O Βασίλης Αυλωνίτης είχε κι ένα αρρωστημένο πάθος. Τον ιππόδρομο. Ο εθισμός του ήταν τόσο μεγάλος που παρά τις τεράστιες επιτυχίες του στο θέατρο και το σινεμά δεν του έμενε δραχμή. Προσπάθησε να τον βοηθήσει η αγαπημένη του φίλη Γεωργία Βασιλειάδου, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι υποσχέσεις και οι όρκοι γινόντουσαν θεατρικός αυτοσχεδιασμός και τα χρέη του μεγάλωναν πιο γρήγορα και από τη δημοφιλία του. Έτσι, αναγκάστηκε να ζητά δουλειές στο σινεμά, κυρίως ρολάκια-ξεπέτες σε σαχλαμάρες, που όμως του έδιναν τα χρήματα για το σανό… των αλόγων.
Γι αυτό τον λόγο οι επιτυχίες του στον κινηματογράφο δεν ήταν ανάλογες του ταλέντου του. Ακόμη και τη μεγαλύτερη επιτυχία του, το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» την πήρε κόντρα στον Φίνο, που πίστευε ότι δεν έπρεπε να πάρει το ρόλο του Παυλάρα επειδή είχε παίξει εκείνη την εποχή σε κάποιες χαζοταινίες. Τον διέψευσε πανηγυρικά. Πέρα από τις κλασικές κωμωδίες «Η Ωραία των Αθηνών», «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός», έπαιξε πολλές φορές και ρόλους συμπρωταγωνιστή, με εξαιρετική επιτυχία, όπως στην «Καφετζού», στο αριστουργηματικό «Το Αμαξάκι», σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και δίπλα στον μέγιστο Ορέστη Μακρή τον οποίο εγκαταλείπει για να γίνει ταξιτζής και λιγωμένος με τις ευκολίες του αυτοκινήτου και το «πουαμόρ»….
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολλές φορές έπεσε θύμα και της ανεπάρκειας των σκηνοθετών ή της επιλογής να τον φορτώνουν με άσκοπες ατάκες και γκριμάτσες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», θέλοντας να ικανοποιήσουν το κοινό που ήθελε σε κάθε σκηνή τον Αυλωνίτη. Πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι ακόμη και σε μέτριες ταινίες κατάφερνε αβοήθητος από σενάριο και σκηνοθέτη να μας κλέβει την καρδιά.
Ο Αυλωνίτης έζησε πίκρες, ταλαιπωρήθηκε από κάκιστα σενάρια και σκιτζήδες σκηνοθέτες, αλλά έφυγε δικαιωμένος από την αγάπη του κόσμου, αφήνοντας πίσω του ορισμένες μεγαλειώδης εμφανίσεις και δυο παιδιά, όταν το 1970, ένα κρυολόγημα εξελίχθηκε σε βρογχοπνευμονία η οποία νίκησε την ταλαιπωρημένη υγεία του.
Δημοσίευμα του «Βήματος» το 1963, ανέφερε ότι ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν τακτικός θαμώνας του Ιππόδρομου Φαλήρου.
Είχε σπαταλήσει τόσα χρήματα στις ιπποδρομίες που η καλή του φίλη, Γεωργία Βασιλειάδου τον έπεισε κάποια στιγμή να της δίνει χρήματα για να μην τα ξοδεύει. Ωστόσο, όταν έμεινε ρέστος και της τα ζήτησε καβγάδισαν έντονα και από τότε η Βασιλειάδου τον αποκαλούσε «κεφάλα».
Ο ηθοποιός δεν έχανε ποτέ το χιούμορ του και αναγνώριζε τον εθισμό του. Όταν του έλεγαν «βρε Βασίλη, τι τι θες την πράσινη τσόχα», εκείνος απαντούσε ότι «ο οφθαλμίατρος μου συνέστησε να βλέπω πράσινο». Ο τζόγος ήταν και ο λόγος που ο αγαπημένος ηθοποιός αναγκάστηκε να κάνει “εκπτώσεις” στη δουλειά του. Αναγκάστηκε να παίξει σε αρκετούς ρόλους δυσανάλογους με το ταλέντό του για τα χρήματα.
Η Άννα Φόνσου είχε δηλώσει ότι κάποια στιγμή ο Βασίλης Αυλωνίτης την παρακάλεσε να του βρίσκει μικρούς ρόλους στις ταινίες που έπαιζε, γιατί είχε ανάγκη τα λεφτά. «Ήταν κάτι που μου είχε φανεί πολύ αστείο. Να με παρακαλάει ένας άνθρωπος που είχα θαυμάσει τόσο πολύ για ένα ρολάκι. Ωστόσο, πράγματι, σε όποιες ταινίες είχα τη δύναμη, έπαιζε και ο Βασίλης».