σως κάποια στιγμή θα άξιζε να γυριστεί ένα φιλμ που να περιγράφει την ζωή της Γκιζέλας Ντάλι. Της εκρηκτικής ηθοποιού που χαρακτηρίστηκε ακόμη μία «Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό» και από απόλυτο αισθησιακό σύμβολο μετατράπηκε σε «αγρίμι» που κέρδισε τον σεβασμό όλων.
Ήρθε σε αυτόν τον κόσμο στις 23 Αυγούστου 1940 (αν και άλλοι τοποθετούν την γέννησή της το 1937 ή το 1938) ως Αδαμαντία Μαυροειδή, στην περιοχή της Πλάκας. Κόρη αστών της εποχής, με τον πατέρα της να προέρχεται από εγκατάσταση οικογένεια των Μεγάρων (όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια) και την μητέρα της από αντίστοιχη της Νάξου. Και από πολύ μικρή ηλικία συνέβησαν περιστατικά τα οποία στιγμάτισαν –μπορεί και να διαμόρφωσαν- την γυναίκα που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως Γκιζέλα Ντάλι και θα αιχμαλώτιζε την φαντασία του αντρικού πληθυσμού.
Ο φόβος της μητέρας της ότι οι Γερμανοί κατακτητές θα μπορούσαν να βλάψουν το παιδί της, οδήγησαν το ζευγάρι στην απόφαση να την στείλουν (νήπιο ακόμα) σε μοναστήρι στον Άγιο Ιερόθεο, ενώ στα 12 χρόνια της, όταν η Κατοχή και οι κακουχίες της αποτελούσαν πια παρελθόν, είδε την μικρή αδελφή της να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της…
Ένας διερχόμενος με δίκυκλο παρέσυρε και σκότωσε την Ελένη, μόλις 8 ετών τότε. Το βάρος μιας τόσο άδικης και αναπάντεχης απώλειας αποδείχτηκε αβάσταχτο για την οικογένεια και στην κυριολεξία την διέλυσε. Παρά την υποστήριξη από ειδικούς, ψυχολόγους κλπ, το ζευγάρι δεν άντεξε. Σύμφωνα με διηγήσεις της ίδιας, ο πατέρας της πάντοτε θεωρούσε υπεύθυνη την μητέρα της για τον χαμό της αδελφής της, με αποτέλεσμα να μην αργήσουν οι εντάσεις, οι ενοχές και αυτό το πέπλο βαθιάς μελαγχολίας που σκέπασε τα πάντα.
Έτσι η Αδαμαντία βρέθηκε μαζί με την μητέρα της πίσω στην Αθήνα όπου το νεαρό κορίτσι δεν άργησε να δείξει την κλίση του στα θεάματα. Σπούδασε υποκριτική και χορό, έγινε δεκτή στην Σχολή Καλών Τεχνών και όλα προμήνυαν μια ανάλογη καριέρα. Μέχρι που γνώρισε τον κατά 21 χρόνια μεγαλύτερό της, Ντίμη Δαδήρα. Αργότερα θα παραδεχθεί ότι αυτή η σχέση που εξελίχθηκε σε γάμο στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι ο γνωστός σκηνοθέτης ενσάρκωνε ουσιαστικά την πατρική φιγούρα που τόσο της είχε λείψει, παρά το ότι μεταξύ τους υπήρξε θυελλώδης έρωτας.
Εκείνη ήταν και η εποχή που «γεννήθηκε» η Γκιζέλα Ντάλι, όπως την γνωρίσαμε στον κινηματογράφο. Λέει η ίδια σε συνέντευξή της στο Down Town για την επίδραση του συζύγου της: «Δεν μπορώ να πω ότι τον αγάπησα σαν εραστή, αλλά περισσότερο σαν πατέρα μου και εκείνος σαν κόρη του. Έτσι, εν μία νυκτί με αντικατέστησε με την… Γκιζέλα Ντάλι. Μου μάκρυνε τα μαλλιά, με έμαθε να βάφομαι ως εκρηκτική ντίβα και μαζί του για πρώτη φορά φόρεσα ντεκολτέ. Σε όποιο πάρτυ πηγαίναμε με παρουσίαζε ως Γκιζέλα Ντάλι, χωρίς ωστόσο να έχω κάνει τίποτα στον κινηματογράφο».
Πανέμορφη και ακομπλεξάριστη, έπαιξε σε πολλές ταινίες, κυρίως μικρότερων εταιρειών, την δεκαετία του ’60, χωρίς βέβαια να λείψουν και οι παρουσίες σε πιο μεγάλες παραγωγές, δίπλα σε καταξιωμένους ηθοποιούς. Ορισμένες σκηνές, μάλιστα, όπως η παρακάτω με τον Θανάση Βέγγο και το… πουλάκι, να μένουν αξέχαστες.
Την δεκαετία του ’70 άνθισε και στην Ελλάδα το ερωτικό σινεμά. Σοφτ εκδοχές με πολύ γυμνό, κάτι πρωτοποριακό για την εποχή. Η Γκιζέλα Ντάλι υπήρξε η απόλυτη «ιέρεια» τέτοιων φιλμ που πολλές φορές εν αγνοία των ίδιων των ηθοποιών είχαν και πιο «σκληρές» κόπιες οι οποίες έβγαιναν στο εξωτερικό με τα περίφημα ντουμπλαρίσματα από άλλους στις ακατάλληλες σκηνές. Κάτι που ανακάλυψαν πολλοί Έλληνες μέσω του γνωστού σε όλους RTL από το οποίο ένα βράδυ του 1989-1990 προβλήθηκε η διαβόητη «Σπηλιά της αμαρτίας», γεμάτη σκηνές που κανείς δεν είχε δει όταν το φιλμ είχε βγει στις αίθουσες πίσω στο 1976.
Περίπου τότε ήταν που η Γκιζέλα αποφάσισε να τα αφήσει όλα αυτά οριστικά πίσω της. Αν και δεν κατηγόρησε ποτέ κανέναν για τους ρόλους που τις έδιναν, αντιλήφθηκε ότι πολύ δύσκολα θα ερχόταν κάποια πρόταση να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, παρά την πέρα από κάθε αμφισβήτηση ικανότητά της να αντεπεξέλθει. Όπως παραδέχτηκε και η ίδια, είχε κουραστεί και από την προσωπική της ζωή, τους δεσμούς που έμειναν στη μέση, τις αμβλώσεις στις οποίες κατέφυγε κι έτσι πήρε την απόφαση να αποτραβηχτεί στη Νάξο, στον τόπο καταγωγής της μητέρας της. Είχε προηγηθεί ταξίδι στην Αμερική όπου τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα και κάπου εκεί προέκυψε η διάγνωση για καρκίνο στον λάρυγγα. Πλέον με την καριέρα της να έχει πάρει την κατιούσα και να δέχεται προτάσεις μόνο για αισθησιακές ταινίες, το νησί ήταν μονόδρομος.
Εκεί δεν άργησαν να την παρενοχλούν οι άντρες του νησιού, θεωρώντας –με βάση το στερεότυπο που είχαν στο μυαλό τους από τους ρόλους της- ότι θα αποτελούσε μια… εύκολη υπόθεση. Το πώς τους αντιμετώπισε το εξήγησε κάποτε η ίδια. «Οι άντρες της Νάξου με έβλεπαν ως την Γκιζέλα σύμβολο του σέξ και ορισμένοι τα βράδια, έρχονταν έξω από το σπίτι να με πειράξουν. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Μέχρι που αναγκάζομαι μια Κυριακή να πάω στην πόλη, εκεί όπου σύχναζαν οι άντρες που με πείραζαν. Μάζεψα λοιπόν τις γυναίκες τους και σε ένα καφενείο ανέβηκα πάνω σε ένα τραπέζι με ένα μαχαίρι στα χέρια και τους είπα: “Γυναίκες, όλα αυτά τα βράδια οι σύζυγοί σας έρχονταν και με πείραζαν πετώντας μου πέτρες στο σπίτι που έχω μέσα στο φαράγγι. Πείτε τους πως αν θα ξανάρθουν, θα τους κόψω τα γεννητικά τους όργανα και θα τους βάλω να τα φάνε» εξομολογείται στον δημοσιογράφο Νίκο Νικολιζα.
Έμεινε σε εκείνο το σπίτι, μέσα στο φαράγγι της Νάξου και συνέχισε να ζει σαν «αγρίμι», έχοντας κερδίσει τουλάχιστον τον σεβασμό όλων. Ο θάνατος πήρε την μητέρα της και λίγο αργότερα την επισκέφθηκε ξανά ο καρκίνος. Οι γιατροί της έδιναν λίγες εβδομάδες ζωής, μα εκείνη άντεξε σχεδόν δέκα χρόνια. Σκληρό μαγκάκι μέχρι τέλους, άφησε την τελευταία πνοή της στις 10 Σεπτεμβρίου 2010, χωρίς να αφήσει την αρρώστια να την κάνει να χάσει το χιούμορ της ή τις συνήθειές της να καλλιεργεί την γη της, να διαβάζει τα αμέτρητα βιβλία της ή να σβήσει το χαμόγελό της.