Το ψήσιμο του κυριακάτικου φαγητού στον φούρνο της γειτονιάς με αντίτιμο 2 δραχμές ή και λιγότερο για το γιουβέτσι ήταν συνήθεια σε όλη την Ελλάδα.
Ατιμο πράγμα να μεγαλώνεις, μα και όμορφο συνάμα. Γιατί μεγαλώνοντας μπαίνεις όλο και περισσότερο στη διαδικασία να ανατρέχεις πίσω στο παρελθόν και να θυμάσαι το τότε. Σε πλημμυρίζουν αναμνήσεις που τώρα έχουν γεύση γλυκιά, μα τότε στα χρόνια της ξεγνοιασιάς και της ανεμελιάς σού φαίνονταν γεγονότα δεδομένα, πράγματα αναπόσπαστα της καθημερινότητάς σου.
Μα τώρα, καθώς αναπολείς, συνειδητοποιείς πως στο σήμερα μικρές συνήθειες της τότε καθημερινότητάς σου, ακόμη και έθιμα της εποχής σου τείνουν να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας με μόνη τους συντροφιά τη… ναφθαλίνη!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κυριακάτικο τραπέζι. Για κάθε οικογένεια ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία. Μαζεύονταν όλα τα μέλη -παππούδες και γιαγιάδες, αν υπήρχαν στη ζωή- οι γονείς και τα παιδιά. Από νωρίς, η μητέρα ετοίμαζε το ταψί με το φαγητό για το μεσημέρι. Αρνάκι με πατάτες στο φούρνο, κατσικάκι με πατάτες ή γιουβέτσι. Κλασικές αξίες και πεντανόστιμες, αφού ο φούρνος της γειτονιάς που αναλάμβανε το ψήσιμο, το έκανε… λουκούμι.
Ο φούρνος της γειτονιάς
Μπορεί πολλά νοικοκυριά τη δεκαετία του ’80 να είχαν ηλεκτρική κουζίνα, όμως, τιμούσαν το έθιμο αυτό των περασμένων τότε χρόνων και κάθε Κυριακή πήγαιναν το ταψί με το φαγητό για ψήσιμο στο φούρνο της γειτονιάς. Το αδιαχώρητο γινόταν τότε, ενώ όταν ερχόταν έτοιμο στο σπίτι σκεπασμένο με το αλουμινόχαρτο, πηγαίναμε κρυφά μέχρι να στρωθεί το τραπέζι και τσιμπάγαμε λίγη από την πέτσα και καμιά πατατούλα.
Το, δε, πρωί της Δευτέρας στο σχολείο γινόταν η κλασική ερώτηση: «Τι φαΐ είχατε χθες;». Και δεν ήταν θέμα κουτσομπολιού ή αδιακρισίας, αλλά κυρίως ανάμεσα στα κορίτσια ήταν ένα είδος γκάλοπ για να δούμε πόσες είχαμε το ίδιο κυριακάτικο φαγητό. Και να ο ενθουσιασμός στο «κι εμείς το ίδιο είχαμε» για το γιουβέτσι.
Στο χωριό που μεγάλωσα, τη δεκαετία του ’80, δεν είχαμε το φούρνο της γειτονιάς. Είχαμε, όμως, τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο. Εδώ και αν ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία το ψήσιμο του φαγητού. «Φούρνος να μην καπνίσει». Η γιαγιά μου έλεγε ότι αν κάποιος ήθελε στα χρόνια τα δικά της να καταραστεί κάποιον νοικοκυραίο, του έλεγε αυτό. Τόση σημασία είχε το ψήσιμο στον ξυλόφουρνο.
Βέβαια, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από το πρωί η γιαγιά ή η μαμά άναβαν το φούρνο, έριχναν μέσα τα ξύλα και μόλις αυτά «έπεφταν», έφτιαχναν τα κάρβουνα με τη μασιά και μετά έριχναν μέσα το ταψί. Τις Κυριακές κάπνιζαν όλοι οι φούρνοι και οι μυρωδιές του φαγητού πλημμύριζαν τη γειτονιά, ενώ ανακατεύονταν όλες μαζί στην ατμόσφαιρα.
Το φουρνιστό ψωμί
Στον ξυλόφουρνο ψήναμε και το ψωμί. Χωριάτικο ψωμί με προζύμι στο φούρνο. Δεν υπάρχει πιο νόστιμο και είναι ακόμη ένα έθιμο – αν μπορούμε να το πούμε έτσι – που τείνει και αυτό να ξεχαστεί. Ακόμη και στα χωριά, λίγοι είναι οι φούρνοι που καπνίζουν καθώς ψήνουν ψωμί.
Αυτή η διαδικασία και αν είναι μία γλυκιά ανάμνηση στο σήμερα, που στο χθες ήταν για εμένα κι ένας μπελάς. Απαραίτητα σύνεργα ήταν το σκαφίδι που μέσα σε αυτό η μαμά ζύμωνε το ζυμάρι, η πινακωτή που έβαζε το ζυμάρι μέχρι να φουσκώσει και να το ψήσει, η μασιά για να βγάλει τα κάρβουνα και η πανιάρα που καθάριζε τη βάση του φούρνου για να ρίξεις το ψωμί.
Και μετά η μυρωδιά του ψησίματος ερχόταν και σε συνέπαιρνε. Μόλις ήταν έτοιμο, θυμάμαι με τις αδελφές μου να ανοίγουμε τα χέρια για να κρατήσουμε τα καρβέλια που έκαιγαν για να τα πάμε στο σπίτι. Μυρωδιά και ζεστασιά… Μετά με ένα πανί καθαρίζαμε καλά καλά τα καρβέλια από το κάρβουνο που είχε κολλήσει πάνω κατά το ψήσιμο… Κι ερχόταν η ώρα αυτή που όλη μέρα περίμενα… Μία αχνιστή φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι ή ζάχαρη (την έκανα την… οδοντιατρική μου αμαρτία) ήταν σαν να μου χάριζες τον κόσμο όλο. Όπως και τα τηγανόψωμα που έφτιαχνε η μαμά από το ζυμάρι που είχε κρατήσει.
Σήμερα, ο ξυλόφουρνος στο πατρικό μου δεν υπάρχει και το φουρνιστό ψωμί είναι και αυτό ένα από τα έθιμα που τείνουν να εξαφανιστούν. Όπως και τα κουλούρια ή τα πασχαλινά τσουρέκια, που τα πηγαίναμε για ψήσιμο είτε στο φούρνο της γειτονιάς είτε στον ξυλόφουρνο του σπιτιού. Ως παιδιά προτιμούσαμε το φούρνο της γειτονιάς, για το χαβαλέ που γινόταν. Οι γυναίκες του χωριού μαζεμένες με γέλια, αστεία και το απαραίτητο κουτσομπολιό. Και μετά ο άτυπος ανταγωνισμός ποιανής τα κουλούρια έγιναν πιο αφράτα και ποιανής τα τσουρέκια πέτυχαν φέτος.
Το σπιτικό πρόσφορο που πάει να ξεχαστεί
Η λίστα αυτή φαίνεται να μην τελειώνει. Ακόμη ένα έθιμο που και αυτό παίρνει τη θέση του για το χρονοντούλαπο της ιστορίας, είναι το πρόσφορο. Τα ψυχοσάββατα και στις γιορτές η μαμά έφτιαχνε πρόσφορο για τις ψυχές που είχαν φύγει και θυμάμαι την αγωνία της κάθε φορά αν της πέτυχε η σφραγίδα και βγήκε ωραίο.
Πρόσφορο ζυμώνει η ίδια μέχρι και σήμερα, αλλά όσο και αν με πίεζε (ασκώντας μου και τον απαραίτητο ψυχολογικό πόλεμο μπας και με πείσει), δεν φιλοτιμήθηκα να μάθω πώς το φτιάχνουμε. Η επιλογή του αγοραστού από το φούρνο, σαφώς και ήταν πιο ελκυστική. Και πιο εύκολη ως λύση, μιας και σήμερα όσες και όσοι πηγαίνουν πρόσφορο για τις ψυχές που έχουν φύγει, προτιμούν να το αγοράζουν.
Τα μυστικά του οβελία που θα παραμείνουν… μυστικά;
Η αλήθεια είναι πως στο σήμερα η επιλογή της αγοράς έχει αντικαταστήσει πολλές από τις παραδόσεις, τα έθιμα και τις συνήθειες. Ακόμη και το αρνί το Πάσχα μπορείς να το παραγγείλεις στον κρεοπώλη της γειτονιάς και να στο ετοιμάσει με τη σούβλα.
Η προετοιμασία του οβελία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Έχει τα δικά της μυστικάκαι είναι μπελαλίδικη. Θέλει χρόνο για τις προετοιμασίες και το απαραίτητο μεράκι, μιας και για να είσαι έτοιμος το πρωί της Κυριακής για να ξεκινήσεις το ψήσιμο, θα πρέπει να έχεις ξεκινήσει τις προεργασίες από τις προηγούμενες ημέρες.
Αλλά, όπως φαίνεται, οι νεότερες γενιές δεν έχουν το μεράκι και την όρεξη όπως οι παλαιότερες. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι, που δεν ξέρουν να ψήνουν τον οβελία. Προτιμούν την επιλογή του κρεοπώλη που τον έχει έτοιμο ή της ταβέρνας.
Βέβαια, στην περίπτωση του πασχαλινού αρνιού δεν είναι λίγοι και εκείνοι που φρόντισαν να μάθουν τη «δουλειά» και τα μυστικά της σούβλας. Και το ψήσιμο του οβελία είναι από τα έθιμα που κρατάνε σθεναρή αντίσταση στον άτιμο τον χρόνο που τα έχει κάνει «πλακάκια» με τη σύγχρονη εποχή.