«Σ’ Αυτό Το Φέρετρο Ακουμπά Η Ελλάδα»: Η Ιστορική Φράση Σικελιανού Στη Κηδεία Παλαμά Που Τρόμαξε Τους Γερμανούς
Ο Κωστής Παλαμάς περνάει στην αθανασία. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 πεθαίνει και σαν σήμερα γίνεται η κηδεία του. Εκεί η βαριά φωνή του Άγγελου Σικελιανού βροντοφώναξε την ιστορική φράση στο Α’ Κοιμητήριο της Αθήνας και ανατρίχιασε όλη η Ελλάδα.
Το νέο του θανάτου κυκλοφόρησε αστραπιαία στην κατεχόμενη Αθήνα.
Ο συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης έγραφε στο βιβλίο του «Εξάγγελος»: «Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Έτσι —εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο—, για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ένας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ».
Και πιο κάτω προσθέτει: «Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά: « Κύριοι!!..», είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»). Άφρισα. «Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ο ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει….
«Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο»
«Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση»!
Και συνεχίζει ο Μενέλαος Λουντέμης: «Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ‘μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης; Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια…»
Ο Παλαμάς, βαριά άρρωστος άφησε την τελευταία ανάσα του στο σπίτι της οδού Περιάνδρου σε μια πάροδο της Αμαλίας. Λίγες μέρες πριν, στις 9 Φεβρουαρίου είχε «φύγει» η γυναίκα του Μαρία.
Το παράπονο του Ξενόπουλου
«Ποτέ δεν κατόρθωσα να πάω να τον δω στο καινούργιο του σπίτι», έγραφε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Παλαμά ο Γρηγόρης Ξενόπουλος. «Δεν με τρόμαζε ο πολύς ο δρόμος – άλλωστε υπήρχαν ακόμα στην Αθήνα και ταξί – όσο η ιδέα πως θα τον ξανάβλεπα εκεί γέρο, άρρωστο, αγνώριστο, αμίλητο, σχεδόν ετοιμοθάνατο». Και δεν τον είδε ο Ξενόπουλος…
Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποχαιρετίσει τον σπουδαίο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα. Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία. Οι αρχές της πρωτεύουσας, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον δοτό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων. Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης.
«Ηχήστε οι σάλπιγγες…»
Ο Λουντέμης καταγράφει και την απαγγελία του Άγγελου Σικελιανού: «Είναι αδύνατο —και τώρα – να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή – σα χρησμός – ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την «κόψη του σπαθιού την τρομερή», έσκισε την πένθιμη σιωπή: «Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα»! Ρίγη προφητικά μάς διαπέρασαν όλους.»
Τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσάτσου περιγράφουν λιτά και παραστατικά τη μεγάλη στιγμή της Ελλάδας: «Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε η μια πνοή θριάμβου».
Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης, Γιώργος Κατσίμπαλης, άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά – περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος – ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε και φώναζε με πάθος. Ζήτω η Ελευθερία!».
Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1859 στην Πάτρα, με μεσολογγίτικη καταγωγή, ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε διαρκώς παρών με το δημιουργικό του Πνεύμα στις Αγωνίες και τους Αγώνες του Ελληνικού Λαού από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος ως το πρώτο μισό του 20ου. Ήταν η εποχή των μεγάλων Οραμάτων για τον Ελλαδικό Ελληνισμό.
Στεφάνι από τον ίδιο τον Χίτλερ!
Κατά τον Πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λόγιους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ’ ενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ’ ετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων. Η φήμη του Κωστή Παλαμά υπήρξε Παγκόσμια . Ήταν ο Ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου», του Ύμνου που συνοδεύει κάθε Ολυμπιακή διοργάνωση.
Και αυτή η φήμη έκανε τους κατακτητές, Ιταλούς και Γερμανούς, να στέκονται αποσβολωμένοι θεατές σε αυτό το ξέσπασμα. Ο ίδιος ο Χίτλερ έστειλε προσωπικό στέφανο στη μνήμη του Κωστή Παλαμά από το Βερολίνο!