Θανάσης Αντετοκούνμπο: Η Γέννηση Στην Ελλάδα, Τα Αδέρφια Μου Και Η Οικογένεια Του!
Θανάσης Αντετοκούνμπο: Μια εκ βαθέων εξομολόγηση του Θανάση Αντετοκούνμπο για όλους και για όλα. Γνωρίστε τον Θανάση Αντετοκούνμπο.
Αδέρφια Αντετοκούνμπο, οι περισσότεροι έμαθαν την ιστορία τους μετά την επιτυχημένη τους πορεία στον αθλητισμό. Έπρεπε όμως να περάσουν τόσα χρόνια για να τα αποδεχτεί αυτά τα παιδιά η ελληνική κοινωνία. Έπρεπε να γίνουν κάτι για να πάψουν να είναι οι διαφορετικοί.
Άξιοι θαυμασμού αυτοί οι γονείς. Για τον τρόπο που μεγάλωσαν τα παιδιά τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν.
Αυτό, όμως, που θαυμάζουμε, ακόμα περισσότερο είναι, ότι παρά το bullying που δέχτηκαν ως παιδιά για την καταγωγή τους, παρά την μετέπειτα τεράστια επιτυχία τους και τη ζηλευτή τους πλέον καριέρα, τα αδέλφια αυτά χαρακτηρίζει μια παραδειγματική ταπεινοφροσύνη. Και μια συγκινητική διάθεση προσφοράς και στήριξης ειδικά προς τους μετανάστες.
Ο Θανάσης Αντετοκούνμπο ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια μίλησε στο Documento: «Καλημέρα. Είμαι ο Θανάσης Αντετοκούνμπο και γεννήθηκα στο Αρεταίειο. Το λέω για να μη νομίζει κανείς ότι από κάπου μας έφεραν ή ότι ήρθαμε από το φεγγάρι. Εδώ γεννήθηκα, εδώ πήγα νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο.
Δεν είχα πλούσιους γονείς. Αν κάτι άλλαξε στη ζωή μου, αυτό έγινε με τη σκληρή δουλειά. Βρήκα κάτι που αγάπησα και το ακολουθώ σαν θρησκεία. Μέχρι να γίνω η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Όλοι ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία (…).
Είχα δίπλα μου ανθρώπους που με βοήθησαν, όπως την κυρία Μαριέττα Σγουρδαίου, που την αποκαλώ “νονά”. Φιλόλογος στο Αρσάκειο και ηθοποιός. Μας πήγε, παιδιά 12-13 ετών, να ακούσουμε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Μας σύστησε την κυρία Μαρία Χορς, που ντύνει τις ιέρειες”.
Αντετοκούνμπο : Μυήθηκα στην ελληνική κουλτούρα
Μυήθηκα στην ελληνική κουλτούρα, στο αρχαίο δράμα. Διάβασα βιβλία. “Θανάση, θα πάθεις σοκ αν διαβάσεις τους Αδελφούς Καραμαζώφ”, μου είπαν κάποτε. “Θα σου ανοίξουν τα μάτια”. Αυτές οι εμπειρίες με άλλαξαν, χωρίς να το καταλαβαίνω. Με βοήθησαν και στον αθλητισμό, εμένα, που ήμουν ένα παιδί μεταναστών χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτε. Δεν χρειάζεται να έχει λεφτά κάποιος για να αισθανθεί πλούσιος. Ο πλούτος είναι στο μυαλό και στην ψυχή (…).
Είμαι αλληλέγγυος στα παιδιά που μοχθούν. Φεύγω για τις Η.Π.Α., αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εδώ τελειώνουμε. Παρακολουθώ και προβληματίζομαι. Να το ξέρουν αυτοί οι άνθρωποι, ότι είμαι εδώ. Στο πλευρό τους! Τους σκέφτομαι. Η χώρα μου δεν είναι η Αμερική, αλλά η Ελλάδα. Αισιοδοξώ ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Και δεν τα παρατάω ποτέ. Ποτέ. Ποτέ».
Ο γνωστός μπασκετμπολίστας αναφέρθηκε επίσης στο χαμό του πατέρα του και περιέγραψε τα συναισθήματά του στην ξαφνική απώλεια που βίωσε.
Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Ένιωσα ότι πνίγομαι, όταν έχασα τον μπαμπά μου. Τον θάνατο του πατέρα μου, δεν μπορούσα να τον τουμπάρω. Έγινε ξαφνικά και πόνεσε πολύ. Χωρίς καθόλου σημάδια. Τίποτα. Απλώς έφυγε. Δεν θα άντεχα να τον βλέπω να υποφέρει. Ποτέ. Ποτέ. Αλλά αυτή είναι η ζωή. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα. Μέχρι εκείνη την ημέρα, ένιωσα όπως οι μεγάλες ομάδες, όταν έχουν μάθει να κερδίζουν με την αύρα τους. Ό,τι και να συμβεί, στο τέλος θα νικήσουμε. Έτσι έλεγα. Είναι πολύ δύσκολο, φίλε».
Μάλιστα, αναφερόμενος στα αδέρφια του, είπε: «Να προσέχετε τα αδέρφια σας», μας έλεγε. Μας δίδαξε ότι ενωμένοι, μπορούμε να κατακτήσουμε τα πάντα. Αυτό που μας κρατά, όμως, ενωμένους είναι ότι λέμε αλήθειες ο ένας στον άλλον. Τον Γιάννη δεν τον έχω χαϊδέψει ποτέ, ούτε αυτός εμένα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη μαγκιά. Με το αίμα σου δεν παίζεις».
Σχετικά με τον ρόλο του μεγαλύτερου της οικογένειας, σχολίασε: «”Να προσέχετε τα αδέρφια σας”, μας έλεγε. Μας δίδαξε ότι ενωμένοι, μπορούμε να κατακτήσουμε τα πάντα. Αυτό που μας κρατά, όμως, ενωμένους είναι ότι λέμε αλήθειες ο ένας στον άλλον. Τον Γιάννη δεν τον έχω χαϊδέψει ποτέ, ούτε αυτός εμένα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη μαγκιά. Με το αίμα σου δεν παίζεις».
Για τον Γιάννη, πρόσθεσε: «Ο Γιάννης θα σπάσει φράγματα, που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ήδη, “πηδάει” τους στόχους τρεις – τρεις. Και τοποθετεί τον πήχη πάρα πολύ ψηλά. Ακόμα δεν έχει φτάσει πουθενά. Σε δύο χρόνια θα φανεί η δουλειά του. Τον ξέρω καλύτερα, απ’ότι ξέρω τον εαυτό μου».
Για όσους τον κριτικάρουν και τονίζουν πως παίζει στην Εθνική λόγω του Γιάννη, δήλωσε: «Η μάνα μου είναι περήφανη για μένα; Ο Γιάννης; O Κώστας; Ο Άλεξ; Ο Φράνσις; Οι φίλοι μου; Αυτό με ενδιαφέρει εμένα. Στην ζωή δεν μας χαρίζεται τίποτα. Να σου το πω αλλιώς. Αν κάποιος σου χαρίσει μία Ferrari, στοιχηματίζω ότι δεν θα την έχεις πια σε έναν χρόνο. Πρέπει να αντέξεις, για να την υποστηρίξεις. Να πληρώσεις φόρους, τέλη, ασφάλεια. Αν δεν μπορείς, θα χαθείς».
Επίσης, συμπλήρωσε: «Μέσα στο γήπεδο κάνω μία δουλειά, που δεν την κάνει κανένας. Δεν χρειάζομαι ούτε σαράντα μπάλες, ούτε χρόνο συμμετοχής. Oύτε είμαι 2.10μ, δεν έχω δέκα χρόνια εμπειρίας στην Euroleague. Δεν βλέπω την Γη, ούτε “κοιτάζω” τον αδερφό μου. Ξεκίνησα στα 16, και στα 19 έκανα προπόνηση με τα μίνι και τις παγκορασίδες, για να μάθω τα βασικά. Μπάλα έπαιζα μέχρι τότε. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω στην άμυνα και στην επίθεση. Ένας τυπάκος από το πουθενά είμαι εγώ. Και όμως, είμαι εδώ! Στην Εθνική και στο ΝΒΑ».
Επίσης, μίλησε και για τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, αναφέροντας: «Αν δεν αγαπάς τον συνάνθρωπό σου, δεν είσαι άνθρωπος. Άσχετα με το χρώμα του δέρματος ή την εθνικότητα. Κοίταξέ με λίγο. Μόνο η αγάπη σε κάνει άνθρωπο. Και η σκέψη. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικό ζώον. Αν βγάλεις από μέσα του την πολιτική, είναι σκέτο ζώον! Νοιάζομαι για το κοινό συμφέρον. Απαγορεύεται να είναι κάποιος απολιτίκ. Δεν θα φτάσουμε έτσι ψηλά ως κοινωνία. Πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε στο κοινό καλό, ιδίως όσοι έχουμε φωνή.
Γιατί να μην έχει δικαίωμα ένα κοριτσάκι που έχει ταλέντο στη ζωγραφική; Ή που δεν έχει καμία ιδιαίτερη δεξιότητα; Πώς είναι δυνατόν να μην θεωρείται Έλληνας κάποιος που γεννήθηκε εδώ, πήγε σχολείο και πανεπιστήμιο εδώ, πήρε την ελληνική παιδεία; Βγαίνω εκτός εαυτού τώρα. Όπου πηγαίνω λέω ότι είμαι Έλληνας, με καταγωγή από τη Νιγηρία. Εγώ ξέρω ποιος είμαι. Έλληνας είμαι. Οι περισσότεροι περιμένουν την υπηκοότητα και την ιθαγένεια, παλεύουν για το αυτονόητο δικαίωμά τους. Μάχονται. Τόσος κόσμος περιμένει».