Κώστας Μακέδος: Τον γνωρίσαμε μέσα από την συμμετοχή του, σε ταινίες τη δεκαετία του ’80. Όταν απομακρύνθηκε από τον χώρο του θεάματος ασχολήθηκε με τα οπτικά διατηρώντας κατάστημα στην Αθήνα.
Ο ίδιος είχε πει σχετικά: «Οπτικός είμαι 35 χρόνια και ηθοποιός λίγο περισσότερα. Ασχολήθηκα παράλληλα για ένα διάστημα και με τα δύο αντικείμενα και αποκλειστικά με την οπτική ασχολούμαι τα τελευταία εννέα χρόνια. Έκανα τις βιντεοκασέτες, αλλά όχι μόνο αυτό. Διατηρώ ένα κατάστημα οπτικών στην Κυψέλη και συμβαίνει σχεδόν καθημερινά να με γνωρίζουν πελάτες. Με ρωτούν αν είμαι ο ηθοποιός Κώστας Μακέδος κι εγώ το αρνούμαι. Αρνούμαι ότι είμαι ηθοποιός γιατί πιστεύω ακράδαντα σε έναν κανόνα που αφορά τους ηθοποιούς: ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του στη σκόνη της σκηνής.
Αφού λοιπόν είσαι ανενεργός δεν είσαι ηθοποιός, λέει το σύμβολο των ’80s, λέγοντας πως δεν ήταν δική του επιλογή να παραμείνει μακριά από τη λατρεμένη του υποκριτική. «Τι να έκανα; Δεν αρκεί να το θέλω εγώ, πρέπει να το θέλουν και άλλοι, πρέπει να υπακούσεις και σε κάποιους άγραφους νόμους, οι οποίοι είναι και σκληροί και παράλογοι πολλές φορές. Δεν με ήθελαν άλλο οι συνεργάτες σε επίπεδο παραγωγής, δεν τους ενδιέφερα. Πάντα μου έλεγαν ότι είμαι πολύ καλός.Εξηγώντας πως «τα δικά μου χνάρια έχουν σβήσει εδώ και κάποια χρόνια, γύρω στα έξι, λόγω σκηνής. Όσο ήμουν στη σκηνή, έκανα ψυχοθεραπεία. Τώρα δεν μπορώ να είμαι στη σκηνή, συμβιβάστηκα, προσαρμόστηκα».
Κώστας Μακέδος: Απο την υποκριτική – οπτικός
«Δεν είχα υπόψη μου να γίνω ηθοποιός. Ξεκίνησα να γίνω γιατρός και από την Ιατρική βρέθηκα στην Οπτική. Από την άλλη, ηθοποιός έγινα από… περιέργεια! Στην παρέα μου πίστευαν ότι, για να μπει κάποιος στον χώρο της υποκριτικής και να κάνει καριέρα, πρέπει να είναι ζεν πρεμιέ. Έτσι, λοιπόν, βάλθηκα να τους αποδείξω ότι και κάποιος που δεν έχει τα χαρίσματα του ζεν πρεμιέ μπορεί να γίνει ηθοποιός. Και έβαλα στοίχημα».
Μάλιστα, έλεγαν: «Ο γιατρός που θέλει να γίνει ηθοποιός». Κάποια στιγμή αυτός ο γιατρός μπήκε στη δραματική σχολή. Η αλήθεια είναι ότι το μικρόβιο υπήρχε μέσα μου, γιατί, ως φοιτητές, ανεβάζαμε παραστάσεις και περιοδεύαμε Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι με δικά μας έξοδα σε περιοχές του Έβρου», είχε αναφέρει στην Espresso.
Κώστας Μακέδος: Η συνεργασία με τον Γιώργο Παπαδάκη
Στην τηλεόραση συμμετείχε στην πρωινή εκπομπή “Καλημέρα Ελλάδα” με το Γιώργο Παπαδάκη. Ο πιο πρόσφατος ρόλος του ήταν στη σειρά του Mega “Κάτι τρέχει με τους δίπλα”. Σε αυτή υποδυόταν το συνεργάτη του κ. Καλημέρη.
Kώστας Μακέδος: Ο ευτραφής της βιντεοκασέτας
Παρά τον σωματότυπό του ο Κώστας Μακέδος διέθετε και πολλά κιλά ταλέντου. Έγινε ο πιο αγαπημένος ευτραφής της δεκαετίας του 1980. Ένας καλοσυνάτος τύπος που το μόνο που ήθελε ήταν να τσιμπολογά κάτι και να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά των δεύτερων ρόλων, κλέβοντας ωστόσο την παράσταση.
Την εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να διολισθαίνει στην ευκολία. Λειτουργούσε ως προάγγελος του βίντεο που ερχόταν ολοταχώς. Τον συναντάμε στο καστ φιλμ όπως «Και ο πρώτος ματάκιας» (1982) με τον Ψάλτη, «Κομάντος και μανούλια» (1982) με τον Παπαναστασίου, «Σατανάδες στα σχολεία» (1982) και «Σιδηρά κυρία» (1983) με τη Βλαχοπούλου, αλλά και σε παραγωγές που έπαιρναν πιο σοβαρά τον εαυτό τους, όπως στις «Φυλακές ανηλίκων» (1982) του Ντίμη Δαδήρα και τους «Χούλιγκανς» (1983) του Κώστα Καραγιάννη.
Περισσότερο γνωστός θα γίνει από τις ταινίες «Ο Παπασούζας φαντομάς» (1983) με τον Παπαναστασίου, «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983) με τον Ηλιόπουλο, αλλά και στα φιλμ «Αν ήταν το βιολί πουλί» (1984) με τον Μουστάκα, «Εθνική παπάδων» (1984) και το ανεκδιήγητο «Σούπερ Λύκειο Νο 1» (1985)!
Έπαιξε σε σωρεία τέτοιων φιλμ και βιντεοκασετών. Στο ενεργητικό του έχει πλήθος συμμετοχών στα φιλμ της εποχής, από τον «Δυναστεία» (1985) και τον «Ροζ γάτο» (1985) μέχρι τους «Πόντιους» (1985), τη «Γυναικάρα από το Κιλκίς» (1985) και τον «Βαμβακούλο και την γκολάρα του» (1987).
Πουθενά βέβαια δεν θα είχε τέτοια απήχηση όσο στους ανεπανάληπτους -και κινηματογραφικούς- «Κόπανους» (1987) του Γιώργου Κωνσταντίνου, ερμηνεύοντας έναν ρόλο-μούρλια που θα τον ταύτιζε στο φαντασιακό του Έλληνα ως τον καλοκάγαθο και σχετικά αλαφροΐσκιωτο χοντρούλη που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα αρπακτικά.