Θέμης Μάνεσης: Οι Αυθαίρετοι, οι Δύο Ξένοι Και Το Τέλος Του Γνήσιου Μάγκα
Θέμης Μάνεσης: Πάνε περίπου πέντε χρόνια από την ημέρα που η Καίτη Φίνου ήταν εκείνη που μοιράστηκε την θλιβερή είδηση για τον θάνατο του Θέμη Μάνεση..
Ένα μαντάτο που δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τις ερμηνείες του αγαπημένου ηθοποιού. Όλοι τον νιώθαμε σαν τον μάγκα της διπλανής πόρτας, δηλαδή σαν άτομο γνήσιο, με ξεκάθαρο κώδικα αξιών αλλά και συνάμα προσιτό και γεμάτο με ευαισθησίες που κρύβονταν πίσω από το «βλοσυρό» κατά τα άλλα παρουσιαστικό του και το σήμα κατατεθέν χαρακτηριστικό μουστάκι του…
Τα τελευταία χρόνια πριν τον θάνατό του η εικόνα του έλειπε από την μικρή οθόνη. Τουλάχιστον σε νέες παραγωγές, αφού όλο και σε κάποια επανάληψη θα τον πετύχαινες ως τον μυθικό Μένιο Τσαπάρα στο hit του MEGA «Δυο Ξένοι», όπου έμειναν στην ιστορία οι αμέτρητες φορές εξέφραζε με τον… δικό του τρόπο την… συμπάθεια και την προτίμηση που έδειχνε σε συγκεκριμένα σημεία της ανατομίας της «αιώνιας» αρραβωνιαστικιάς του Φλώρας, την οποία υποδύθηκε η Χρυσούλα Διαβάτη.
Εκείνη η σειρά ήταν που τον έκανε ακόμη πιο γνωστό, δίνοντάς του ξανά την ευκαιρία να «επανασυστηθεί» στο τηλεοπτικό κοινό, στο ίδιο κανάλι μέσω του οποίου είχε κάνει και την πρώτη αξέχαστη παρουσία του ως ο Μπάμπης Βαρθακούρης στο σίριαλ «Οι Αυθαίρετοι», πίσω στο μακρινό 1989, που από πολλούς σήμερα θεωρείται ένα από τα «διαμάντια» στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Ουσιαστικά σε αυτούς τους ρόλους, είτε ως ο νταλικέρης που δυσκολευόταν να καταπιεί τον «καθωσπρεπισμό» και την «δηθενιά» των γύρω του, είτε ως ο εξαφανισμένος για 20 χρόνια στην Αφρική πρώην μαστροπός, ο Μάνεσης μετέφερε την «κληρονομιά» των αρχών της δεκαετίας του ’80, όταν εξαιτίας του παρουσιαστικού του και του χαρακτηριστικού τρόπου ομιλίας του, επιλεγόταν ξανά και ξανά σε ταινίες που σήμερα θεωρούνται καλτ.
Τότε ήταν που έπαιξε σε φιλμ όπως το «Φυλακές Ανηλίκων 1» και «Φυλακές Ανηλίκων 2» ως παράνομος μηχανόβιος, ενώ είχε προηγηθεί η παρουσία του στην «Παραγγελιά» το 1980 και την ίδια χρονιά είχε ρόλους στις ταινίες «Ξεβράκωτος Ρωμιός» (1980), «Θανάση, σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» (1980). Ακολούθησαν «Οι απέναντι» (1981), «Η γυναικάρα απ’ το Κιλκίς» (1985), «Θεόφιλος» (1987) και «Κόκκινος δράκος» (1998), πριν τελικά επανέλθει στην τηλεόραση για την οποία δίχως… ενοχές παραδεχόταν ότι ήταν η μεγάλη του αγάπη, αντίθετα από πολλούς συναδέλφους τους που τότε έδειχναν να την υποτιμούν, ταυτίζοντας την ηθοποιία με το θέατρο ή τον κινηματογράφο.
Βέβαια κι εκείνος –όπως οι περισσότεροι- είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική στο σανίδι. Το 1969, όταν ήταν 24 ετών, ο Μάνεσης ξεκίνησε να σπουδάζει στην σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη και την ίδια σεζόν άρχισε το ταξίδι του στον χώρο συμμετέχοντας στον θίασο των Νίκου Ρίζου-Κώστα Βουτσά-Μάρως Κοντού-Γιάννη Βογιατζή, στο έργο των Νίκου Τσιφόρου-Πολύβιου Βασιλειάδη «Αγάπη μου παλιόγρια», όπου υποδυόταν το γκαρσόνι.
Η πρώτη του παρουσία στην τηλεόραση έγινε το 1972, στο σίριαλ «Η γειτονιά μας» και ακολούθησαν δεκάδες ρόλοι και περάσματα (ακόμη και στο τηλεπαιχνίδια «Κόντρα Πλακέ» με τον Σπύρο Παπαδόπουλο), με σημαντικότερες δουλειές να είναι «Ο δρόμος» (1977), «Μοναστηράκι» (1981), «Η κυρία μας» (1987), «Οι αυθαίρετοι» (1989), «Θεόφιλος» (1989), «Ελλάς, μπορείς, μπορείς να προκριθείς» (1991), «Γίγας μοτέλ» (1993), «Dr Τζούλια και Ms Χάιδω» (1994), «Έναν ελληνικό» (1995), «Οικογένεια Καράμπελα» (2001), «Η απλή μέθοδος των τριών» (2004), «Ήρθε κι έδεσε» (2006). Παράλληλα δεν έλειψαν και άλλες συμμετοχές σε έργα που προβαλλόταν από την δημόσια τηλεόραση στο λατρεμένο «Θέατρο της Δευτέρας», ενώ ξεχωριστή θέση στο βιογραφικό του έχει η συνεργασία του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας το 2000 στο ανέβασμα του έργου του Αριστοφάνη «Πλούτος», όπου υποδυόταν τον Συκοφάντη.
Η τελευταία παρουσία του πραγματοποιήθηκε το 2013-14, με την συμμετοχή του στην σειρά «Μην Αρχίζεις τη Μουρμούρα» και κάπου εκεί ο Μήτσος ή Μένιος ή Μπάμπης, αυτός ο λεβέντης-μάγκας, αποσύρθηκε και ιδιώτευσε, χωρίς πάντως να είναι επιλογή του… Ένα παράπονο που το κράτησε μέχρι τον θάνατό του, αφού ήθελε πολύ να δουλέψει.
Τελικά έφυγε στις 22 Φεβρουαρίου 2017 σε ηλικία 72 ετών, αφού είχε προηγηθεί νοσηλεία σε νοσοκομείο για τα καρδιολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα. Οι γύρω του γνώριζαν ότι το χτύπημα που είχε δεχτεί νωρίτερα με την απώλεια του λατρεμένου αδελφού του αποδείχτηκε καθοριστικό. Αυτός ο μάγκας, άλλωστε, ήταν γεμάτος με συναισθήματα γνήσια και ατόφια, ακριβώς όπως αντιλαμβανόταν και ο ίδιος την έννοια «μαγκιά»…