Η Νίτσα Παραρά – Ευτυχίδου, από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, ήταν μία από τους χιλιάδες πρόσφυγες που έζησαν την καταστροφή της πόλης. Στη μνήμη τους έμειναν χαραγμένες όλες οι στιγμές από τη σφαγή, τον τρόπο που εξαπλώθηκε η φωτιά και τον ξεριζωμό.
“Η φωτιά πρώτα άρχισε από την Αρμενική συνοικία και στη συνέχεια εξαπλώθηκε και την ελληνική. “Ρίχνανε με καζοντενεκέδες και με κουβάδες την βενζίνα και το πετρέλαιο και ανάβανε φωτιά”, είχε αφηγηθεί στη Μηχανή του Χρόνου.
Την ημέρα της καταστροφής ο άνεμος άλλαξε φόρα. Φυσούσε έντονα και βορειοδυτικά, βοηθώντας στην εξάπλωση της φωτιάς. Κατέκαψε όλη την πόλη εκτός από την μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία. Χιλιάδες πρόσφυγες έτρεχαν στην προκυμαία για να σώσουν τις ζωές τους. Γύρω τους οι Τούρκοι είχαν στήσει πολυβόλα. Οι βάρκες και τα πλοία των συμμάχων ήταν η μόνη ελπίδα διαφυγής.
H φωτιά διήρκεσε από τις 13- 17 Σεπτεμβρίου. Τις δραματικές στιγμές κατέγραψαν οι “σύμμαχοι” από τα καράβια τους.Διαβάστε επίσης στη «ΜτΧ»: Ο Σίντλερ της Σμύρνης. Ο Αμερικανός που έσωσε τις ζωές 350.000 Ελλήνων στη Μικρασιατική Καταστροφή. Έδωσε την περιουσία του και εκβίασε τις ελληνικές αρχές για να εξασφαλίσει την διάσωση των προσφύγων:https://www.mixanitouxronou.gr/sigkinitika-plana-apo-ti-mikrasiatiki-katastrofi-vgikan-apo-to-sentouki-86-chronia-meta-tin-tragodia-spanies-ikones-tis-smirnis-ke-tis-prosfigias/
“Ενώ ξεκίνησε η σφαγή, στο λιμάνι δεν υπήρχε πλοίο πλευρισμένο. Οι χριστιανοί έπεφταν στη θάλασσα. Όποιος όποιος ήξερε κολύμπι και έφτανε στα γαλλικά πλοία τον έσωζαν. Στα πλοία άλλης εθνικότητας τους έριχναν ζεματιστό νερό για να τους απαγορεύσουν την πρόσβασή. Δεν τους άφηναν να ανέβουν επάνω στο πλοίο. Σε κάποιους που μπόρεσαν να αναρριχηθούν τους έκοβαν τα χέρια. Ταυτόχρονα οι αξιωματικοί στα συμμαχικά πλοία είχαν δώσει εντολή στην μπάντα να παίζει δυνατά μουσική για να μην ακούγονται οι σπαρακτικές φωνές των απελπισμένων”, μας διηγήθηκε.
Η οικογένεια της κατάφερε να σωθεί και να φτάσει στην Ελλάδα. Ευτυχώς σε κάποιες περιοχές υπήρξε αλληλεγγύη και άμεση βοήθεια.
“Ο δήμαρχος της Σάμου, που ήταν αλευροβιομήχανος είχε δώσει εντολή να δουλεύουν οι φούρνοι και να δίνουν ψωμί στους πρόσφυγες. Αυτό δεν το έχω ακούσει σε κανένα άλλο μέρος μόνο στη Σάμο. Και γινόταν σκοτωμός φυσικά γιατί δεν ήταν ένα το καράβι, ήταν πολλά τα πλοία που ξεφόρτωναν”.
Με πίκρα περιγράφει την αντιμετώπιση που βρήκαν οι πρόσφυγες από κάποιους κακούς Έλληνες: “Η μητέρα Ελλάδα ήταν μητριά δεν ήταν μητέρα. Κάποιοι έδιναν αντιφατικές εντολές και έλεγαν ότι οι πρόσφυγες ήρθαν να πάρουν τα αγαθά από τους ντόπιους, ότι κινδύνευαν οι περιουσίες τους, ακόμα και οι άντρες και οι γυναίκες τους’.
Τα χειρότερα επίθετα που ακούστηκαν για τους μικρασιάτες ήταν “Τουρκομερίτες και Τουρκόσποροι”. Η κ. Παραρά θυμάται με πίκρα την άστοργη υποδοχή κάποιων αλλά και την πραγματική εικόνα των προσφύγων: “Οι περισσότεροι ήταν αριστοκράτες και σπουδασμένοι”.