Βούλα Ζουμπουλάκη: Γεννημένη στις 24 Σεπτεμβρίου 1924 και απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και με πρώτη της εμφάνιση στην Εθνική Λυρική Σκηνή,αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς. Η ίδια έζησε έναν μεγάλο έρωτα την χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και μία δυνατή φιλία με την αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη. Η Βούλα Ζουμπουλάκη διακρίθηκε σε πολλούς ρόλους και οι ταινίες που συμμετείχε είναι μέχρι σήμερα επιτυχημένες.
Δεν έκανε ποτέ παιδιά. Γιατί; Απλά δεν ήθελε να αποκτήσει. «΄Ετσι μου έλεγε και την πίστευα», δηλώνει ο ανιψιός της Βούλας Ζουμπουλάκη , Γιάννης Ζουμπουλάκης, που αγάπησε σαν παιδί της. Κάθε μέρα μιλούσαν μαζί στις 12 το μεσημέρι. «Αν κάτι συνέβαινε και δεν μιλούσαμε θύμωνε. Ηθελε την ασφάλεια αλλά ήθελε, επίσης, να μένει μόνη. Κι αυτό της κόστισε. Μόνη την βρήκα στη μπανιέρα της όταν έπαθε το μοιραίο εγκεφαλικό»…
Βούλα Ζουμπουλάκη ή αλλιώς Γκρέτα Γκάρμπο
Πως είναι δυνατόν να ξεχάσει κανείς την Γκρέτα Γκάρμπο της Ελλάδας ή αλλιώς Βούλα Ζουμπουλάκη; Η θρυλική ατάκα της Γκάρμπο στο «Grand Hotel» ταιριάζει γάντι στην περίπτωση της, επίσης αγέρωχης, μυστηριακής, αισθαντικής, υψηλής αισθητικής ομορφιάς, χαρακτήρα και αληθινής Κυρίας Βούλας Ζουμπουλάκη. «Θέλω να μείνω μόνη. Απλώς θέλω να μείνω μόνη…» Οπως και η Γκρέτα Γκάρμπο, έτσι και η Βούλα Ζουμπουλάκη όταν στα τέλη του ΄’90 είπε τέρμα η ηθοποιοία, το εννοούσε. «Αυτό το κεφάλαιο Ε-ΚΛΕΙ-ΣΕ», έλεγε στον ανιψιό της, Γιάννη Ζουμπουλάκη. Κι όχι μόνο αυτό αλλά θύμωνε όταν της μιλούσαν για το παρελθόν. Ιδιαίτερα θύμωνε όταν άκουγε να της μιλούν για την «Στέλλα» και τον ρόλο της Αννέτας, της ζηλιάρας τραγουδίστριας που έμεινε στη σκιά της δυναμικής Στέλλας (Μελίνας Μερκούρη) στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη του 1955. «Ελεος!! Εχω παίξει τα παπούτσια μου στο θέατρο και να μου μιλούν ακόμα για την Αννέτα στη Στέλλα; ΔΕΝ ΘΕΛΩ!!», έλεγε.
Βούλα Ζουμπουλάκη: Η φιλία με τη Μερκούρη και η ερμηνεία της Αννέτας
Σύμφωνα με το θρύλο, ποτέ δεν αγάπησε το ρόλο της ζηλιάρας Αννέτας,.του λαϊκού κοριτσιού που ήταν κόντρα στο δικό της χαρακτήρα και στο αριστοκρατικό της προφίλ. Οπως σημειώνει στη βιογραφία του «Μιχάλης Κακογιάννης, σε πρώτο πλάνο» ο σκηνοθέτης (εκδ. Ψυχογιός – Χρ. Σιάφκος), η Ζουμπουλάκη «ντρεπόταν λιγάκι που υποδυόταν την μπουζουξού. Τα έκανε όλα λίγο απολογητικά. Η αλήθεια είναι ότι η Μελίνα Μερκούρη τον έπεισε να συνεργαστεί μαζί της. Ηταν φίλες και έπαιζαν μαζί στο θέατρο».
Βούλα Ζουμπουλάκη: Ο δύσκολος χαρακτήρας της
Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης δήλωσε χαρακτηριστικά: «΄Ηταν δύσκολος χαρακτήρας αλλά ότι έβλεπες, αυτό ήταν. Οταν δεν ήθελε να δει άνθρωπο, δεν έβλεπε άνθρωπο. Και δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις. Η αλήθεια είναι ότι η τελευταία της συνέντευξη δόθηκε σε μένα επειδή ήμουν εγώ. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σινεμά στις αρχές του μιλένιουμ. Με αγαπούσε σαν παιδί της γιατί η ίδια δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. Γιατί όπως έλεγε (και την πίστευα) δεν ήθελε να αποκτήσει», μας λέει ο ανιψιός της.
Βούλα Ζουμπουλάκη:Η μοναξιά μοναξιά αλλά και το τηλέφωνο ήταν απαραίτητο
Ο ανηψιός της δήλωσε σε σχέση με την συχνή επαφή τους πως, «τα τελευταία χρόνια μιλούσαμε κάθε μέρα στις 12.00 στο τηλέφωνο. Κάθε μέρα. Με έπαιρνε ή την έπαιρνα. Αν κάτι συνέβαινε και δεν μιλούσαμε θύμωνε. Ηθελε την ασφάλεια αλλά ήθελε, επίσης, να μένει μόνη. Εντελώς μόνη. Αυτό το πλήρωσε. Μόνη την βρήκα στη μπανιέρα της όταν έπαθε το μοιραίο εγκεφαλικό. Την θυμάμαι να εκνευρίζεται με τις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας _π.χ. κάτι υδραυλικό, ή μια λάμπα που κάηκε. Πράγματα για τα οποία δεν αξίζει τον κόπο να μας κάνουν να εκνευριζόμαστε γιατί μπορεί να υπάρξουν συνέπειες και στη δική της περίπτωση υπήρξαν. Εκείνο που θυμάμαι πιο έντονα από κάθε τι όμως, ήταν να με μαλώνει μια περίοδο που ήμουν παχύσαρκος. Και καλά έκανε. Γιατί κάποια στιγμή θύμωσα με τον εαυτό μου και τον υπέβαλλα σε εξαντλήτική δίαιτα χάνοντας 30 κιλά σε έξι μηνες. Από τότε είχα γίνει ο “κούκλος” της. Της το χρωστώ ακόμα και παντα θα της το χρωστω. Ορισμένες φορές με ένα γερό χαστούκι συνέρχεσαι».
Βούλα Ζουμπουλάκη: Δύο χρώματα μόνο
Η πιο σημαντική συμβουλή της; «Στο ντύσιμο πάντα μόνον δυο χρώματα. Ποτέ παραπάνω μου έλεγε. Αυτό κυριως θυμάμαι. Σε άλλα θέματα, πραγματικά σοβαρά, ήταν κατά της επιθετικης πολιτικής αλλά υπέρ της αποφασιστικης στάσης».
Βούλα Ζουμπουλάκη: Η επιρροή του θανάτου του Μυράτ
«Η επαφή μας έγινε στενότερη μετά τον θάνατο του Δημήτρη Μυράτ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Προσωπικά πιστεύω ότι ο βιολογικός θάνατος του Μυράτ ήταν ο δικός της καλλιτεχνικός θάνατος. Προσπαθούσα επί ματαίω να την πείσω να κάνει κάποιες εμφανίσεις γιατί όλοι την ζητούσαν αλλά όταν είπε τέρμα με την ηθοποιία, στα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’90, το εννοούσε. “Δεν είμαι πια ηθοποιός” αυτό μου έλεγε. Θεατρικά, γιατί αυτό ήταν το μόνο πάθος της, μιλούσε για παραστάσεις όχι όμως έτσι για να πει, μόνον όταν χρειαζόταν να αναφερει κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα για κάτι. Το “Σπίτι της Μπερνάρντ Αλμπα” οπου έπαιξε στην αρχή της καριέρα της ήταν ένα σημείο συχνών αναφορών της όπως και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της (αν όχι η μεγαλύτερη) το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε”».
Βούλα Ζουμπουλάκη: Διάβασμα και τηλεόραση
«Τα τελευταία χρόνια, ενώ μπορούσε, δεν ήθελε να βγαίνει μέσα από το σπίτι της», μας λέει ο ανιψιός της. «Επόμένως μέσα στο σπίτι, μόνος, τι μπορείς να κάνεις; Να διαβάσεις ή να δεις τηλεόραση. Διάβαζε λοιπόν και έβλεπε τηλεόραση. Αλλά είχε τρομερή άποψη. Μου μιλούσε για παράδειγμα για την τελευταία ταινία του Ράιαν Γκόσλινγκ ή θυμάμαι πολύ καλά να λέει ότι πλήττει με την “χαμομιλένια ατμόσφαιρα” των δραμάτων του Τζέιμς Αϊβορι. Τι ωραία κριτική εκφραση. Την εχω χρησιμοποιήσει σε δικές μου κριτικες. (σ.σ. Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου). Οι παρατηρήσεις της ήταν όντως πολύ εύστοχες».
«Κανένας από τους μαθητές της σχολής που δίδασκε τα τελευταία χρόνια δεν νομίζω ότι θα είχε να πει κάτι αρνητικό για εκείνη…»
Βούλας Ζουμπουλάκη: Οι μεγάλες διακρίσεις
Τιμήθηκε το 1990 για την κινηματογραφική ερμηνεία της στους «Αθηναίους» του Γιάννη Αλεξάκη, είχε αποσπάσει όμως και το Α’ Βραβείο Φεστιβάλ Λισσαβώνας (1964), επίσης στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1966, καθώς και με το Α’ Επαθλο Μ. Κοτοπούλη το 1961.