Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να μην προετοιμάζει τον Έλληνα για το “όχι”, και για τον τρόμο της ζωής σε μια Ελλάδα που από Δευτέρα θα είναι χωρισμένη στους “ναιδες” και τους “όχιδες”.
Το ξεκαθαρίζω: ξέχνα σε αυτό το κείμενο την δημοσιογραφική μου ταυτότητα, τη δημοσιογραφία μου. Αυτό το κείμενο είναι ένα σημείωμα με τις σκέψεις που κάνω στη διάρκεια των τελευταίων τριών ημερών πάνω σε αυτό που συμβαίνει, στη στιγμή που συμβαίνει στην Ελλάδα. Όχι για να πάρω πολιτική ή κομματική θέση. Ακριβώς για το αντίθετο: επειδή αγωνιώ, στεναχωριέμαι, πονάω και ανησυχώ για την Ελλάδα της ερχόμενης Δευτέρας. Για την κοινωνία που απαρτίζουμε όλοι εμείς. Για την Ελλάδα στην οποία θα ζούμε από Δευτέρα όλοι εμείς.
“Ναι ή όχι;”, μας ρωτά ο Πρωθυπουργός. Ξέρω, ξέρεις, ξέρουμε τι περίπου υπάρχει πίσω από το “ναι”. Ζω εδώ στη διάρκεια της τελευταίας 5ετίας, έχω διαβάσει τα κείμενα με τις “προτάσεις”, έχω επιχειρήσει να διαβάσω κάθε θέση και δήλωση των “εταίρων”, των “δανειστών”, των πάντων. Συνεπώς δεν χρειάζομαι πολλά από τον Πρωθυπουργό σχετικά με το τι θα συμβεί στην περίπτωση του “ναι”. Κατανοώ τι πρέπει να βάλω σε εκείνη την πλευρά της ζυγαριάς.
Δεν ξέρω, δεν ξέρεις, δεν ξέρουμε τι υπάρχει πίσω από το “όχι”. Δεν έχουμε ιδέα σχετικά με το πώς θα διαχειριστεί το “όχι” η κυβέρνηση, διότι ο επικεφαλής της κυβέρνησης δεν μας το είπε. Δεν έχω καταλάβει ποιες θα είναι οι συνέπειες του “όχι”, διότι ο Πρωθυπουργός έχει επιλέξει, σε δύο διαγγέλματα, να μη μου μιλήσει για αυτές. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει σχέδιο πίσω από το “όχι”, διότι ο Πρωθυπουργός επιλέγει για την ώρα να μην μου μιλά για αυτό, για το αν υπάρχει ή όχι. Το μόνο που ξέρω είναι αυτό που μου είπε: ότι μου προτείνει να ψηφίσω “΄όχι”. Γιατί; “Γιατί το λέω εγώ” και “γιατί το ναι σημαίνει υποδούλωση”, μου δείχνει μέχρι στιγμής με τη στάση του.
Τι δημιουργικό υπάρχει πίσω από το “όχι”; Είναι “όχι” για το “όχι” απέναντι σε ένα μέτωπο που μου δηλώνει επίμονα στη διάρκεια των τελευταίων ωρών ότι το “όχι” στην πρόταση θα το εκλάβουν ως “΄όχι” στο ευρώ, ή είναι μια “όχι αυτό, αλλά το άλλο” απάντηση αυτή που θα δώσω με το “όχι”; Και ποιο είναι το άλλο; Δεν πρέπει να ξέρω ποιο είναι το άλλο προκειμένου να επιλέξω;
Αν το “όχι” είναι “δραχμή”, γιατί δεν μου εξηγεί ο Πρωθυπουργός τι θα συμβεί στη ζωή μου στην περίπτωση της “δραχμής”; Μου λέει ο Πρωθυπουργός “πες μου τι προτιμάς απ’ τα δυο” σαν να με βάζει να παίζω σε τηλεπαιχνίδι και να πρέπει να διαλέξω την “κουρτίνα 2”, χωρίς να αποκλείεται αυτή να κρύβει από πιίσω της το Ζονγκ; Γιατί δεν μου ανοίγει την κουρτίνα 2 με τον δημόσιο λόγο του, να μου εξηγήσει κατανοητά, να μου περιγράψει αυτό που θα συμβεί ώστε να έρθω αντιμέτωπος με τις συνέπειες, να τις ζυγίσω με τις συνέπειες του “ναι” και να αναλάβω την ευθύνη που μου αναλογεί;
Δεν κατέβηκα από τα δέντρα, έχω πολύ καλά αντιληφθεί και συνειδητοποιήσει ότι έχει μεγάλο κόστος για τη ζωή τη δική μου και των παιδιών μου αυτή η επιλογή, είτε του “ναι”, είτε του “όχι”. Γιατί με αφήνει όμως να ξέρω ελάχιστα για τη μια εκ των δύο επιλογών μου; Δεν είναι δική του ευθύνη να μου πει; Αν δεν μπορεί να το κάνει, ποιος μπορεί; Από ποιον να περιμένω να μπορεί; Από τα τηλεπαράθυρα, τα twitter accounts, τα blogs, τα τρολς, τους ξένους;
Απομένουν 6 ημέρες προτού βρεθώ μπροστά στην κάλπη για μια ψήφο που ενδεχομένως να αποδειχθεί η πιο καθοριστική για τη γενιά μου και τις επόμενες. Το λιγότερο που περιμένω από τον Πρωθυπουργό της χώρας μου είναι να με κατατοπίσει. Αν δεν το κάνει, θα με στοιχειώνει για πάντα το ότι δεν γνώριζα τα δεδομένα στην στιγμή της πιο καθοριστικής απόφασης που πήρα για τη ζωή μου. Και θα τον στοιχειώνει για πάντα το ότι δεν μου μίλησε γι’ αυτό.
Μ’ όσα προλαβαίνω να αντιληφθώ από όσα ζω τις τελευταίες ώρες, καταλαβαίνω ότι η Ελλάδα της Δευτέρας θα ζει χωρισμένη σε δύο ομάδες, σε αυτή των “όχι” και σε αυτή των “ναι”. Τρέχω λοιπόν στο κεφάλι μου το σενάριο της ερχόμενης Δευτέρας ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Αν το ποσοστό δεν είναι 99-1%, η Ελλάδα της Δευτέρας, μιας ημέρας γεμάτης από ραγδαίες και ιστορικές εξελίξεις σε κάθε περίπτωση, θα χωριστεί. Κι όλοι εμείς, του “όχι”, του “ναι” και του “δεν πήγα να ψηφίσω γιατί να πα να γ.. όλοι” θα πρέπει να ζήσουμε μαζί. Και επειδή δεν θα ζήσουμε απλώς μαζί αλλά θα δοκιμαστούμε μαζί, είτε στο “ναι” είτε στο “όχι”, αναρωτιέμαι πώς θα ζήσουμε χωρίς αλληλεγγύη. Πώς θα ζήσουμε και θα συμβιώσουμε χωρισμένοι στους “ναιδες” και τους “όχιδες”. Πώς θα υπάρξει αλληλεγγύη μετά από όσα θα έχουν προηγηθεί;
Περισσότερο από το νόμισμα της επόμενης ημέρας, με τρομάζει η ιδέα της Ελλάδας της επόμενης ημέρας, της ελληνικής κοινωνίας της επόμενης ημέρας. Μιας κοινωνίας χωρισμένης ανάμεσα στους “περισσότερο Ελληνες” και τους “λιγότερο Ελληνες”, στους “πατριώτες” και τους “προδότες”.
Στα περασμένα 80 του, ο πατέρας μου έχει ακόμη πολύ γερή μνήμη. Θυμάται να μου διηγηθεί με άνεση κάθε ελληνική ιστορία από αυτές που έχει ζήσει από το 1935 της γέννησής του μέχρι σήμερα. Ολες, με εξαίρεση τις ιστορίες του Εμφυλίου. Διότι έχει κάνει ότι μπορούσε για να τις απωθήσει από τη μνήμη του. Μου έχει κάνει σαφές ότι δεν θέλει να θυμάται. Μου εύχομαι, σας εύχομαι να μην βρεθούμε στη θέση του. Ψυχραιμία, και καλή μας τύχη!
[ΠΗΓΗ]