Μαίρη Αρώνη: Το πατρικό της όνομα ήταν Αρβανιτάκη και γεννήθηκε το 1914 στην Αθήνα. Ο πατέρας της, Λέανδρος, ήταν Κωνσταντινουπολίτης, καθηγητής της μεγάλης του Γένους Σχολής και χρηματιστής. Η μητέρα της πριν παντρευτεί διατηρούσε δικό της οίκο ραπτικής, τον οποίο έκλεισε μετά από τον γάμο για να αφιερωθεί στην οικογένειά της.
Ως γόνος αστικής οικογένειας η Μαίρη έλαβε εξαιρετική μόρφωση, μιλούσε άπταιστα γαλλικά και αγγλικά, ενώ από μικρή έδειξε την κλίση της για το θέατρο, συμμετέχοντας σε όλες τις σχολικές παραστάσεις. Δυστυχώς όμως το 1929, το μεγάλο οικονομικό Κραχ οδήγησε την οικογένεια της την πτώχευση κι ο πατέρας της αδυνατώντας να πληρώσει τα χρέη του, αυτοκτόνησε.
Μαίρη Αρώνη: Τα παιδικά χρόνια και η δραματική σχολή
Η μητέρα της ξανάνοιξε τον οίκο ραπτικής για να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τα παιδιά της και πήρε κοντά της τη Μαίρη για να τη βοηθάει. Λίγο αργότερα όμως η πρώτη ξαδέρφη της, μια άλλη μεγάλη ηθοποιός της εποχής η Βάσω Μανωλίδου, θα περάσει στη δραματική σχολή.
Η Μαίρη άρπαξε την ευκαιρία και έκανε απεργία πείνας για να πείσει τη μητέρα της να την αφήσει να δώσει κι εκείνη εξετάσεις και τα κατάφερε. «Ο μεγάλος μου έρωτας είναι το θέατρο. Πιστεύω ότι όλα εδώ αρχίζουν και όλα εδώ τελειώνουν. Φοβάμαι τον χρόνο -σε μας τους ηθοποιούς από ένα σημείο και μετά γίνεται εφιάλτης, γιατί δεν ξέρω τι υπάρχει μετά τον θάνατο. Αλλά, αν υπάρχει μια άλλη ζωή πέρα από ‘δώ, εγώ πιστεύω ότι το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ», έλεγε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι ακόμα και στην κόλαση αυτή πάλι θεατρίνα θα γινόταν.
Η καριέρα της εκτινάχτηκε και σύντομα άρχισε να συνεργάζεται με μεγαθήρια όπως ο Δημήτρης Χορν, ο Κώστας Μουσούρης, ο Μάνος Κατράκης και άλλοι.
Συγκεκριμένα, το 1941, σε ηλικία 25 χρονών, γίνεται από τις νεότερες πρωταγωνίστριες της εποχής στο θίασο του Κώστα Μουσούρη και το 1944 γίνεται συν-θιασάρχης, πρώτα με τον Δημήτρη Χορν και έπειτα και με την ξαδέρφη της, Βάσω Μανωλίδου. Το 1946 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου ερμηνεύοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια σειρά έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου, όπως στο «Άνθρωπος και υπεράνθρωπος» του Σω, στη «Στρίγκλα που έγινε αρνάκι» του Σαίξπηρ, στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, κ.α. Από το 1950 και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα συνεχίσει την πορεία της στο ελεύθερο θέατρο, συνεργαζόμενη με τον Δημήτρη Ροντήρη στον θίασό του «Ελληνική σκηνή», αλλά και με την Βάσω Μανωλίδου.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι του ζεύγους Αρώνη στο Καλαμάκι. Εκείνη δεν το έβαλε κάτω, συνεχίζει να εμφανίζεται το θέατρο, ενώ παράλληλα έκανε και παρατηρήσεις στους κατακτητές για τη συμπεριφορά τους, απαιτώντας να βγάζουν τις μπότες τους για να μην της χαλάσουν το παρκέ του σπιτιού!
Μετά την απελευθέρωση, μαζί με την ξαδέλφη της και τον Θεόδωρο Κρίτα οργάνωσαν μια παγκόσμια περιοδεία, θέλοντας να πάνε όπου υπήρχε ελληνική κοινότητα. Εκείνη την περίοδο έχασε την μητέρα της, και δυστυχώς εξαιτίας της απόστασης δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην κηδεία, γεγονός που της στοίχισε πολύ.
Το 1954 θα επιστρέψει στο Εθνικό θέατρο, για να μείνει μέχρι το 1958. Ο ρόλος της Πάστα Φλωρά την έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό. Μάλιστα αρχικά η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν αυτή που θα τον έπαιζε, όμως τελικά αρνήθηκε γιατί θεωρούσε ότι ήταν μικρή για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης Καρέζη.
Αρχοντική με ένα χαρακτηριστικό αστικό αξάν που την έκανε μοναδική και λαμπερή πάντα, είχε μανία με την καθαριότητα -λέγεται ότι έκανε μπάνιο 4 με πέντε φορές τη μέρα- έτεινε πάντα το χέρι της για χειροφίλημα κάθε φορά που γνώριζε κάποιον, η Αρώνη ήταν μια εξαιρετική οικοδέσποινα και το κομψό της αρχοντικό στο Καλαμάκι ήταν πάντα ανοικτό για φίλους και συνεργάτες.
Μαίρη Αρώνη: Προσωπική ζωή
Ενώ λοιπόν φοιτούσε στη δραματική σχολή, γνώρισε τον σύζυγό της και ηθοποιό, Θόδωρο Αρώνη. Το 1934 έκανε το ντεμπούτο της στο θεατρικό έργο «Κοσμική κίνηση», κατακτώντας την κριτική με την ερμηνεία της. Μια πρωταγωνίστρια είχε γεννηθεί κι αυτό φαίνεται πως το κατάλαβε η Μαρίκα Κοτοπούλη που την πήρε την επόμενη χρονιά στον θίασό της.
Το 1955 ο σύζυγός της διαγνώστηκε με καρκίνο και εκείνη ταξίδεψε μαζί του στο εξωτερικό προσπαθώντας να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο, αλλά δυστυχώς η κατάσταση δεν άλλαξε. Στις 13 Ιουλίου του 1956 ο Θόδωρος Αρώνης, ο Φέντια όπως εκείνη τον αποκαλούσε τρυφερά έφυγε από τη ζωή. Εκείνη τη μέρα είχε πρεμιέρα με τις «Εκκλησιάζουσες», όπου θα έπαιζε την Πραξαγόρα. Η παράσταση αναβλήθηκε μόνο για μια ημέρα. Την επομένη η Αρώνη εμφανίστηκε στη σκηνή και έδωσε μια συγκινητική ερμηνεία.
Το σοκ από τον χαμό του συζύγου της την καταρράκωσε και μάλιστα από τη στενοχώρια εμφάνισε λεύκη. Από τότε άρχισε να μακιγιάρει κάθε σημείο του σώματός της που εκτίθονταν. Από το 1958 θα ξαναγυρίσει στο ελεύθερο θέατρο, για να το εγκαταλείψει οριστικά το 1963.
Το 1965 ο έρωτας χτύπησε την πόρτα της και πάλι, όταν γνώρισε τον Κωστή Μιχαηλίδη, τον γνωστό σκηνοθέτη με τον οποίο συνεργαζόταν. Αποφάσισε λοιπόν να τον παντρευτεί, όμως δυστυχώς ο Μιχαηλίδης είχε ένα μεγάλο πάθος: τον τζόγο. Τα χρέη τους έπνιξαν και η Αρώνη κατάφερε με κόπο να γλιτώσει το σπίτι της. Έτσι δυο χρόνια μετά από τον γάμο τους αποφάσισε να πάρει διαζύγιο.
Παθιασμένη θεατρίνα συνεχίζει να παίζει ασταμάτητα μέχρι το 1981, οπότε και έφυγε οριστικά από το εθνικό, από «κοκεταρία» όπως έλεγε. Τα τελευταία χρόνια κυρίως ασχολήθηκε με το ραδιοφωνικό θέατρο. Το 1991 ο αγαπημένος της ανιψιός ο Λέανδρος είχε ένα τρομερό ατύχημα που τον άφησε τετραπληγικό. Η πάντα δυνατή Αρώνη δεν μπορούσε να ξεπεράσει αυτή την τραγωδία.
Μαίρη Αρώνη: Ο ξαφνικός θάνατος στον ύπνο
Πέθανε στον ύπνο της στις 16 Ιουλίου του 1992 στο σπίτι της αγαπημένης της εξαδέλφης από ανακοπή. Όσοι όμως την ήξεραν λένε ότι έφυγε από τον καημό της για τον Λέανδρο.
Ο δήμος Αλίμου μετά από τον θάνατό της την τίμησε, δίνοντας το όνομά της στο μικρό θέατρο στην Πλ. Καραϊσκάκη, στο Άνω Καλαμάκι.