Τάκης Μηλιάδης: Ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που διακρίθηκε κυρίως σε κωμικούς ρόλους. Εκτός από τις ταινίες που συμμετείχε, ο ίδιος εμφανιζόταν σε κέντρα αναψυχής και παρουσίαζε επιθεωρήσεις στις οποίες έχει διακριθεί ότι ήταν ο καλύτερος στο είδος του για την εποχή του.
Τάκης Μηλιάδης: Η ιστορία της οικογένειάς του
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1922. Καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών, καθώς ήταν ηθοποιοί και οι δύο γονείς του. Ο πατέρας του, Νίκος Μηλιάδης, ήταν δημοφιλής πρωταγωνιστής του μουσικού θεάτρου και η μητέρα του, Μαρίκα Ανθοπούλου, επίσης ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και κόρη της τραγουδίστριας όπερας, Μάγδας Κομνηνού. Ηθοποιοί ήταν επίσης ο αδερφός του πατέρα του, αλλά και η πρώτη σύζυγος του πατέρα του, Ανθή Μηλιάδη, η οποία σκοτώθηκε στη Λούτσα το 1952 στη διάρκεια κινηματογραφικού γυρίσματος, όταν το αυτοκίνητο που τη μετέφερε προσέκρουσε σε ξεχασμένη από τον πόλεμο αντιαρματική νάρκη.
Τάκης Μηλιάδης: Διακρίθηκε μόνο σε κωμικούς ρόλους
Ο Τάκης Μηλιάδης ασχολήθηκε με όλα τα είδη του θεάτρου, εκτός από την τραγωδία. Χαρακτηρίστηκε κάποτε Μορίς Σεβαλιέ της Ελλάδας, καθώς το 1952 συνόδευσε τις αδερφές Άννα και Μαρία Καλουτά σε κονσέρτο τους στο Μεζόν Γκαβό του Παρισίου και στο ακροατήριο ήταν μεταξύ άλλων και ο ίδιος ο Σεβαλιέ, που τον χειροκρότησε θερμά[2]. Σπούδασε Θέατρο κατά την περίοδο της Κατοχής και δάσκαλοί του ήταν δυο σπουδαίοι άνθρωποι του θεάτρου, ο Κωστής Μπαστιάς, τότε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, καθώς και ο Δημήτρης Ροντήρης.
Τάκης Μηλιάδης: Προσωπική ζωή
Ο Τάκης Μηλιάδης έκανε τρεις γάμους, τους δύο με συζύγους του αυτού επαγγέλματος: πρώτος γάμος με τη Μπέτυ Μοσχονά κα τρίτος με τη Σάσα Καζέλη (1969). Από τον δεύτερο του γάμο με την Παρασκευή Κόλλια απέκτησε έναν γιο, τον Μάριο Μηλιάδη. Ο Μάριος Μηλιάδης στη συνέχεια απέκτησε μια κόρη της Παρασκευή (Εβίτα) Μηλιάδη, η οποία ασχολείται επίσης με το θέατρο, ακολουθώντας τα βήματα του παππού της.
Ήταν απόφοιτος της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά τον κέρδισε το θέατρο. Από την ημέρα που πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή μέχρι και το τέλος του βίου του έπαιζε στο θέατρο και συγχρόνως γύριζε ταινίες. Έλαβε μέρος σε όλα τα θεατρικά είδη, αλλά λάτρεψε την επιθεώρηση. Συμμετείχε πάντα στα θιασαρχικά σχήματα και έπαιξε σε πολλά αθηναϊκά θέατρα: Ακροπόλ, Βέμπο, Μπουρνέλλη, Σαμαρτζή, Καλουτά, Περοκέ, Παπαϊωάννου κ.λ.π. Έκανε πολλές περιοδείες με επιθεώρηση ανά την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Στον κινηματογράφο διακρίθηκε σε κωμωδίες -ερμηνεύοντας συχνά θηλυπρεπείς τύπους- δίπλα σε μεγάλα θεατρικά και κινηματογραφικά ονόματα της χώρας. Παράλληλα συμμετείχε τακτικά από το 1964 και για αρκετά χρόνια στην παρουσίαση της ελληνικής εκπομπής της «Βαυαρικής Ραδιοφωνίας» (Bayerischer Rundfunk)[3] μαζί με την Σάσα Καζέλη.
Εκτός από τις θεατρικές, κινηματογραφικές, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συνεργασίες του, εμφανιζόταν σε αναψυκτήρια της εποχής σε Αθήνα και Πειραιά με διάφορα επιθεωρησιακά νούμερα. Επίσης ήταν από τους μόνιμους καλεσμένους της κυριακάτικης τηλεοπτικής εκπομπής του ΕΙΡΤ «Χαρούμενη Κυριακή, Κυριακή χωρίς σύννεφα» (1972) συμμετέχοντας σε διάφορα θεατρικά σκετς και παρλάτες.
Τέλος ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς που συμμετείχαν σε μεταγλώττιση στην Ελλάδα. Στην πρώτη μεταγλωττισμένη παιδική παραγωγή που ήρθε στην Ελλάδα, η οποία ήταν το 1974 με την ταινία του Ουώλτ Ντίσνεϋ Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι, είχε τον κεντρικό ρόλο του Συναχωμένου Νάνου. Ακολούθησαν διάφοροι ρόλοι: Σερίφης του Νότιγχαμ (Ο Ρομπέν των Δασών, 1974), Ποδάρας (Η Λαίδη και ο Αλήτης, 1975), Διονύσιος (Οι Αριστόγατες, 1979), ψηλός κλέφτης (Τα 101 Σκυλιά της Δαλματίας, 1983) και Σούρας (Μπερνάρ και Μπιάνκα: Κομμάντος της Σωτηρίας), κλπ. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του πάθαινε εγκεφαλικά, αλλά παρ’ όλα αυτά οδηγούσε.