Η Ελένη Χελιώτη εξηγεί γιατί η γενιά του ’80 είναι ξεχωριστή και ποια σχέση έχουν με την τεχνολογία τα παιδιά που γεννήθηκαν εκείνη τη δεκαετία
Νομίζω ότι η δική μου γενιά είναι ξεχωριστή. Επίσης πιστεύω ότι λίγο-πολύ όλες οι γενιές πιστεύουν το ίδιο. Προφανώς δεν είναι αλήθεια και προφανώς η πεποίθηση αυτή είναι καθαρά υποκειμενική. Η κάθε γενιά και η κάθε δεκαετία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Εφόσον, λοιπόν, δεν μπορώ να ισχυριστώ κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και να το αποδείξω εμπεριστατωμένα (καθότι δεν είναι επιστημονικό δεδομένο), θα αρκεστώ στο να απαριθμήσω και να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους το ισχυρίζομαι και το πιστεύω. Το σκέφτομαι χρόνια τώρα, αλλά έναυσμα γι’ αυτό εν προκειμένω μου έδωσε ένα πρόσφατο άρθρο του New Yorker το οποίο μιλάει για τη σημασία και τη βαρύτητα του σταθερού τηλεφώνου στη λογοτεχνία. Ακούγεται λίγο άκυρο, το ξέρω. Υπομονή. Υπήρξε μια αλληλουχία σκέψεων που με έφερε στο αρχικό μου point και, ναι, έχει συνοχή. I promise.
Διαφήμιση
Εγώ γεννήθηκα στα τέλη του 1982, στην εξωτική μας Αθήνα. Μεγάλωσα στα νότια προάστια, και με εξαίρεση τα στο σύνολο 12 χρόνια που έζησα στο εξωτερικό, έμενα και συνεχίζω να μένω εδώ, «σα κατ». Ωραία, θα σκέφτεστε, και γιατί μας λες την ιστορία της ζωής σου; Διότι στην αρχή αναφέρθηκα στην υποκειμενικότητα του θέματος, και το πώς και πού βίωσα τη γενιά μου έχει σημασία στο πώς την αντιλαμβάνομαι και την αξιολογώ. Ακούστε, λοιπόν.
Η γειτονιά μου ήταν ήρεμη, ασφαλής, σχετικά αραιοκατοικημένη, προσεγμένη αλλά, πιο σημαντικό όλων, ήταν γειτονιά με την παλιά, παραδοσιακή έννοια. Γνωριζόμασταν όλοι με όλους σε μια εμβέλεια τουλάχιστον 2-3 οικοδομικών τετραγώνων, τα παιδιά της γειτονιάς παίζαμε όλα μαζί στις κούνιες απέναντι απ’ το σπίτι μου (ανεξάρτητα από το εάν κάναμε παρέα έξω απ’ το ευρύτερο κοινωνικό παιχνίδι), και υπήρχε γενικότερα αυτή η αίσθηση της κοινότητας. Αυτό το «τίνος είσαι εσύ;». Ε, πάνω κάτω γνωρίζαμε ποιος είναι ποιανού.
Θεωρώ ότι είμαι τυχερή στο ότι η γενιά μου ήταν ίσως (στα όρια της πόλης μας πάντα) η τελευταία που βίωσε την έννοια του παιχνιδιού όπως πρέπει να είναι στην παιδική ηλικία: ανέμελο, ελεύθερο, ατσούμπαλο, περιπετειώδες. Ειδικά τα καλοκαίρια μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, με ή χωρίς «ραντεβού», το απόγευμα και ξέραμε να επιστρέψουμε σπίτι λίγο πριν νυχτώσει. (Sidenote: κάτι καλοκαίρια που τα πέρασα στην επαρχία, φεύγαμε το πρωί, και με εξαίρεση την επίσκεψή μας στο σπίτι για να φάμε, επιστρέφαμε βράδυ, πάντα αρτιμελείς, αλλά πολύ συχνά με μικροτραυματισμούς για τους οποίους κανείς δεν αγχωνόταν, και που σίγουρα δεν επιτρέπαμε να μας κόψουν το παιχνίδι.) Για να είμαι σαφής: και τηλεόραση βλέπαμε και στο Gameboy ενίοτε αποχαυνωνόμασταν και όλο και κάποιος είχε Atari, αλλά το παιχνίδι ήταν παιχνίδι. Έτερον εκάτερον. Με τον ξάδελφό μου, μάλιστα, ο οποίος έμενε από πάνω και είχε και Atari και Gameboy, επινοούσαμε συχνά τα δικά μας παιχνίδια.
Ντριν-ντριν
Τελειώνω λοιπόν το δημοτικό σχολείο και πάω στο Γυμνάσιο. Το έτος είναι 1994. Ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας τότε ήταν το σταθερό τηλέφωνο (και τα γράμματα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Και ενώ περνάγαμε όλη τη μέρα μαζί στο σχολείο, θυμάμαι χαρακτηριστικά να ξοδεύουμε, και εγώ και η αδελφή μου, ώρες στο τηλέφωνο τα απογεύματα μιλώντας με φίλους που μόλις είχαμε αφήσει στη στάση του λεωφορείου ή στην είσοδο του σχολείου λίγη ώρα πριν.
Πριν τα κινητά, πριν την αναγνώριση κλήσεων, ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου είχε ομολογουμένως ισχύ, επιβλητικότητα, και σκοπό.
Κάπου εδώ, πριν συνεχίσω τη χρονική αναδρομή, αξίζει να αναφερθώ στο άρθρο του New Yorker και κάποιες πολύ αξιόλογες παρατηρήσεις που κάνει η συγγραφέας του, Sophie Haigney. Το σταθερό τηλέφωνο, μας λέει, είναι πηγή αγωνίας· είναι ο θόρυβος του κόσμου που μπαίνει σχεδόν υπερφυσικά σ’ ένα δωμάτιο. Στη μυθοπλασία, είναι μια πολύτιμη και –πλέον– απειλούμενη με εξαφάνιση συσκευή. Είναι γεμάτη πιθανότητες. Θα μπορούσε, άλλωστε, να καλεί οποιοσδήποτε. Πριν τα κινητά, πριν την αναγνώριση κλήσεων, πριν το τελεμάρκετινγκ, ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου είχε ομολογουμένως ισχύ, επιβλητικότητα και σκοπό. Έπρεπε να απαντηθεί. (Σε αντίθεση με τώρα, ας πούμε, που βλέπω το κινητό να χτυπάει ενώ το έχω στα χέρια μου… και υπάρχουν φορές που απλά συνεχίζω να το κοιτάω μέχρι να κλείσει και να επιστρέψω σε αυτό που έκανα.)
Το σταθερό, όμως, είχε και μυστήριο, κάτι το οποίο το κινητό απλά δεν μπορεί να έχει, γιατί κανείς δεν είναι πια ανώνυμος. Η αβεβαιότητα είναι ανεκτίμητη στη μυθοπλασία. Είναι αυτό που συχνά κάνει την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος τόσο απολαυστική: την αστάθεια του κόσμου στον οποίο μπαίνουμε. Την αίσθηση ότι κάτι πρόκειται να συμβεί, αν και δεν ξέρουμε τι, και την υπόσχεση ότι αυτό που φανταζόμαστε μπορεί, όντως, να λάβει χώρα. Οι «μηχανικοί» αυτής της αβεβαιότητας είχαν συχνά ανάγκη από ορισμένα αντικείμενα για να την αποδώσουν: το χαλασμένο αυτοκίνητο, το κουδούνι, το κλειστό πακέτο. Το σταθερό τηλέφωνο, όμως, ήταν ίσως το καλύτερο από όλα αυτά.
Κλικ-κλικ
Για εμάς, τα παιδιά του ’80, το πρώτο μυστήριο υπήρξε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Εάν θυμάμαι καλά, το 1995 ο πατέρας μου μας αγόρασε ένα PC με Windows 3.1 και επεξεργαστή 386. Μας έφερε επίσης και έναν εκτυπωτή, αυτόν του οποίου το χαρτί είχε τρυπούλες δεξιά και αριστερά. Θυμάστε; Ώωωρες στο Paint να ζωγραφίζουμε χαζομάρες και να τις εκτυπώνουμε. Είχε όμως και παιχνίδια: Where In the World Is Carmen Sandiego (με το οποίο έμαθα γεωγραφία), Chess master (με το οποίο έμαθα σκάκι), ένα πρόγραμμα που σε μάθαινε να δακτυλογραφείς σωστά και γρήγορα, το επικότατο Loom με τον μαθητευόμενο μάγο (χρόνια πριν το Harry Potter) και σε δισκέτα, της οποίας η χωρητικότητα παρακαλώ ήταν 1.44 mb (λιγότερο από ένα mp3 αρχείο σήμερα), τα παιχνίδια Prehistoric και Prince of Persia για τα οποία είχαμε βρει και cheats.
Ένας καινούργιος κόσμος ανοίχτηκε. Ένας κόσμος όμως που, αν και απόλυτα συναρπαστικός, δεν είχε ακόμα την ισχύ και την ικανότητα να μονοπωλήσει τα ενδιαφέροντα και τη ζωή μας, και ενδεχομένως χωρίς το ίντερνετ να μην γινόταν ποτέ το αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας που είναι σήμερα.
Fast forward στο 1998. Βρίσκομαι στην Οττάβα του Καναδά και, ενώ με τις φίλες μου στην Ελλάδα αλληλογραφώ σε εβδομαδιαία βάση (και μιλάω για γράμματα πολλών σελίδων, σε πολύχρωμες κόλλες αλληλογραφίας επιλεγμένες με αγάπη, με αυτοκόλλητα και όλα τα παραφερνάλια), αποκτώ στα 16 μου το πρώτο μου κινητό τηλέφωνο. Είναι ένα Nokia 5110, αυτό με τη χοντρή μπαταρία που διαρκεί μία εβδομάδα, το οποίο λόγω βάρους και όγκου χρησιμεύει και σαν όπλο. Επίσης έχει φιδάκι, το δεύτερο πιο εθιστικό παιχνίδι μετά τον ναρκαλιευτή. Ταυτόχρονα, όμως, συμβαίνει και κάτι ακόμα. Στο δωμάτιό μου έχω υπολογιστή, και ο υπολογιστής αυτός έχει –ναι, καλά το μαντέψατε– ίντερνετ. Είναι παράξενο το γεγονός ότι δεν θυμάμαι πώς εξοικειώθηκα και πώς έμαθα να το χρησιμοποιώ. Δεν μου το έδειξε ποτέ κανείς. Θυμάμαι όμως να μιλάω με συμμαθητές μου στο ICQ (και μεταγενέστερα στο msn messenger). Και με αφορμή αυτό θα κάνω ένα διάλειμμα για να σας πως μια ωραία ιστορία.
Once upon a time…
Ήταν φθινόπωρο του 1999. Είμαι πρωτοετής στο πανεπιστήμιο και η φίλη μου η Alex, με την οποία ήμασταν συμμαθήτριες στο σχολείο την προηγούμενη χρονιά, γνωρίζει ένα παλικάρι, τον Matt, στο ICQ. Βγαίνει μια φορά μαζί του και, ενώ δεν γίνεται κάτι μεταξύ τους, την καλεί σε ένα πάρτι που θα έκανε στο σπίτι του λίγες μέρες μετά. Μου λέει, λοιπόν, «έλα και εσύ μαζί γιατί εγώ δεν θα ξέρω κανέναν άλλον» «Άντε» λέω «πάμε, αλλά δεν θα με αφήσεις μόνη μου». Αμερικάνικες ταινίες έχετε δει, ναι; Το πάρτι αυτό είναι η επιτομή των αμερικάνικων εφηβικών πάρτι που βλέπουμε στις ταινίες και συνήθως κοροϊδεύουμε. Οι γονείς λείπουν out of town, ο μεγάλος αδελφός διοργανώνει ένα open party και απειλεί τη μικρή αδελφή ότι, αν μιλήσει, θα την κουρέψει γουλί… τύπου.
Ένα διώροφο σπίτι σε μια οικιστική περιοχή ενός προαστίου, γεμάτο με παιδιά ηλικίας 16-19, βαρέλια μπίρας παντού, όλοι ντίρλα αλλά χαρωποί, η μουσική τέρμα, και εγώ έντρομη και κουρνιασμένη σε μια γωνίτσα ενός καναπέ στο υπόγειο του σπιτιού, με μια μπίρα στο χέρι (σε solo cup βεβαίως, βεβαίως) να παρακολουθώ τον χαμούλη γύρω μου. Γιατί έντρομη, θα διερωτάστε. Εγώ είμαι ένας άκρως εσωστρεφής άνθρωπος και τότε ήμουν απίστευτα πιο κλειστή και ντροπαλή και το σκηνικό αυτό ήταν η προσωπική μου κόλαση, καθότι ήμουν σε ένα δωμάτιο με αγνώστους και η Alex σε κάποια φάση είχε χαθεί στο πλήθος.
Κάποια στιγμή λοιπόν έρχεται και κάθεται δίπλα μου όλως τυχαίως (όχι, αλήθεια) ο Matt. Με ρωτάει ποια είμαι και ξεκινάμε να μιλάμε. Παίζει να μιλάγαμε μέχρι που εν τέλει μάζεψα την άλλη και φύγαμε. Με τον Matt και την Alex δεν έγινε ποτέ τίποτα· νομίζω παίζει να μην ξαναβρέθηκαν κιόλας. Εγώ με την Alex 2 χρόνια μετά είχαμε πια χαθεί για διάφορους λόγους. Με τον Matt όμως ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα, με σύστησε λίγους μήνες αργότερα σε έναν φίλο του που θα γινόταν το πρώτο μου boyfriend εκεί, συνεχίζουμε και μιλάμε ακόμα, και έχει έρθει έκτοτε να με επισκεφθεί στην Ελλάδα 2-3 φορές. Thank you, ICQ.
New age
Anyway, όπως πέρναγαν τα χρόνια, το ίντερνετ και γενικότερα η τεχνολογία εισχωρούσε ολοένα και περισσότερο στη ζωή μας: κοινωνικά, εκπαιδευτικά, και εργασιακά, μέχρι που σήμερα σχεδόν οριζόμαστε από αυτή. Το πώς το ίντερνετ, και κατά συνέπεια η χρήση αυτού, όχι μόνο στον υπολογιστή αλλά και στα κινητά μας τηλέφωνα άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε, φερόμαστε και αντιμετωπίζουμε την επικοινωνία με τους ανθρώπους γύρω μας αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους είναι μια μεγάλη κουβέντα, and a story for another day. Γιατί μας έχει αλλάξει και μας έχει βάλει σε μια τροχιά διαφορετική, πιο γρήγορη, πιο άμεση, αλλά ενδεχομένως και πιο επικίνδυνη. Επιστρέφοντας όμως στην αρχική μου τοποθέτηση και κλείνοντας σιγά-σιγά τον κύκλο αυτό, θεωρώ ότι η δική μου γενιά σε μεγάλο βαθμό υπήρξε τυχερή γιατί η τεχνολογία φαίνεται να «μεγάλωνε» και να «ωρίμαζε» παράλληλα με εμάς, και γιατί μπορέσαμε και βιώσαμε τα βήματά της ενώ τα έκανε. Μεγαλώσαμε και εμείς με αυτή.
Προφανώς υπήρχαν και άλλων ειδών τεχνολογικές καινοτομίες πριν από εμάς. Προφανώς δεν ξεκίνησαν όλα ξαφνικά εν μία νυκτί τη δεκαετία του ’80. Προφανώς τα παιδιά του ’60 και του ’70 είχαν την τύχη να βιώσουν άλλα breakthroughs, όπως και άλλες ομορφιές στην απουσία της. Όμως, εμείς φαίνεται να γεννηθήκαμε σε ένα μεταίχμιο παλιάς και καινούργιας τεχνολογίας. Και ενώ ήμασταν αρκετά μικροί για να τη μάθουμε εύκολα και γρήγορα, δεν ήμασταν τόσο μικροί ώστε να τη θεωρούμε δεδομένη ή να είμαστε προσκολλημένοι σε αυτή. Ξέρω, ξέρω. Θα μου πείτε ότι όλες οι γενιές μπορούν να ισχυριστούν κάτι αντίστοιχο. Ναι, συμφωνώ απόλυτα. Εμείς όμως είμαστε ίσως η τελευταία γενιά που προλάβαμε να ζήσουμε χωρίς αυτή. Όχι χωρίς τεχνολογία γενικότερα, αλλά χωρίς το είδος της τεχνολογίας όπως είναι σήμερα: παρεμβατική αλλά απολύτως απαραίτητη.
Πηγή: athensvoice Το είδαμε: apotis4stis5