Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο Γέρος Του Μοριά Και Το Τέλος Της Ζωής Του Στο Πιο Χαρούμενο Βράδυ Του
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Αν το ελληνικό έθνος θα έπρεπε να κηρύξει μία επίσημη ημέρα πένθους, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την 4η Φεβρουαρίου του 1843.
Ήταν η μέρα που έκλεισε για πάντα τα μάτια ο άνθρωπος που αν δεν είχε γεννηθεί, ενδεχομένως να μην υπήρχε καν ελληνικό έθνος. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν ήταν απλώς ένας ακόμη πολέμαρχος της ελληνικής επανάστασης, αλλά η ίδια η επανάσταση. Ήταν ο θεμελιωτής του αγώνα για ανεξαρτησία, αυτός που χάρη στη στρατηγική ιδιοφυία του και το ασύγκριτο χάρισμα να εμψυχώνει και να δίνει όραμα στο στράτευμα, πέτυχε τις μεγάλες στρατιωτικές νίκες τη διετία 1821-22, εδραιώνοντας την επανάσταση στην Πελοπόννησο και θεριεύοντας το σπόρο της απελευθέρωσης στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο απόλυτος ηγέτης – ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση, όταν μετά από περίπου 370 χρόνια λήφθηκε η ιστορική απόφαση για την ένοπλη εξέγερση. Μυημένος στη φιλική εταιρία, ήταν από τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού και η νίκη στο Βαλτέτσι, η άλωση της Τριπολιτσάς και η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια, τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο του Μωριά, «νομιμοποιώντας» τον ελληνικό αγώνα στα μάτια των μεγάλων δυνάμεων.
Ήταν επίσης αυτός που επιστρατεύθηκε άρον-άρον όταν η εμφύλια διαμάχη είχε ρημάξει την επανάσταση και τα ασκέρια του Ιμπραΐμ κατέκαιγαν και κατέσφαζαν την Πελοπόννησο, φτάνοντας ένα βήμα από το να την καταπνίξουν οριστικά. Παρά την πικρία του από τη φυλάκιση του και τη δολοφονία (από ελληνικό χέρι) του πολυαγαπημένου, πρωτότοκου γιου του, Πάνου, ο Γέρος αφουγκράστηκε το ιστορικός χρέος του και βγήκε μία ακόμα φορά μπροστά.
Ήξερε ότι σε εκείνη την τραγική στιγμή για τον ελληνισμό ήταν ο μόνος που μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια του Ιμπραΐμ – όλοι το ήξεραν – και αποφυλακίστηκε εσπευσμένα για να τον αντιμετωπίσει. Επέστρεψε στην πρώτη γραμμή, οργάνωσε αντάρτικες ομάδες για να πολεμήσει τους Αιγύπτιους και εξέδωσε τη θρυλική απειλή για «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», προσπαθώντας να σώσει οτιδήποτε μπορούσε να διασωθεί. Η δικαίωση ήρθε δύο χρόνια αργότερα, με την απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να δημιουργηθεί ελληνικό ανεξάρτητο κράτος και τη συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο.
Ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε από τους νικητές του β’ εμφυλίου πολέμου στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, στις 6 Φεβρουαρίου του 1825. Οι Έλληνες δεν είχαν ακόμα απελευθερωθεί, αλλά αλληλοσκοτώνονταν για τα αξιώματα μετά την απελευθέρωση και τη διαχείριση των πόρων που είχαν εξασφαλίσει από την Αγγλία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν στην πλευρά των ηττημένων. Αποφυλακίστηκε τρεις μήνες αργότερα, στις 17 Μαΐου με διάταγμα γενικής αμνηστίας, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη η πολιορκία του Μεσολογγίου και ο Ιμπραΐμ έκανε παρέλαση στον Μωριά. Διορίστηκε γενικός αρχιστράτηγος και παρά τις απόλυτα αντίξοες συνθήκες – το ηθικό των επαναστατημένων ήταν στο έσχατο σημείο – κατάφερε να αναγγενήσει από τις στάχτες της επανάσταση, αντισταθμίζοντας την απουσία αξιόμαχου τακτικού στρατού με την τακτική του κλεφτοπόλεμου και της «καμένης γης».
Κι όμως, αυτός ο άνδρας, ο απόλυτος ευεργέτης του έθνους, βρέθηκε ακόμα μία φορά στη φυλακή και καταδικάστηκε μάλιστα σε θάνατο από το καθεστώς της βαυαρικής αντιβασιλείας. Με ευθύνη όμως των Ελλήνων αυλικών της, που κατασυκοφάντησαν το Κολοκοτρώνη, φοβούμενοι ότι η τεράστια φήμη του εγκυμονούσε κινδύνους για ένα κίνημα ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης (και των προνομίων τους).
Το Σεπτέμβριο του 1833 ο Κολοκοτρώνης ρίχτηκε στις φυλακές του Ιτς Καλέ στην Ακροναυπλία Ναυπλίου και ύστερα από έξι μήνες, μετά από μια δίκη – παρωδία, αυτός και ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάστηκαν για συνωµοσία «προς παράλυσιν της βασιλικής εξουσίας και εις προπαρασκευήν εµφυλίου πολέµου» ώστε «να καταργήσει το καθεστώς πολίτευµα του έθνους».
Κάτω από πίεση του τότε (προσωρινού) υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Σχινά, οι τρεις από τους πέντε δικαστές ψήφισαν το αδιανόητο: η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών! Στο άκουσμά της ποινής το ακροατήριο έμεινε άναυδο και η απόφαση προκάλεσε σάλο στην κοινή γνώμη. Σε αυτό συνέτεινε και η άρνηση των δύο ηρωικών δικαστών, Πολυζωίδη και Τερτσέτη, να υπογράψουν την απόφαση, η οποία και οδήγησε στην κακοποίηση τους. Η εκτέλεση της ποινής «πάγωσε» και τρεις ημέρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε κάθειρξη 20 ετών.
«Ευχαριστώ τον βασιλιά, µα θα τον γελάσω. ∆εν θα ζήσω τόσα χρόνια», σχολιάζει ο Κολοκοτρώνης που μεταφέρεται «για μεγαλύτερη ασφάλεια» στις φυλακές του Παλαμηδίου. Εκεί θα μείνει έγκλειστος για άλλους 11 μήνες, έως ότου ο Όθωνας ενηλικιωθεί, αναλάβει τη βασιλεία και δώσει χάρη και σε αυτόν και στον Πλαπούτα. Η αποφυλάκιση θα έρθει τον Μάιο του 1835. Ο νεαρός Βαυαρός αποδείχτηκε μάλιστα πολύ πιο σώφρονας και έξυπνος από τους προκατόχους του. «Ο λαός ακόµη και τώρα έχει την ανάγκη σου», θα πει στον Κολοκοτρώνη όταν θα τον διορίσει σύμβουλο επικρατείας.
Είναι έως και κηλίδα στην ιστορία του ελληνικού έθνους το ότι ο Κολοκοτρώνης μπήκε δύο φορές, για συνολικό διάστημα 23 μηνών, στη φυλακή, τουλάχιστον όμως τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε όπως άρμοζε στο μεγαλείο του. Με το status ενός ζωντανού θρύλου, του ανθρώπου που προκαλούσε δέος και μόνο με την όψη του, του πιο σεβάσμιου μεταξύ όλων των Ελλήνων. Σαν να ένιωσε η ίδια η Ιστορία πόσο άδικη ήταν μαζί του και τον κατευόδωσε, «απολογούμενη», προς την αθανασία.
Λίγους μήνες πριν να κλείσει τα μάτια του, το ένστικτό του τον ειδοποίησε πως το τέλος βρισκόταν κοντά. Περιόδευσε σε όλον τον Μωριά. Παντού από όπου περνούσε, φώναζε φίλους και εχθρούς και τους αποχαιρετούσε δίνοντας και παίρνοντας συγχώρεση. Πέρασε ακόμα και από τις Σπέτσες και την Ύδρα και συμφιλιώθηκε με τον πάλαι ποτέ επιστήθιο εχθρό του, τον Γεώργιο Κουντουριώτη.
Την 1η Φεβρουαρίου 1843 ο Κολοκοτρώνης πάντρεψε τον γιό του Κολίνο με την εγγονή τού άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας, πρίγκιπα Ιωάννη Καρατζά. Ο γάμος ήταν ένα από τα πιο σημαντικά κοσμικά γεγονότα της εποχής για την πρωτεύουσα. Στο μυστήριο και στο επακόλουθο γλέντι παραβρέθηκαν όλοι οι επίσημοι, καθώς και αντιπροσωπείες από όλες τις ξένες πρεσβείες. Ο Γέρος ήταν τόσο κεφάτος και ζωτικός, τόσο ενεργός στη διασκέδαση, που έδειχνε να βιώνει μία από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του.
Δύο ημέρες αργότερα παραβρέθηκε στον μεγάλο χορό του παλατιού, όπου παρουσιάσθηκε και πάλι πολύ ευδιάθετος. Κάποια στιγμή παρακάλεσε τον βασιλιά να διατάξει τους μουσικούς να παίξουν ελληνικούς χορούς και με ευθυμία προσκαλούσε τις κυρίες των τιμών να χορέψουν μαζί του. Όταν, χάριν αστεϊσμού ο Αναγνώστης Δεληγιάννης του είπε ότι ήπιε λιγάκι παραπάνω, απάντησε ότι ήθελε να γλεντήσει τις τελευταίες του στιγμές. Γύρω στα μεσάνυχτα, επέστρεψε στο σπίτι του. Λίγο αφότου ξάπλωσε στο κρεβάτι του, υπέστη εγκεφαλική συμφόρηση. Η κακή κατάσταση της υγείας του έγινε αντιληπτή από τη σύντροφό του στις 3 το πρωί. Οι γιατροί έπραξαν το ανθρωπίνως δυνατό. Τον φλεβοτόμησαν, του τοποθέτησαν βδέλλες, χιόνι στο κεφάλι. Μάταια όμως. Ο Γέρος δεν συνήλθε ποτέ. Γύρω στις 11.00 το πρωί η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, σε ηλικία 73 ετών. Ο θάνατος ήταν αιφνίδιος και το μαντάτο διαδόθηκε ραγδαία, με τη μορφή σπαρακτικού θρήνου, στον ελληνισμό.
Ανάστατοι οι πολίτες έκλειναν τα καταστήματά τους, άφηναν τις εργασίες τους και έτρεχαν στο σπίτι του για τον ύστατο αποχαιρετισμό, ενώ η κυβέρνηση διέταξε τριήμερο εθνικό πένθος. «Σε κλαίνε χώρες και χωριά!», ήταν η φράση που έσκιζε τον ουρανό κατά το γοερό μοιρολόι. Συγγενείς, φίλοι και πολλοί από τους παλαιούς συμπολεμιστές του, είχαν φτάσει από τα ξημερώματά στο σπίτι του. Του φόρεσαν τη στολή του στρατηγού και τα τσαρούχια του, τον έζωσαν με το σπαθί με το οποίο ξεκίνησε τον Αγώνα και τον έβαλαν στο φέρετρο. Τοποθέτησαν μια τουρκική σημαία στα πόδια του να την πατάει συμβολικά και δίπλα του την περικεφαλαία και τη στολή που φορούσε ο Γέρος στα Επτάνησα.
Η σορός του Κολοκοτρώνη μεταφέρθηκε με νεκροφόρα άμαξα στο ναό της Αγίας Ειρήνης, κινούμενη από τις οδούς Ερμού και Αιόλου. Πλήθος ανθρώπων, με βουρκωμένα μάτια, τον συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία του. Ο τόσο γνώριμος στα αυτιά του ήχος των κανονιοβολισμών ήταν το τελευταίο «αντίο» προς τον στρατηγό όλων των Ελλήνων. Είναι λίγες οι φορές που ο κόσμος αποχαιρετά έναν νεκρό, με τη βεβαιότητα ότι η ιαχή «αθάνατος» θα αντηχεί στους αιώνες των αιώνων.