Οποιος νομοθετεί, και με τους νόμους του εξαιρεί τον εαυτό του, δεν είναι Βουλευτής! Είναι Τύραννος!! ΥΓ Ειδικά όταν αυτό επαναλαμβάνεται διαρκώς… ε τότε ….
Ας θυμηθούμε τι έλεγε ο αριστοτέλης
Η ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
by Ζήνων Πετράκης
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΑΞΟΝΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ.
«Ουκ έστι δε ευνομία το ευ κείσθαι τους νόμους, μη πείθεσθαι δε. Διό μίαν μεν ευνομίαν υποληπτέον είναι το πείθεσθαι τοις κειμένοις νόμοις» (Πολιτικά, 1294a). Δηλαδή «Δεν είναι ευνομία το να υπάρχουν σωστοί νόμοι αλλά να μην τους υπακούει κανείς. Γι’ αυτό πρέπει να παραδεχτούμε ότι ευνομία είναι η υπακοή στους υπάρχοντες νόμους
**************
Ο Αριστοτέλης μας παρακατέθεσε ένα θεωρητικό οικοδόμημα της δημοκρατικής πολιτείας, το οποίο μας βοηθά να διαγνώσουμε τις αιτίες της πολιτικής ανυπακοής σήμερα, αλλά και…
έμμεσα μας υποδεικνύει πως μπορούμε να αμβλύνουμε τις κοινωνικές διαφωνίες και συγκρούσεις οι οποίες δεν διεξάγονται πάντα aequo animo. Μία πρόταση που εντάσσεται στη φιλοσοφική και πολιτική μεθοδολογία του Αριστοτέλη για την ατομική αρετή και την ιδανική πολιτεία, συνδεόμενη με τη μεσότητα και το έθος ως τρόπους πραγμάτωσης της αρετής, τη δικαιοσύνη ως αρετής εκδηλούμενης προς τους άλλους με βάση τον νόμο και την αρχή της επιείκιας και την ευδαιμονία ως σκοπό του ατόμου και της πολιτείας. “Η δικαιοσύνη λοιπόν είναι τέλεια αρετή, κι όχι καθ’ αυτήν, αλλά σε αναφορά προς άλλους.
Γι’ αυτόν το λόγο πολλές φορές θεωρείται η δικαιοσύνη ως η ύψιστη αρετή, έτσι που να μή θαυμάζονται τόσο πολύ ούτε το δειληνό ούτε η αυγή και για να μιλήσουμε επιγραμματικά, θα πούμε οτι στη δικαιοσύνη συσσωρεύεται όλη η αρετή.” Ο νόμος λοιπόν στον Αριστοτέλη σκοπό έχει τη πραγμάτωση της Δικαιοσύνης, ως ύψιστης αρετής που θα οδηγήσει την κοινότητα των πολιτών στην ζητούμενη πολιτειακή ευημερία και οικοδομείται ως αρετή με βάση την αρχή της μεσότητας, δηλονότι το μέτρο απόλαυσης των αγαθών που καθορίζει τις πραγματικές ανάγκες.(Μεγάλα Ηθικά, 1193b 25-29:η δικαιοσύνη εντοπίζεται στη μεσότητα, ανάμεσα στην υπεροχή και στην έλλειψη, όπως επίσης ανάμεσα στο πολύ και στο λίγο. Επειδή και ο άδικος διαμέσου της αδικίας κατέχει περισσότερα, αλλά και ο αδικούμενος διαμέσου της αδικίας κατέχει λιγότερα · και το μέσο αυτών είναι το δίκαιο.) Η Δικαιοσύνη δε κατά τον Αριστοτέλη διακρίνεται, αφενός σε αποκαταστατική δικαιοσύνη, όταν ο πολίτης ζητά επανόρθωση της βλάβης που έχει υποστεί, της υγείας ή της περιουσίας του. Και διανεμητική δικαιοσύνη, όπου ο καθένας κατέχει και απολαμβάνει υλικά αγαθά κατ’ εφαρμογή της αρχής της μεσότητας ως μεθόδου πραγμάτωσης της αρετής και λαμβάνει αξιώματα και τιμές από την πολιτεία με αξιολογικά κριτήρια. Μας καλεί να προσδιορίσουμε τις πραγματικές ανάγκες μας προκειμένου να βρούμε και το ανάλογο μέτρο της ικανοποίησής τους, αλλά να διαγνώσουμε την ικανότητα και την προσφορά κάθε πολίτη προς την πολιτεία προκειμένου να λάβει δημόσια αξιώματα.
Σκοπός είναι η ευδαιμονία ατομική και πολιτειακή. Επιπλέον, ο νόμος δεν είναι ένας νόμος άτεγκτος και καθολικός, αλλά ο Αριστοτέλης εισάγει για την ερμηνεία του νόμου σε συγκεκριμένη περίπτωση την αρχή της επιείκειας κατά την οποία ο εφαρμοστής οδηγείται σε « επανόρθωση του νόμου» , καθώς ο δίκαιος νομοθέτης αν έπρεπε να κρίνει αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση θα διέπλαθε το νόμο και θα αποφάσιζε διαφορετικά, αφού η πραγματικότητα τον προκατέλαβε ή τον υπερέβη («ἐπανορθώματος νόμου» Ἠθ. νικ. 1137 b 26), («ὃ κἂν ὁ νομοθέτης αὐτὸς ἂν εἶπεν ἐκεῖ παρών, καὶ εἰ ᾔδει, ἐνομοθέτησεν», Ἠθ. νικ. 1137 b 27). Η ευνομία, λοιπόν, υλοποιεί την αριστοτελική δικαιοσύνη και η υπακοή τη διαιωνίζει. Η ευνομία και η υπακοή συμβάλλουν στην προώθηση της εξ έθους συμπεριφοράς των πολιτών, στην διαρκή ηθική διάπλασή και την πλήρη εμπέδωση της τέλειας αρετής που είναι η Δικαιοσύνη η οποία οδηγεί στην ατομική και πολιτειακή ευημερία .
Τον τελευταίο καιρό οι συζητήσεις περί πολιτικής ανυπακοής στην Ελλάδα έχουν επικαιροποιηθεί εν όψει της δυσχερούς δημοσιονομικής συγκυρίας για τη χώρα μας. Συνδέθηκαν καταρχάς με την αντίδραση πληρωμής από αρκετά μεγάλη μερίδα πολιτών, του πρόσθετου τέλους ανάλογα με την επιφάνεια ακινήτων ιδιοκτησίας (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε), το οποίο εντάχθηκε στο λογαριασμό της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και κλήθηκαν να καταβάλλουν οι πολίτες μαζί το ποσό που αντιστοιχούσε στην κατανάλωση ρεύματος Αρχής γενομένης από το ευρέως γνωστό πια ως ;χαράτσι αναπτύχθηκε ένα μικρό κίνημα άρνησης πληρωμής των φόρων τα οποία εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους εφαρμοστικούς της μνημονιακής πολιτικής νόμους, προκειμένου να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική ισορροπία και να εξυπηρετηθεί το χρέος που πρόκυψε από την υπογραφή των Δανειακών Συμβάσεων. Άλλοτε, το κίνημα αυτό εκδηλώνεται ως μία πολιτική αντίδραση που σκοπό έχει να προβάλλει τον φόρο, ως άδικο και δημευτικό κι άλλοτε είναι η έκφραση της πραγματικής οικονομικής αδυναμίας καταβολής του.
Γεννιούνται ζητήματα νομιμότητας ως προς τη συμπεριφορά των διαμαρτυρόμενων, τα οποία εξελίσσονται στο δημόσιο διάλογο σε ζητήματα πολιτικά και ηθικά, όταν η απόληξη του διαλόγου είναι το ερώτημα αν ο νόμος είναι δίκαιος και ηθικός, δηλονότι αν η νομοθεσία της πολιτείας υλοποιεί το πολιτικό και ηθικό αίτημα της Δικαιοσύνης. Είναι αυτή η διαλεκτική σχέση μέσων και σκοπού, έθους και αρετής, νόμου και Δικαιοσύνης, την οποία προσπαθούμε να διέλθουμε για να απαντήσουμε στους μείζονες προβληματισμούς της εποχής μας και να αντιμετωπίσουμε με σύνεση τις αυξανόμενες σε ένταση και έκταση κοινωνικές συγκρούσεις. Προσπαθώντας να δώσουμε στέρεες βάσεις προβληματισμού και διαλόγου δεν μπορούμε παρά να λάβουμε υπ’ όψιν την έννοια, τα ιστορικά κινήματα της πολιτικής ανυπακοής και την αποτελεσματικότητά τους. Επιπλέον η αναγωγή στη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου, η αρχή της αναλογικότητας ως προς την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, ως σύγχρονα αξιολογικών μας προταγμάτων, προσανατολίζει τον τρόπο αντιμετώπισης των ζητημάτων και τις προτεινόμενες εκ μέρους μας λύσεις.
Παράλληλα, μας φέρνει εγγύτερα στη μεσότητα, την ευνομία και τη Δικαιοσύνη του Σταγειρίτη φιλοσόφου. Θα ορίζαμε γενικά την πολιτική ανυπακοή έως την άρνηση ενός ή περισσότερων ατόμων απέναντι στην τήρηση ορισμένων νόμων, απαιτήσεων και εντολών της κυβέρνησης, ή μιας δύναμης κατοχής, χωρίς να καταφεύγουν στη σωματική βία. Μία από τις πρώτες μαζικές υλοποιήσεις της ήταν η μη βίαιη επανάσταση των Αιγυπτίων εναντίον της βρετανικής κατοχής το 1919. Μπορεί κανείς να δει ότι ιστορικά το παράδειγμα της πολιτικής ανυπακοής αναπτύχτηκε ως επί των πλείστων σε κοινωνίες, οπού υπήρχε ανύπαρκτη δημοκρατική νομιμοποίηση ή ελλειματικοί κοινωνικοί θεσμοί.
Εκεί αναπτύχθηκε σε θεωρητικό και βιωματικό επίπεδο. Η πολιτική υπακοή είχε σαν αίτημα τη μετάβαση ή την επαναφορά στη δημοκρατική και δικαιοκρατική πολιτεία. Η πολιτική ανυπακοή επίσης μας φέρνει στο νου τη διδασκαλία και το βίο του Σωκράτη ως ένα παράδειγμα αντιθετικό. Προχώρησε όμως στα ζήτημα της υπακοής στο νόμο περισσότερο, διότι μελέτησε και βίωσε και ο ίδιος την υπακοή ακόμα και σε νόμους οι οποίοι κατά την προσωπική πολιτική και φιλοσοφική θεώρηση δεν ήταν σωστοί, δεν ήταν δίκαιη. Μολαταύτα προέκρινε τη διδασκαλία και τη διαλεκτική ως τους μόνους τρόπους απεμπλοκής από το πολιτειακό και νομοθετικό πλαίσιο. Ο Σωκράτης πίνει το κώνιο, διότι η υπακοή, κι όχι η ανυπακοή στους νόμους είναι το μέσο απόδειξης του ηθικού του βάρους και της αλήθειας της διδασκαλίας του.
Το μέλημα να αποδείξει πως με τη διδασκαλία του δεν στόχευε στο να αποσπάσει ίδιον όφελος, αλλά να διερευνηθούν τα ηθικής τάξεως ερωτήματα που έθεσε και οι συλλογικότητες είναι αυτές που θα αποφάσιζαν για το μέλλον τους. Σήμερα ηθικά θα δικαιώναμε την επιλογή του γιατί κανείς μας δεν αρνείται τη διαχρονικότητα των ερωτημάτων που έθεσε ο Σωκράτης ως υπάκουος στους νόμους. Η σύγχρονη ιστορία είχε μεταστροφές, αλλά με ένα ηθικό αντίβαρο: Την άρνηση της υλικής βίας. Ο πιο μεγάλος θεωρητικός της πολιτικής ανυπακοής στην παγκόσμια ιστορία ήταν ο Μαχάτμα Γκάντι, ο οποίος αγωνίστηκε για την ανεξαρτησίας της Ινδίας.
Ο Γκάντι είχε ανάγει την πολιτική ανυπακοή σε βίωμα τρόπο ζωής με συγκεκριμένους κανόνες έντονου μάλιστα ηθικού περιεχομένου π.χ. Ένας πολιτικός αντιρρησίας δεν μπορεί να χαιρετά τη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά δεν θα προσβάλει αυτή ή τους δημόσιους υπαλλήλους, Άγγλους ή Ινδούς. Σκοπός του ήταν να μεταγγίσει τη φιλοσοφία του και τον τρόπο αυτό αντίδρασης σε όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους και έτσι να επιτύχει την ανατροπή των κοινωνικών και οικονομικών όρων ζωής ενός ολόκληρου λαού. Ο Henry David Thoreau το 1849 στο έργο του “Περί Πολιτικής Ανυπακοής” μίλησε για πολιτική ανυπακοή με σκοπό να καταδείξουν την άδικη επίθεση δια της ακαταγώνιστης κρατικής εξουσίας. Συνδύαζε όπως και ο Γκάντι την πολιτική ανυπακοή με την αποφυγή οποιουδήποτε είδους βίας από τον παραβάτη προς την ακαταγώνιστη εξουσία. Είναι σαφές πως αν επεκταθούμε στη χρήση της βίας, δεν μιλάμε ποια για πολιτική ανυπακοή, αλλά για κάποιο είδος εξέγερσης, επανάστασης ή πραξικοπήματος.
Η ανυπακοή σταματά στην παράβαση καταπιεστικών νόμων και όχι δεν μετέρχεται βίαια μέσα ούτε για την ανατροπή των νόμων ούτε της εξουσίας από την οποία προέρχονται. Βέβαια σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσε όμως να είναι ένα στάδιο ιδεολογικών ζυμώσεων που θα επηρεάσει την πλειοψηφία τους σώματος του λαού ώστε να αντιδράσει. Ο ίδιος ο Τhoreau επίσης εξηγεί τους λόγους που αρνήθηκε να πληρώσει φόρους ως πράξη διαμαρτυρίας κατά της δουλείας και κατά του Μεξικανο-Αμερικανικού Πολέμου. Στο τέλος της ιστορικής διαδρομής, αφήσαμε τον Martin Luther King, για τον οποίο στην τελευταία ορκωμοσία του Αμερικανού Προέδρου Βarack Obama, έγινε ευθεία αναφορά στη δράση του, ως πηγή έμπνευσης και όραμα για την αμερικανική κοινωνία. Ο King διακήρυττε μία αληθινή επανάσταση αξιών η οποία θα οδηγούσε αναθεώρηση των εφαρμοσμένων πολιτικών και άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων.
Δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς την συμβολή του King με την ανυπακοή του, στην ανάπτυξη των αντιπολεμικών και ρατσιστικών κινημάτων. Εκτιμά κανείς με αυτή την κίνηση αυτή την διαχρονικότητα των αξιών του χθες εμπρός στις συγκρούσεις και τα αδιέξοδα του σήμερα. Επιστρέφοντας στην αριστοτελική φιλοσοφία ο νόμος έχει καθορισμένο ρόλο και σκοπό: Την Δικαιοσύνη. Δεν είναι ο ίδιος ένας σκοπός, όπως θα μας έλεγε αιώνες αργότερα ο Weber εισηγητής της σχολής του νομικού θετικισμού και της νομικής τυποκρατίας στην κοινωνιολογία του δικαίου, ο οποίος εξάντλησε τη νομική επιστήμη στη διάγνωση μίας διαδικασίας για την εφαρμογή του νόμου, αποκλείοντας ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές αναγνώσεις των διατάξεων. Οι κοινωνικές σταθμίσεις ήταν εξωνομικά στοιχεία στη θεωρία του Weber. Βέβαια δεν είχε ταυτίσει ανοιχτά τη νομιμότητα και τη δικαιοσύνη στο έργο του. Δεν τον απασχόλησε γιατί είχε ανάγει την εφαρμογή του νόμου σε αυτοσκοπό και επειδή η νομική επιστήμη είχε σαφώς διακριτό αντικείμενο από την κοινωνιολογία. Δεν έβλεπε την πιθανή διασταύρωσή τους. Οπότε η καθολική εφαρμογή του νόμου και η ανεξαίρετη τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών αποτελούσαν την ύλη των νομικών.
Ως προς την επίδραση της αέναης κοινωνικής μεταβολής στους νόμους, μας μίλησε ο Rudolf von Jehring, επανακαθορίζοντας ουσιαστικά τον 18ο αιώνα τη σημασία της νομικής επιστήμης και αναβαθμίζοντας τις ερμηνευτικές μεθόδους των νομικών. Μας είπε πως το δίκαιο υπάρχει για να γίνεται πραγματικότητα. Αν δεν υλοποιείται σε πραγματικότητα, τότε είναι ένα κατ’ επίφαση δίκαιο. Όμως προέβαλε παράλληλα και την αντίστροφη οπτική, πως ότι υλοποιείται ως δίκαιο από το λαό, ακόμα κι αν δεν αποτυπώνεται κανονιστικά ακόμα και αν δεν το κατανοούν οι νομικοί και ο λαός ως τέτοιο, είναι δίκαιο.
Ο Jehring προσχώρησε ένα βήμα παραπέρα στον επαναπροσδιορισμό νόμου και κοινωνίας. Ο Emile Durkheim χωρίς να εκφεύγει από τον κυρίαρχο νομικισμό της εποχής του μας έθεσε στα έργα του ( “Η κατανομή της εργασίας στην κοινωνία, 1893 και “Η αυτοκτονία”, 1897) την έννοια της ανομίας ως τη σύγχυση ως προς του ποιοι είναι οι εφαρμοστέοι κοινωνικοί και ηθικοί κανόνες και ποια τα προδιαγεγραμμένα όρια συμπεριφοράς των κοινωνών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών λόγω τις ασάφειας των κανόνων και της δεσμευτικής τους εμβέλειας. Δεν προχώρησε στη θεώρηση των νόμων μέσα από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Θεώρηση που ανέδειξε τολμηρά ο Jehring.
Ο Jehring επέμεινε στην αναπόδραστη σύνδεση της νομοθεσίας με οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, ώστε να μπορέσει να έχει διάρκεια και αποτελεσματικότητα. Ενώ ο θεωρούμενος σήμερα πατέρας της Kοινωνιολογίας του Δικαίου, Εugen Ehrlich εκκινώντας από την πολιτισμική πολλαπλότητα του πληθυσμού της τότε Αυστρο-Ουγγαρίας, δίδασκε πως δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί η κοινωνική ομαλότητα, χωρίς νομοθεσία που να μπορεί να προσαρμοστεί σε αυτό το δεδομένο. Μία θεώρηση που σε σύγχρονη πολιτειολογική και νομική θεωρία θα χαρακτηρίζαμε policy oriented. Αυτές οι κοινωνιολογικές θέσεις – αντιθέσεις και οι ιστορικές συνδέσεις με τον Αριστοτέλη έχουν κάποια συνάφεια. Ο Αριστοτέλης δεν είχε συλλάβει μεν την Νομική ως επιστήμη και την αντιλαμβανόταν περισσότερο ως τέχνη, λόγω της προεξάρχουσας θέσης της Φιλοσοφίας, δη της πολιτικής, στην εποχή του. Μην ξεχνάμε ότι στην Αθήνα του Αριστοτέλη δικάζουν κληρούμενοι πολίτες με βάση κυρίως τα ήθη της εποχής και τη λογική τους. Κι όμως είχε συλλάβει την έννοια της Δικαιοσύνης ως αρετής η οποία είναι ο θεμέλιος λίθος της πολιτειακής ευδαιμονίας και την τοποθετεί σε σχέση διακριτή από το νόμο. Αυτό είναι κάτι που το έπραξαν όλοι οι ύστεροι κοινωνιολόγοι του δικαίου όπως ο Jhering και ο Eygen Εhrlich και σε αυτό το σημείο συναντάται η αριστοτέλεια φιλοσοφία με την κοινωνιολογική θεώρησή τους. Η σχέση μέσου και σκοπού, νόμου και πραγματικότητας, νόμου και Δικαιοσύνης, επικαιροποιείται και επανέρχεται.
Η αποτελεσματική ισορροπία που επιτυγχάνεται από την αποδοχή του αξιακού περιεχομένου των νόμων, δηλονότι τι είναι δίκαιο και τον σεβασμό προς αυτούς από τους πολίτες είναι η κινητήριος δύναμη της ευνομούμενης πολιτείας. Στον Αριστοτέλη θα βρούμε έναν νόμο που έρχεται να παίξει ρόλο σε αυτό που λέμε έθος του ατόμου στις αξίες για την οικοδόμηση της αρετής. Ο νόμος συμβάλλει στην παγίωση συμπεριφορών στοχεύουσες στην πραγμάτωση της Δικαιοσύνης μέσα στην Πολιτεία. Οι κοινωνιολόγοι θα μας έλεγαν εν τέλει ότι είναι σχέση διαλεκτική, δυναμική και δοκιμαζόμενη ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες των κοινωνιών αλλά και την σκοπούμενη πραγμάτωση μίας αρετής που προέκρινε ο Αριστοτέλης και αυτή δεν ήταν άλλη από την Δικαιοσύνη. Τα έργα των πολιτικών φιλοσόφων Emmanuel Kant και John Rawls βάζουν μία σημαντική συνιστώσα στην θεματική της πολιτικής ανυπακοής. Στο έργο τους η υπακοή έχει νόημα εντός ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και της ομαλής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών. Ο Kant συγκεκριμένα θέτει στο επίκεντρο της ελευθερία του ατόμου («πράττε σαν να έπρεπε ο γνώμονας της πράξης σου να γίνει με τη θέλησή σου καθολικός νόμος της φύσης». Ιμ. Καντ, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, μεταφ. Τζαβάρας Γιαν., εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1984, σελ. 71).
Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα έκφρασης της βούλησης του ατόμου (και να υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας της κοινωνικής συνοχής. Η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης του νομοθετικού σώματος ή οι θεσμικές δυσλειτουργίες και στρεβλώσεις απομειώνουν την κοινωνική αποδοχή και συνακόλουθα τον εξαναγκαστό χαρακτήρα των νόμων. Η εξάντληση των νόμιμων μέσων προκειμένου να αποκατασταθούν οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες ή να αποφευχθούν οι προσβολές της ζωής και της αξιοπρέπειας μας οδηγούν στην πολιτική ανυπακοή ως έσχατη λύση. Είναι μία δραματική έκκληση, όπως έλεγε ο John Rawls, o οποίος υποστήριξε και την πολιτική ανυπακοή και την βίαιη ανατροπή των μη δημοκρατικών και ευνομούμενων πολιτειών (“out law peoples”). Οπότε η κανονιστική ισχύς των διατάξεων του νόμου είναι περιορισμένη ελλείψει του δημοκρατικού θεμελίου από τον οποίο ένας νόμος πρέπει να πηγάζει, τον Λαό. Επιπλέον οι Kant και Rawls ήταν ανθρωποκεντριστές. Ο Kant στην “ Kριτική του Πρακτικού Λόγου’’ είχε κινηθεί πιστά στην ελευθεριακή γραμμή σεβασμού της βούλησης και εγγενούς αξίας του ανθρώπου, ο οποίος είναι ο ύπατος σκοπός των κοινωνικών και πολιτικών επιλογών.
Ο δε Rawls στο Δίκαιο των Λαών (“The Law of Peoples”) δεν αποδέχτηκε την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις οξυμένες ανισότητες που συντελούνται στις μη δημοκρατικές και ευνομούμενες πολιτείες (“outlaw peoples”) και μάλιστα, αν και φιλειρηνιστής, έλεγε πως δικαιολογείται η επέμβαση των εύτακτων πολιτειών (“well – ordered peoples”) προκειμένου να αποκατασταθεί η Δικαιοσύνη. Από την πολιτειολογική και κοινωνιολογική διερεύνηση της ανυπακοής προκύπτει πως πυλώνες για τη σταθερή οικοδόμηση των οργανωμένων πολιτειών και την ομαλή κοινωνική συμβίωση είναι η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου. Οι Κant και Rawls, όπως και ο Αριστοτέλης, είχαν σημείο αναφοράς μία δημοκρατική πολιτεία, με τις εύλογες ιστορικές διαφοροποιήσεις (σαφώς η πόλη – κράτος του Αριστοτέλη διακρίνενται από τα σύγχρονα αστικοδημοκρατικά πολιτεύματα του δυτικού κόσμου). Η σύνθεση ή ο συμβιβασμός των αντικρουόμενων συμφερόντων μπορεί να λάβει χώρα μόνο σε δημοκρατικές και δικαιοκρατικές πολιτείες. Το μέτρο απόλαυσης των ατομικών δικαιωμάτων και επιβολής της κρατικής εξουσίας για τη ρύθμιση των σχέσεων της με τους πολίτες, μπορεί να συμφωνηθεί, ώστε να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, μόνο μέσα από οργανωμένους συμμετοχικούς θεσμούς και σεβασμό στις κοινές αξίες. Οι κοινές αντιλήψεις ως προς τις ανάγκες και τις αξίες συγκροτούν ένα κοινωνικό συμβόλαιο που νοηματοδοτεί και προσαρμόζει το περιεχόμενο των θεσμών. Ο νόμος ενσωματώνει το κοινωνικό συμβόλαιο και εκεί είναι συγκεντρωμένη η πεμπτουσία της υπακοής του Λαού σε αυτόν.
Η ανυπακοή σε αυτόν τον νόμο ή ακόμα και εφαρμογή του νόμου η οποία υπερακοντίζει σκοπό του, καθιστά τη Δικαιοσύνη ανενεργή και το Κράτος Δικαίου κενό περιεχομένου. Ο Ιταλός συνταγματολόγος, Αntonio Ruggeri, υποστηρίζει ότι το Σύνταγμα έχει ένα υποκειμενικό θεμέλιο, τον Λαό. Ωστόσο, αφού το Σύνταγμα εδράζεται στη λαϊκή βούληση, δεν θα πρέπει κανείς να παραβλέπει ότι πλέον ενσωματώνει και θετικοποιεί αντικειμενικές αξίες, όπως η ζωή, η αξιοπρέπεια, η προσωπικότητα, η ισότητα, η ελευθερία, η θρησκεία τις οποίες κανείς δεν μπορεί ούτε ιδιώτης ούτε κρατικός λειτουργός να εξοβελίζει από το πλαίσιο δράσης του. Επομένως, κατανοούμε ότι σε μία δημοκρατική και δικαιοκρατική πολιτεία, δε δικαιολογείται η πολιτική ανυπακοή για να αποφύγει μερίδα πολιτών την ευθύνη και τις υποχρεώσεις της και μάλιστα σε βάρος άλλων κατηγοριών. Δεν είναι επίσης ανεκτή η πολιτικη ανυπακοή που είναι ένα δημαγωγικό – παραπλανητικό μέσο που σκοπό έχει τη διατάραξη του δημοκρατικού και δικαιοκρατικού καθεστώτος για να εξυπηρετηθούν ίδια πολιτικά συμφέροντα κάποιων ομάδων. Αντίθετα, η εκτροπή της κρατικής εξουσίας από το δημοκρατικό και δικαιοκρατικό περιβάλλον, χωρίς κώδικα απεμπλοκής του λαού, δηλαδή η διαρκής αναξιοπρεπής διαβίωση σε ένα χώρο ανελευθερίας χωρίς περιθώριο βελτίωσης και διεκδίκησης είναι η ιστορική, λογική και ηθική αιτία της ανυπακοής. Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως η πολιτική ανυπακοή μπορεί να γίνει κατανοητή όταν ελλείπει η δημοκρατική νομιμοποίηση του νομοθετικού σώματος ή όταν έχει απενεργοποιηθεί η θεσμοθετημένη διαδικασία θέσπισης κανόνων δικαίου. Επιπλέον, σε περιπτώσεις που υπάρχει προσβολή της ζωής, της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας του ανθρώπου κι όταν μόνιμα υφίστανται ακραίες ανισότητες στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων και την εφαρμογή της κρατικής εξουσίας, ενώ έχουν εξαντληθεί όλα τα θεσμικά μέσα διεκδίκησης. Παράδειγμα η απαλλοτρίωση ή επίταξη της μοναδικής κατοικίας, η επιστράτευση, ο εκτοπισμός και η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όσων έχουν πραγματική αδυναμία να πληρώσουν φόρους. Επιπλέον, είναι σαφές πως όταν διακυβεύεται διαρκώς η ίδια η επιβίωση και αξιοπρέπεια κάποιων κατηγοριών πολιτών, αναμένεται με σχετική βεβαιότητα η αντίδραση από την πλευρά τους, η οποία μπορεί να συνίσταται στην πολιτική ανυπακοή τους. Ενδεχομένως σε πολιτεύματα με αποδυναμωμένους δημοκρατικούς θεσμούς μπορεί τα κινήματα πολιτικής ανυπακοής να είναι η αρχή ουσιαστικού διαλόγου με τους εμπλεκόμενους φορείς και την κρατική εξουσία που θα οδηγήσει σε εξυγίανση της νομοθεσίας. Έστω να κάναμε κάποια βήματα μπροστά και αμοιβαίες υποχωρήσεις για να αποφευχθούν οι κοινωνικές εκρήξεις και η συνταγματική εκτροπή. Δεν θα ήταν αθέμιτο να εκμεταλλευτούμε θετικά τη συγκυρία για να σχεδιάσουμε ένα εφαρμόσιμο και βιώσιμο φορολογικό ή ασφαλιστικό καθεστώς. Κλείνουμε επανερχόμενοι στο σημείο εκκίνησης. Η αριστοτέλεια ευνομία και δικαιοσύνη, δεν είναι ένας μηχανισμός κρατικής επιβολής, αλλά εντάσσονται σε ένα σύστημα αξιακής εξύψωσης της κοινωνίας.
Η κοινωνία που οδεύει στην κατάκτηση της αρετή σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο με οδηγό την αρχή της μεσότητας. Οι νόμοι σε μία τέτοια κοινωνία είναι τα δεοντικά προτάγματα που σκοπούν στη Δικαιοσύνη. Και η ευνομία συνίσταται η νομοθεσία που έχει αξιακό προσανατολισμό και τυγχάνει κοινής αποδοχής υλοποιεί τη Δικαιοσύνη. Ο Αριστοτέλης δεν ενθάρρυνε την υπακοή σε αυταρχικά πολιτεύματα και σε τυραννικούς νόμους. Εξάλλου αυτά δεν μπορούν να παρά να εξασφαλίζουν την ηδονή λίγων ατόμων ή των ηγετών κι όχι την ευδαιμονία των πολιτών. Μας καλεί να σκεφτούμε τον τρόπο που οικοδομείται η δημοκρατική κοινωνία και η συνοχή της. Οι νόμοι είναι υποχρεωτικοί κανόνες που διασφαλίζουν την δικαιοσύνη, την αρμονία και την ευημερία.
Όπως λέει ο ίδιος : Αυτή μεν ούν η δικαιοσύνη ου μέρος αρετής, αλλ’ όλη αρετή εστιν . Η ευνομία του Αριστοτέλη δεν μπορεί να κατανοηθεί ούτε σε ένα περιβάλλον ακραίου θετικισμού που δεν αντανακλά πραγματικές ανάγκες και κοινές αξίες, αλλά ούτε και σε ένα περιβάλλον αόριστων, ασαφών ή μικροπολιτικών στοχεύσεων που δεν σκοπούν στην εξύψωση του ανθρώπινου όντος και της πολιτείας. Επιδίωξη ας μην ξεχνάμε ότι στην αριστοτέλεια πολιτεία δεν είναι μόνο οι πολίτες να συμφωνήσουν στις κοινές αξίες και ανάγκες για την εύρυθμη συμβίωσή τους, αλλά να προχωρήσουν και ένα βήμα παραπέρα. Την αναβάθμιση των αξιών τους, να επιτύχουν την ηθική τους εξύψωση και συνακόλουθα την πλήρη πολιτειακή ευδαιμονία. Να φθάσουμε πια στην κατάκτηση του υπέρτατου αγαθού ως άτομα και στην ιδανική πολιτεία. Εντελέχεια.