Σωτήρης Μουστάκας: Ο πατέρας της ελληνικής κωμωδίας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο, το 1940, στο χωριό Κάτω Πλάτρες της επαρχίας Λεμεσού και ήταν ο νεότερος από τα επτά αδέρφια του. Σε ηλικία 15 χρονών, συμμετείχε ενεργά στον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ την περίοδο 1955 έως 1959, όπου μοίραζε φυλλάδια και έγραφε συνθήματα στους τοίχους.
Συνελήφθη από τους Άγγλους και φυλακίστηκε για περίοδο εφτά μηνών μόλις αποφυλακίστηκε τελείωσε το σχολείο και το 1958 αναχώρησε για την Αθήνα για να σπουδάσει ηθοποιία, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του.
Σωτήρης Μουστάκας: Η θεατρική παράσταση και το εισιτήριο για την τέχνη
Το 1954, στην Κύπρο είχε παρακολουθήσει μια παραστάση που αμέσως λάτρεψε το θέατρο και τον τράβηξε να γίνει κι εκείνος ηθοποιός. Μετά το τέλος της παράστασης ο Μουστάκας πλησίασε τον Νίκος Σταυρίδη, τον μιμήθηκε και απέσπασε την προσοχή του, ενώ ο δημοφιλής ηθοποιός τον συμβούλεψε να πάει στην Αθήνα και ότι θα τον βοηθούσε αν χρειαζόταν. Όταν έφτασε στην Αθήνα, έπιασε δουλειά ως σερβιτόρος και μετά από προτροπή του Σταυρίδη έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Τότε γνώρισε την αγαπημένη του Μαρία Μπονέλου, την οποία παντρεύτηκε το 1973 και με την οποία απέκτησε μία κόρη, την ηθοποιό και σοπράνο Αλεξία Μουστάκα.
Ως σπουδαστής ακόμη, ”μπουσούλησε” για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι το 1961 σε ένα μικρό ρόλο στο έργο ”Χαραυγή” του Δημήτρη Μπόγρη κι ένα χρόνο αργότερα έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση με τον θίασο του Κώστα Ρηγόπουλου και της Κάκιας Αναλυτή στο έργο ”Μια πόρτα, δραχμές πεντακόσιες”. Τον επόμενο χρόνο θα συνεργαστεί και με τους θιάσους της Μάρως Κοντού-Γιώργου Πάντζα και Λάμπρου Κωνσταντάρα-Μάρως Κοντού, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 έπαιξε ”Όρνιθες” του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, ενώ αξιομνημόνευτη θεωρείται και η ερμηνεία του στον ”Ασυλλόγιστο” του Μολιέρου.
Ο Σωρήρης Μουστάκας ξεκίνησε την καριέρα του στον κινηματογράφο το 1964 με τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Στην ταινία έπαιξε τον τρελό του χωριού. Η καριέρα του στο κινηματογράφο ολοκληρώθηκε με τον ρόλο του Τιτσιάνο στην ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ελ Γκρέκο» το 2007. Ταινία σταθμός για τη καριέρα του θεωρήθηκε ο ρόλος του στην ταινία «Ο Νομοταγής Πολίτης». Τη σκηνοθεσία της ταινίας την ανέλαβε ο Ερρίκος Θαλασσινός και σε σενάριο του Κώστα Μουρσελά. Τη δεκαετία του ’80 είχε αναλάβει τον ρόλο του πρωταγωνιστή σε δεκάδες βιντεοταινίες. Το 2002 πήρε βραβείο για το ρόλο τού 98χρονου χάκερ στην τηλεοπτική σειρά του Γιάννη Σμαραγδή «Τα χαϊδεμένα παιδιά».
Σωτήρης Μουστάκας: Ο εθισμός με τον τζόγο
Η μεγάλη του λατρεία για τον τζόγο και τα χαρτιά ήταν απίστευτη. Χάλασε μια περιουσία στον τζόγο και το καζίκο και φυσικά πολλές οικονομίες που είχε βγάλει από τις παραστάσεις του. Ο εθισμός του τον έφερε στα άκρα, ενώ κινδύνευσε ακόμη και η ζωή του όταν δανείστηκε από τοκογλύφους, που σύχναζαν έξω από το καζίνο της Πάρνηθας και όταν δεν μπόρεσε να τα επιστρέψει τον απήγαγαν απειλώντας να τον ”εξαφανίσουν”. Τελικά, ο θεατρικός παραγωγός Αλέξανδρος Παρίσης, φίλος και συνεργάτης του Μουστάκα, όπως αποκάλυψε, έδωσε τα χρήματα, για να τον επιστρέψουν μέσα σε ένα πορτμπαγκάζ αυτοκινήτου!
Σωτήρης Μουστάκας: Ένα αστέρι ανεβαίνει στον ουράνο
Ήταν γνωστός για την ευγένειά του, το πόσο καλός και γλυκός άνθρωπος υπήρξε με όλους πάνω και κάτω από το σανίδι. Ο θάνατός του θα κοστίσει σε όλους, αλλά θα είναι καθοριστικός και για την αγαπημένη του σύζυγο και ηθοποιό Μαρία Μπονέλου, η οποία θα πεθάνει λίγους μήνες μετά τον άνδρα της ζωής της.
Ο Σωτήρης Μουστάκας αδικήθηκε από τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά αδίκησε και ο ίδιος το ταλέντο του, κυρίως από τη συμμετοχή του σε πληθώρα ταινιών και βιντεοκασετών που έπαιξε μετά το 1980. Ωστόσο, η αγάπη του για την υποκριτική και το θέατρο ήταν δεδομένη. Όπως είχε δηλώσει εύστοχα, “η ηθοποιία είναι σαν ένα απάτητο κι ανεξερεύνητο βουνό. Σκαρφαλώνεις με κόπο, φτάνεις στην κορυφή και βλέπεις ότι υπάρχει κι άλλη κορυφή, κι ύστερα κι άλλη. Όταν πεις έφτασα, το έχεις χάσει το παιχνίδι”. Πόσο δε μάλλον όταν το βουνό διαθέτει και καζίνο…
Ο Σωτήρης Μουστάκας έζησε αυτοκαταστροφικά αλλά και όπως ήθελε τη ζωή του χωρίς να τον νοιάζει η γνώμη κανενός.