πό τα «βαριά» χαρτιά της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά, ο Κώστας Κακαβάς μεσουράνησε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν μέσα από την μεγάλη οθόνη αναδείχθηκαν μερικοί από τους πιο περιζήτητους γόηδες, με ηθοποιούς όπως ο Ανδρέας Μπάρκουλης ή ο Αλέκος Αλεξανδράκης να κερδίζουν μέσα από τους ρόλους τους μια θέση στο πάνθεο του κινηματογράφου.
Η μεγάλη διαφορά, πάντως, του Κώστα Κακαβά σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλο συνάδελφό του, τόσο εκείνα τα χρόνια όσο και αργότερα, είναι ότι θα χρειαστεί να προσπαθήσει κανείς πάρα πολύ για να του βρει ψεγάδι! Τόσο στο επαγγελματικό κομμάτι όσο και στην προσωπική ζωή του συγκέντρωνε ένα «πακέτο» που όμοιό του πολύ δύσκολα το βρίσκεις ξανά.
Προερχόταν από μία από τις λεγόμενες «καλές» οικογένειες των Αθηνών, παίρνοντας ανάλογη ανατροφή από παιδί, ενώ για καλή του τύχη ο χωρισμός των γονιών του όταν εκείνος ήταν ακόμη μαθητής, δεν άφησε (εμφανή τουλάχιστον) άσχημα σημάδια πάνω του. Ο πατέρας του, γιατρός στο επάγγελμα, παντρεύτηκε ξανά και τελικά οι τρεις κόρες της μητριάς του ήταν εκείνες που στην πραγματικότητα τον μεγάλωσαν. Ίσως αυτός να ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους αργότερα ήταν και τόσο ακαταμάχητος στις γυναίκες.
Η συμβίωσή του με άτομα του άλλου φύλου έπαιξε αναμφισβήτητα τον ρόλο της στο ψυχολογικό και πνευματικό κομμάτι, ενώ τα… υπόλοιπα τα ανέλαβε ο ίδιος ο Κώστας Κακαβάς αφού από πολύ νέος υιοθέτησε έναν τρόπο ζωής προσανατολισμένο στην διαρκή αυτοβελτίωση. Δεν κάπνισε ποτέ, έπινε αλκοόλ τρομερά σπάνια και γυμναζόταν. Μια… συνήθεια άγνωστη στους Έλληνες της δεκαετίας του ’60. Εκείνος ασχολιόταν με την άρση βαρών κατά κύριο λόγο και με αυτό τον τρόπο κατάφερνε να διατηρείται σε εξαιρετική φυσική κατάσταση. Δημιούργησε δηλαδή ένα… κοκτέιλ στο οποίο ήταν αδύνατο να αντισταθεί ο γυναικείος πληθυσμός, αφού εκτός όλων των άλλων, ο ηθοποιός φημιζόταν για την διακριτικότητά του.
Παρά το παρουσιαστικό, την αναγνωρισιμότητα που ήρθε αργότερα μέσω του κινηματογράφου και τις κατακτήσεις του, φρόντιζε πάντα να προστατεύει τον εαυτό του και την σύντροφό του από αδιάκριτα μάτια, ενώ σχεδόν ποτέ δεν απασχόλησε με… καμώματα και ακρότητες τις κουτσομπολίστικες στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών.
Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν πάντως ενδοοικογενειακό. Ο πατέρας του δεν θα συναινούσε ποτέ στην απόφασή του να υλοποιήσει το παιδικό όνειρό του και να γίνει ηθοποιός. Αν και ο ορισμός του καλού παιδιού, ο Κακαβάς δεν τόλμησε καν να το εκμυστηρευτεί και τον έκανε να πιστέψει ότι θα φοιτούσε στην Γυμναστική Ακαδημία και στη συνέχεια θα έκανε καριέρα στα καράβια. Αντί για αυτό, όμως, γράφτηκε στην Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από όπου αποφοίτησε ως εξαιρετικό ταλέντο.
Με τέτοιες περγαμηνές δεν άργησε να έρθει και η πρώτη πρόταση για το σινεμά. Και μάλιστα στην ταινία-σταθμό, την περίφημη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη όπου έκανε το ντεμπούτο του στο ρόλο του Αντώνη. Έτσι, είχε την ευκαιρία από το 1955 κιόλας να συνεργαστεί με «ιερά τέρατα» όπως ο Γιώργος Φούντας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Τασσώ Καββαδία, η Χριστίνα Καλογερίκου, η Σοφία Βέμπο και φυσικά η Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν και η κινηματογραφική «νονά» του!
Το όνομα του Κακαβά λείπει από τους τίτλους αρχής της ταινίας αφού ο νεαρός –ακόμα- ηθοποιός ένιωθε ότι δεν ήταν έτοιμος να αποκαλύψει τις επιλογές του στον πατέρα του. Η σπουδαία πρωταγωνίστρια και αργότερα υπουργός Πολιτισμού του πρότεινε τότε να χρησιμοποιήσει ένα ψευδώνυμο και συγκεκριμένα το «Κοράλης». Όμως ο ίδιος το βρήκε κάπως… ελαφρύ για τα γούστα του και αντιπρότεινε το «Καραλής», το οποίο όμως απορρίφθηκε από την Μελίνα η οποία του απάντησε ότι της θύμιζε… παλαιστή που λυγίζει σίδερα! Τελικά, συνθέτοντας τις δύο ιδέες κατέληξαν στο «Καράλης» το οποίο και χρησιμοποίησε στην πρώτη ταινία του.
Μερικούς μήνες αργότερα έπαιρνε το ρόλο του πρωταγωνιστή στο φιλμ «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» όπου έπαιξε χρησιμοποιώντας το κανονικό όνομά του και από εκεί και πέρα ο δρόμος για την επιτυχία ήταν ορθάνοιχτος. Συμμετείχε σε δεκάδες έργα ενσαρκώνοντας κατά κύριο λόγο ρόλους που ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα του και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 που παρέμεινε ενεργός αποτέλεσε τον σημαντικότερο εκφραστή του ελληνικού μελοδράματος.
Επανήλθε στο σινεμά το 1996 με την ταινία του Νίκου Ζερβού, «Ο Βαρώνος», συνεργάστηκε ξανά με τον ίδιο σκηνοθέτη στη «Σκιά του Λέμμυ Κώσιον» το 2002, ενώ στο μεσοδιάστημα (1998) έπαιξε στην «Συμφωνία χαρακτήρων» της Λουκίας Ρικάκη και το 2006 καταγράφει την τελευταία παρουσία του στο μονόπρακτο «Η αγγελία», του Γιώργου Σκούρτη για λογαριασμό της ΕΡΤ.
Σήμερα, στα 85 χρόνια του πια, ζει στην Φιλοθέη και οι γείτονες έχουν να λένε ότι παραμένει το ίδιο γοητευτικός και απλός όπως τα χρόνια της νιότης του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους είναι πολύ συνηθισμένο να τον βλέπουν να αθλείται καθημερινά κάνοντας τζόκινγκ στους δρόμους της πόλης, ενώ και στο σπίτι του υπάρχει ειδικός χώρος διαμορφωμένος σε γυμναστήριο. Πιστός στον τρόπο ζωής που ακολουθούσε από παιδί, ο Κώστας Κακαβάς συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να αποτελεί το απόλυτο πρότυπο. Είναι ο άνδρας που δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ, όπως έλεγε και η παλιά διαφήμιση, επειδή ακριβώς έχει κοπιάσει πολύ για να παραμείνει αυθεντικός, όπως την πρώτη μέρα που μπήκε στον χώρο και προκάλεσε έναν… χαμό που ο ίδιος ποτέ δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί, με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται πολλοί νεότεροι «σταρ» την επιτυχία.