Μία θλίψη κυριαρχεί πάνω απο τη χώρα μας σήμερα για τον μεγάλο ηθοποιό και τραγουδιστή Νίκο Ξανθόπουλο που σηματοδότησε μια εποχή.
Υπόκλιση στον μεγάλο ηθοποιό
Yπόκλιση στον Νίκο Ξανθόπουλο όχι από θαυμαστές των ταινιών του, αλλά από ανθρώπους που δηλώνουν ότι… δεν τις άντεχαν, αλλά λάτρεψαν τον Νίκο που γνώρισαν μέσα από αναρτήσεις και συνομιλίες στο τσατ.
Θα μου πείτε, τι μπορεί να ξεπεράσει αυτή την λαϊκή, σαρωτικής βάσης, απεύθυνση των ασπρόμαυρων ταινιών που τον καθιέρωσαν ως το παιδί του λαού; Αν η φωνή του Καζαντζίδη ήταν αυτή που εξέφραζε τον αγώνα, την ξενιτειά, την προδοσία του έρωτα, την αγάπη για τη μάνα, προτομή όλων αυτών έγινε ο Νίκος Ξανθόπουλος. Κυνηγημένος αλλά υπερήφανος. Σε απόγνωση αλλά απόλυτα έντιμος. Ομορφος. Το πρότυπο του Ελληνα για τα εκατομμύρια των θεατών.
Το μελό, η υπερβολή, η εύκολη επίκληση της συγκίνησης ήταν τα εργαλεία αυτής της σχολής. Για κάποια χρόνια, μετά την επέλαση του νέου ελληνικού κινηματογράφου, δεν ήταν λίγοι αυτοί που χρησιμοποίησαν τους ρόλους του για περιπαικτικούς χαρακτηρισμούς άλλων. Εγινε παρωδία, υλικό για χιουμοριστικά βίντεο. Οπως και της τόσο αγαπημένης του Μάρθας Βούρτση που μονίμως έκλαιγε -μια γυναίκα με προσωπικότητα χειμαρρώδη και τρομερό χιούμορ στη ζωή της. Και ίσως εκεί να έμενε η φήμη του, διχασμένη απέναντι στον θαυμασμό των μεγαλύτερων, την διακριτική απόσταση των νεότερων, αν δεν μπαίναμε στα χρόνια των social media. Τότε που αυτό που υπήρξε πραγματικά ο Νίκος Ξανθόπουλος, σκεπτόμενος, τρυφερός, ανήσυχος, δεμένος με την γη και τη φύση, σε διαρκή αναζήτηση για νέα γνώση, ήρθαν στο φως.
Πολλοί τον θυμούνται στα χρόνια μετά τη μεγάλη δόξα και την καριέρα που τον έστειλε στις χώρες του εξωτερικού με μεγάλες ελληνικές κοινότητες, για παραστάσεις και συναυλίες. Τότε που αποτραβηγμένος από τα φώτα, πάντα αναγνωρίσιμος, έμπαινε στα βιβλιοπωλεία και αγόραζε μανιωδώς βιβλία, αναζητούσε τίτλους, έπιανε για ώρα συζήτηση με τους παλαιούς πωλητές. Και μετά ήρθε η επικράτεια του facebook. Ο λογαριασμός του, μια έκπληξη. Δεν προσποιήθηκε, έγραψε για όσα σκέφτεται και αγαπά -τα λουλούδια και τα φυτά της Εριφύλης του, τα εγγόνια του και ιστορίες από τη ζωή του. Κάθε ανάρτηση ένα διήγημα, ένα ντοκουμέντο για τη ζωή των Ελλήνων στην επαρχία και το εξωτερικό. Αυτών που τον πλησίαζαν και του έκαναν εξομολογήσεις σαν αν είναι ιερέας και μετά ζητούσαν να τους κοινωνήσει με ένα τραγούδι.
Λαικός ήρωας
Διαβάζω αναρτήσεις πολιτικών επιστημόνων, καθηγητών, συγγραφέων, ανθρώπων της διανόησης, που επικοινωνούσε μαζί τους με μηνύματα στο fb. Τον ένοιαζε η πολιτική, οι εξελίξεις στην κοινωνία, θύμωνε για σημεία θολά της δικαιοσύνης. Θυμάμαι τις αναρτήσεις του και βλέπω δεκάδες άλλες να κοινοποιούν σήμερα αυτές που δεν θα λησμονήσουν. Κάνω τικ σε αυτές που δεν θα ξεχάσω κι εγώ. Να όπως αυτή τον περασμένο Οκτώβριο: «Θέλω να σας πω μια μικρή ιστορία. Τραγουδούσα στο Σικάγο στο ΟLympic Flame, πάνε χρόνια. Είχα παρατηρήσει ένα μοναχικό τύπο που ερχόταν συχνά τα βράδια, πάντα μόνος, καθότανε στο σκαμπό του μπαρ κι έπινε το ποτό του σιωπηλός. Συχνά τα βράδια είπα; Μπορεί και να μην έλειψε κανένα βράδι. Μού κανε εντύπωση.
Μια φορά που βρέθηκα στο μπαρ δίπλα του είπε να με κεράσει. Πάντα μόνος; του λέω .. Ναι , σχόλασα κι είπα να πιώ κάνα δύο να χαλαρώσω, να πάω για ύπνο.. Από πού είσαι; Αρκαδία. Από πού; Ένα χωριό δεν το χεις ακουστά , την Καντήλα. Σε ποιο εστιατόριο δουλεύεις; Είμαι κουρέας. Πάω να φύγω και με πιάνει απ’ το μανίκι. Θα μου κάνεις μια χάρη; Αμέ. Λες τραγούδια όλο γι αυτούς που γλεντάνε, θα πεις ένα για μένα , ένα παραπονιάρικο ; Τον κοίταξα, τον είχε ρημάξει η μοναξιά . Ότι θέλεις.. Ένα παραπονιάρικο θέλω, για τη μάνα. Βγήκα στο πάλκο κι άρχισα τα ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙΑ. Τον παρατηρούσα από μακριά, μόνο που δεν έκλαιγε. Ξαφνικά πετάει το ποτήρι που κρατούσε και το κάνει κομμάτια. Τον βγάλανε έξω σηκωτό, δεν τον πρόλαβα… Από τότε αυτό το τραγούδι με πειράζει».
Αλλοτε μοιάζουν οι αναρτήσεις με το ημερολόγιο ενός αγρότη, όπως έβαζε τα χέρια στα χώματα και καλλιεργούσε ελιές, πατάτες, σταφύλια, ρόδια. Περήφανος για αυτά και με σεβασμό στη γη, στο χώμα λες και έχουν θεϊκές ιδιότητες. Μοιραζόταν και προσωπικά μυστικά, να ότι ο εγγονός του αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και προβληματίστηκε, «ο Κατράκης θυμάμαι μας έλεγε πώς το θέατρο είναι δουλειά για πλούσιους ανθρώπους , να δημιουργούν απερίσπαστοι. Και ο Κουν, ότι ο ηθοποιός πρέπει να ναι ασκητής… Δεν θα ζώ να τον δω να θαλασσοδέρνεται, αλλά από τώρα μού’ βαλε μια ακόμη έγνοια. Άντε κι ο θεός βοηθός».
Τα βιβλία του
Τόσο ωραίο δώρο αυτό. Που το fb μας άφησε να γνωρίσουμε σε βάθος τον Νίκο Ξανθόπουλο, όσους δεν δείξαμε ενδιαφέρον για τις ταινίες του. Ευθυτενής, προσωπικός και καθόλου εγκλωβισμένος στη δόξα του, μετρούσαν περισσότερο η σχέση του με την γη, τις σελίδες και την ανθρώπινη επικοινωνία. Επικήδειος εδώ, τα ίδια του τα λόγια για τις σχέσεις του με τα βιβλία. Όπως τις έγραψε σε ένα πληκτρολόγιο και ανέβασε στο facebook. Σπουδαίος Νίκος Ξανθόπουλος. «Πριν μερικές μέρες μιλούσαμε για βιβλία, αυτό το ασίγαστο πάθος που με ταλανίζει χρόνια τώρα. Θυμάμαι το πρώτο δώρο πού ζήτησα από τον πατέρα μου ήταν βιβλίο, κι οι περισσότεροι φίλοι μου είναι εκδότες και βιβλιοπώλες παρά ηθοποιοί. Όνειρό μου ήταν πάντα ν’ ανοίξω κάποτε ένα βιβλιοπωλείο. Όχι να πουλάμε, να μαζευόμαστε και να συζητάμε.
Μια εποχή η σχέση με το βιβλίο είχε φτάσει στο απροχώρητο, πλημμύρισε το σπίτι από βιβλία, φράκαρε. Η γυναίκα μου έβαλε τις φωνές “τρελάθηκες άνθρωπε, σε λίγο δε θα χωράμε πια, σε βλέπω να κοιμάσαι έξω από την πόρτα πάνω στο χαλάκι σαν τον σκύλο, θα σε διώξουν τα βιβλία”.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά χτες το βράδυ όταν πήρα ένα μήνυμα από το Σικάγο. Ήταν ο γιος ενός φίλου μου ο George Vessol. Μη σας παραξενεύει τ’ όνομα, ελληνάκι είναι Βασιλακόπουλος, από Αρκαδία. Και τι μου λέει; Από τα βιβλία που έφερνες στην Αμερική κύριε Νίκο, μου έδωσες κι εμένα ένα όταν ήμουν παιδί, το ‘χω ακόμα. Τα μυστικά του βάλτου.
Κοίτα να δεις… Κουβαλούσα μες στις βαλίτσες μου πάντα βιβλία για παιδιά, τον Λεωνή του Θεοτοκά, το Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη και για μεγάλους τα βιβλία του Χρ. Σαμουηλίδη Μαύρη θάλασσα, Ακριτική γενιά για φίλους μου Πόντιους και τελευταία το βιβλίο του Βαλτινού Το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, που ήταν σχετικό με τούς μετανάστες. Το έσπειρα αυτό το συναρπαστικό βιβλίο σ’ όλη τη Βόρεια Αμερική και στην Αυστραλία. Εκεί μάλιστα μια κοπελιά από τη Φλώρινα το πήγε και στο πανεπιστήμιο όπου σπούδαζε φιλολογία…»