος- σε επικίνδυνη σωματική βλάβη με την αναγνώριση ελαφρυντικού.
Η ποινή που επεβλήθη στον Γκιωνάκη ήταν, τελικά, 15 μήνες φυλάκισης, όμως- προς τέρψιν του ιδίου και του συνηγόρου του, Αλέξανδρου Λυκουρέζου- ήταν εξαγοράσιμη. Το απαιτούμενο ποσό καταβλήθηκε λοιπόν και ο γνωστός κωμικός αφέθηκε ελεύθερος.
Με βάση τα όσα γράφονταν στον Τύπο τότε, αλλά και με τις μαρτυρίες του περιβάλλοντος του ηθοποιού, η συγκεκριμένη περιπέτεια διέλυσε την ψυχολογία του κι αυτός παρουσιαζόταν εμφανώς καταβεβλημένος, όμως απέφυγε την πολυετή φυλάκιση.
Όταν, αρκετό καιρό αργότερα, κατακάθισε η σκόνη της πολύκροτης υπόθεσης και οι φωνές φόρεσαν το μανδύα των άηχων συριγμών, ίσως ο Γκιωνάκης να κάθισε σ’ ένα απόμερο καφενεδάκι και, σε μια αντιστροφή του πιο διάσημου ρόλου του, να ήταν εκείνος που ζήτησε να του φέρουν μια πορτοκαλάδα.
Ναι, από πορτοκάλια.