Ήταν η μια και μοναδική. Το σώμα της ξεπερνούσε κάθε φυσικό νόμο και ο λυρισμός ανέβλυζε από κάθε σημείο του κορμιού της. Η απόλυτη πρίμα μπαλαρίνα που μάγευε το κοινό, η Μάγια Πλισέτσκαγια, γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1925 στη Μόσχα. Ήταν η απόλυτη μπαλαρίνα μέχρι το τέλος της.
Μάγια Πλισέτσκαγια: Η πριμα μπαλαρίνα
Υπήρξε το μεγάλο αστέρι, το σύμβολο των μπαλέτων Μπολσόι. Χόρεψε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χορεύτρια, ακόμη και μετά τα εξήντα της. Χόρεψε στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, έγινε η μούσα χιλιάδων παιδιών που ασχολήθηκαν με το μπαλέτο, ήταν μια γυναίκα με όνειρο, πειθαρχία και ακτινοβολούσε στο πέρασμά της τέχνη.
Η Μάγια Πλισέτσκαγια ήταν η εμβληματική προσωποποίηση του μεγάλου μπαλέτου και ταυτίστηκε με τα Μπολσόι όσο καμία άλλη χορεύτρια. Η ίδια έλεγε ότι, ενώ έχει χορέψει σε όλες τις σημαντικές σκηνές του κόσμου, άρτιες όλες τους, «καμία δεν είναι σαν των Μπολσόι». Μόνο εκεί ένιωθε πραγματικά ελεύθερη.
«Θυμάμαι τη ζωή μου σαν να περνάει μπροστά μου με ταχύτητα. Σκέφτομαι τα πάντα. Τις πρεμιέρες, τα λουλούδια, τους τσακωμούς, το μίσος, την αγάπη, τις συναντήσεις, τις βαλίτσες, την καθημερινή δουλειά, τον χορό, τη χαρά του χορού. Δεν φοβήθηκα ποτέ τους εχθρούς μου. Δεν ονειρεύομαι. Ζω». Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια της Μάγια Πλισέτσκαγια, στη συνέντευξη που είχε δώσει στην «Καθημερινή» λίγο πριν από το γκαλά μπαλέτου «Ave Maya», που επρόκειτο να παρουσιαστεί τον Σεπτέμβριο του 2014 στο Ηρώδειο, αλλά δυστυχώς η βραδιά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
«Ποτέ δεν χρειάστηκε να κάνω θυσίες για να γίνω μπαλαρίνα. Χόρευα πάντα για το κοινό», ανέφερε στη συνέντευξη αυτή. Η ζωή της Μάγια Πλισέτσκαγια ήταν, πράγματι, μυθιστορηματική.
«Οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες με ατέλειωτο πόνο και ταπείνωση» είχε αποκαλύψει το 2001 στην αυτοβιογραφία της.
Γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1925 στη Μόσχα και η ζωή της ήταν δύσκολη, ήδη από τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Γεννήθηκε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με έντονη την παρουσία της τέχνης.
Η μητέρα της, Ραχήλ Μέσσερερ, ήταν ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου, ενώ ο θείος της ήταν ο χορευτής μπαλέτου Ασάφ Μέσσερερ και η θεία της ήταν η μπαλαρίνα, σολίστ των Μπολσόι, Σουλαμίφ Μέσσερερ.
Εζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της σε μία αποικία εξόρυξης που διοικούσε ο μηχανικός πατέρας της, Μιχαήλ Πλισέτσκι, στο νησί Σπίτσμπεργκεν, στον νορβηγικό Αρκτικό Κύκλο. Υπό το σταλινικό καθεστώς, η οικογένειά της χαρακτηρίστηκε «εχθρός του λαού».
Το 1934 μπήκε στη σχολή μπαλέτου των Μπολσόι, όπου τράβηξε αμέσως την προσοχή των δασκάλων της με το ταλέντο της.
Το 1938, ο πατέρας της συνελήφθη και εκτελέστηκε για προδοσία, ενώ η μητέρα της συνελήφθη και εστάλη αιχμάλωτη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης του Καζακστάν.
Τη Μάγια Πλισέτσκαγια ανέλαβε η θεία της Σουλαμίφ Μέσσερερ, χορεύτρια των Μπολσόι, η οποία θα την μυήσει στην τέχνη του κλασικού χορού.
Χόρεψε στα Μπολσόι από μικρή ηλικία (11 ετών) και το 1945 έγινε μπαλαρίνα της ομάδας, οπότε ξεκίνησε να χορεύει όλους τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των μεγάλων μπαλέτων. Η άνοδός της είναι αστραπιαία.
Με τα Μπολσόι θα θριαμβεύσει σε έργα–σταθμούς όπως ο «Δον Κιχώτης», η «Λίμνη των Κύκνων», «Ρομέος και Ιουλιέττα», «Ωραία κοιμωμένη», «Σπάρτακος», «Κάρμεν» κλπ.
Η θεατρικότητα και η εντυπωσιακή της προσωπικότητα έκαναν κάθε ερμηνεία της μοναδική. Ομως, πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να της επιτραπεί να χορέψει στο εξωτερικό.
Ηταν το 1959, όταν τα Μπολσόι εμφανίστηκαν στη Νέα Υόρκη, ένα χρόνο μετά τον γάμο της με τον σπουδαίο Σοβιετικό συνθέτη Ρόντιον Σεντρίν, που η Πλισέτσκαγια ανέβηκε σε μια σκηνή της Δύσης και αναγνωρίστηκε διεθνώς.
Τη χρονιά αυτή η Mάγια Πλισέτσκαγια ερμήνευσε την Οντέτ/Οντίλ στο αριστούργημα του Τσαϊκόφσκι «Η Λίμνη των Κύκνων» και ο ρόλος αυτός έγινε η υστεροφημία της. Το σημείο αναφοράς για τους χορευτές και το παγκόσμιο κοινό.
«Πέθαινε» σαν πραγματικός κύκνος στη σκηνή, αφού είχε περάσει ώρες παρατηρώντας κύκνους στο πάρκο. Η Πλισέτσκαγια παρέμεινε στα Μπολσόι μέχρι τη συνταξιοδότησή της το 1990, χορογραφώντας, διδάσκοντας και χορεύοντας.
Στη συνέχεια της πορείας της, η Μάγια Πλισέτσκαγια χορογράφησε, δούλεψε με τον κορυφαίο Γάλλο χορογράφο Μορίς Μπεζάρ, χόρεψε μέχρι, σχεδόν, τα εβδομήντα της χρόνια και απέσπασε πολλά βραβεία.
Ο τρόπος που αφηνόταν στον χορό, παρά την ηλικία της, έδινε το στίγμα του μεγαλείου μιας σπουδαίας χορεύτριας.
«Η Πλισέτσκαγια είναι ο τελευταίος ζωντανός θρύλος του χορού», έλεγε για εκείνη ο Μορίς Μπεζάρ.
Από το 1991, η Πλισέτσκαγια ζούσε στο Μόναχο, όπου είχε εγκατασταθεί με τον σύζυγό της, Ρόντιον Σεντρίν, έπειτα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.
«Κανείς δεν έχει έναν άντρα σαν τον δικό μου», είχε σημείωσει στη συνέντευξή της στην «Καθημερινή». «Δεν έχω ξαναδεί μια τέτοια σχέση, ούτε στα βιβλία».
Μαζί του παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της, χτίζοντας μια σχέση βαθιά ανθρώπινη και καλλιτεχνικά ευεργετική και για τους δύο.
Η ακτινοβολία της έντονης προσωπικότητάς της την κατέστησαν «μούσα» όχι μόνο συνθετών και χορογράφων, αλλά και ανθρώπων όπως ο Yves Saint Laurent και ο Pierre Cardin.
Η χώρα της την τίμησε με κάθε ανώτατο μετάλλιο και βραβείο που διέθετε. Αλλά για την ίδια, το μεγαλύτερο βραβείο ήταν το συγκλονισμένο κοινό να την χειροκροτεί όρθιο με πάθος.
Η Μάγια Πλισέτσκαγια άφησε την τελευταία της πνοή το Σάββατο 2 Μαϊου του 2015, σε ηλικία 89 ετών στη Γερμανία προκαλώντας παγκοσμίως κύματα συγκίνησης.
Η καρδιά της απλά σταμάτησε να χτυπά. Ο διευθυντής του θεάτρου Μπαλσόι Βλαντίμιρ Ουρίν είχε δηλώσει για το θάνατό της: «Πρόκειται για μία τεράστια απώλεια, όχι μόνο για τον πολιτισμό της Ρωσίας, αλλά και για όλο τον κόσμο του μπαλέτου».
Η Μάγια Πλισέτσκαγια χόρευε για τουλάχιστον 50 χρόνια στα Μπολσόι, ξεπερνώντας κατά πολύ τα ηλικιακά όρια στα οποία συνήθως αποσύρονται οι Ρωσίδες μπαλαρίνες. Το 2005, σε ηλικία 80 ετών, μάλιστα χόρεψε στο Κρεμλίνο το «Ave Maia» που της είχε αφιερώσει ο Μορίς Μπεζάρ.
Οι στατιστικές πιθανότητες να επαναληφθεί ένα τέτοιο φαινόμενο σαν εκείνη είναι ελάχιστες.