«Σαλονικιός»: Η Αληθινή Ιστορία Πίσω Από Τον «Σαλονικιό» Του Διονυσίου
Σε κανέναν δεν μπορούσε να πάει το μυαλό ακούγοντας το τραγούδι για το ποιος είναι ο «Σαλονικιός». Ένας άνθρωπος τρόμος και φόβος στη νύχτα, ποιος ήταν ο πραγματικός «Σαλονικιός».
Πόσες φορές δεν έχει τύχει να αναρωτηθείς σε ποιον απευθύνεται ένα γνωστό τραγούδι; Εάν η αναφορά ενός συγκεκριμένου ανθρώπου έχει να κάνει με κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, ή αν γεννήθηκε εξ ολοκλήρου στο μυαλό του στιχουργού;
Ο «Σαλονικιός» του Διονυσίου μας περιγράφει στους στίχους έναν άνδρα γλεντζέ, από αυτούς που χαρακτήριζαν την νύχτα της δεκαετίας του ’70, όμως η αλήθεια βρίσκεται πολύ πιο μακριά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι θαμώνες των νυχτερινών κέντρων της συμπρωτεύουσας έτρεμαν στην θέα ενός γοητευτικού γενειοφόρου άνδρα, ο οποίος σε κάθε εμφάνιση του καθιστούσε σαφές πως μαζί του δεν θες να μπλέξεις. Ακουμπώντας το όπλο του στο τραπέζι πριν ακόμα δώσει την παραγγελία του, δεν άφηνε περιθώρια λάθους στον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να του συμπεριφερθείς.
Ο Γιάννης Γκουλιόβας, γεννημένος στο Κόλλινδρο Πιερίας, ξεκίνησε τη μακρά πορεία του στην παρανομία το 1965, όταν έκλεψε μια μοτοσυκλέτα. Οι επισκέψεις του στο αναμορφωτήριο ήταν συνεχείς και λίγο αργότερα «μπήκε» στον σκληρό πυρήνα της νύχτας ως προστάτης και νταβατζής. Λίγο πριν κλείσει τα 30 του χρόνια και έχοντας «μαυρίσει» το ποινικό του μητρώο, κυκλοφορούσε με πανάκριβα αμάξια και 2 νεαρές πόρvες που είχε υπό την προστασία του. Ήταν γνωστές ως οι «παλλακίδες» του και τις εκμεταλλευόταν με κάθε τρόπο.
Η αστυνομία τον παρακολουθούσε καθώς ήταν γνώριμος της και τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνταν δεν μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία, μαστροπεία, εκβιασμοί, κλοπές, φθορά ξένης περιουσίας, επικίνδυνες σωματικές βλάβες και αντίσταση κατά της αρχής.
Μια από τις ιστορίες που εξάπλωσαν την φήμη του, ήταν η σχέση του με την διάσημη τραγουδίστρια της εποχής Μπέμπα Μπλανς. Ένα βράδυ η τραγουδίστρια βρέθηκε στο Αστυνομικό τμήμα ζητώντας από τον αστυνομικό υπηρεσίας να της επιτρέψει να διανυκτερεύσει για λίγα βράδια στο τμήμα, μιας και φοβόταν για τη ζωή της.
Δεν ονομάτισε ποτέ τον εκβιαστή της, ο οποίος της είχε αποσπάσει εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές απειλώντας της.
Η αστυνομία βρισκόταν και πάλι στα ίχνη του και τα εντάλματα σύλληψης διαδέχονταν το ένα το άλλο, έτσι αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα για να συνεχίσει την δράση του. Απόφαση που τελικά στάθηκε μοιραία για εκείνον.
Ένα από τα πρώτα του βράδια στην Αθήνα ο «Σαλονικιός» πήγε στο μπαρ «Greek Saloon» για να πάρει την είσπραξη από τον ιδιοκτήτη. Αδιαφορώντας για την κίνηση, άφησε το αυτοκίνητο του στη μέση του δρόμου, δημιουργώντας τεράστια ουρά από αυτοκίνητα. Για κακή του τύχη ένα από τα αυτοκίνητα που «κόλλησαν» ήταν και ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης και έτσι ο συνοδηγός αποφάσισε να μπει στο μπαρ για να εξακριβώσει τι συνέβη.
Όταν τον είδε ο Γκουλιόβας προσπάθησε να ξεφύγει πετώντας κάτω το περίστροφό του, όμως ο αστυνομικός του μπλόκαρε την είσοδο. Εκείνος έσπασε ένα μπουκάλι στο κεφάλι του και η καταδίωξη που ακολούθησε είναι πρωτοφανής. Ο αστυνομικός γραπώθηκε από το αυτοκίνητο του Γκουλιόβα και όταν κατάλαβε πως δεν είχε σκοπό να σταματήσει πυροβόλησε εξ επαφής 3 φορές και έπεσε στο έδαφος. Ο αστυνομικός είχε αστοχήσει και έτσι ο Γκουλιόβας κατάφερε να διαφύγει.
Το συμβάν μεγάλωσε τον μύθο του εγκληματία και όλοι ένιωθαν δέος μπροστά του. Φυσικά αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρηθεί από την αστυνομία «θέμα τιμής» και έτσι η σύλληψη του ήταν θέμα χρόνου.
Στις 29 Σεπτέμβρη του 1977 η Ασφάλεια είχε την πληροφορία πως ο δραπέτης βρισκόταν σε χαρτοπαιχτική λέσχη της Κυψέλης και έτσι λίγο αργότερα 4 περιπολικά βρίσκονταν εκεί.
Ο αστυνομικός Γεώργιος Βερύκιος μπήκε και ρώτησε «ποιος είναι ο «Σαλονικιός» και τότε ο καταζητούμενος σηκώθηκε και έτρεξε προς το μπάνιο. Οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν, ωστόσο ήταν αποφασισμένος πως δεν θα «έπεφτε» τόσο εύκολα. Λίγο πριν βγει από την λέσχη για να οδηγηθεί στο περιπολικό, κατάφερε με μια κίνηση να τους αποφύγει και βγάζοντας ένα μαχαίρι 30 εκατοστών ούρλιαξε στον τρίτο αστυνομικό «Φύγε, θα σε ξεκοιλιάσω».
Ο αστυνομικός έβγαλε το περίστροφο και τον πυροβόλησε στο στήθος.
Λίγο μετά τον θάνατό του, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, αποφάσισε να γράψει ένα τραγούδι για την «μάγκικη» όψη του Σαλονικιού. Φυσικά οι στίχοι δεν μπορούν να αντικατοπτρίσουν το ποιόν του εγκληματία που στοίχειωσε την νύχτα της συμπρωτεύουσας και της πρωτεύουσας αργότερα.