Σε εσένα τον δεκαεξάρι που οδηγείς το παπί με το κράνος αλά μπρατσέτα, σε εσένα τον εικοσιπεντάρι που γ@μας και δέρνεις.
Θέλω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα θέλω να δω τη μαγκιά σου , τι λες λοιπόν πάμε; Ακολούθα με.
Ο δρόμος ανηφορικός νεκρική ησυχία, τριγύρω κάθε ηλικίας μαυροντυμένοι με κόκκινα μάτια , προχώρα μη μασάς, συ δε πιάνεις το διακοσάρι για πλάκα; Συνεχίζουμε λοιπόν, ο ήλιος ψηλά σου καίει τη πλάτη , να τη η εκκλησιά .
Ο κόσμος πήχτρα και δεν ακούγεται ανάσα , τρομακτικό ε; Προχώρα , αργείς, ακολουθούν κι άλλοι μη σταματάς, μπες μέσα πάμε να δούμε το νεκρό.
Έχεις πάει σε κηδεία εικοσάχρονου; Οχι ε; Βγάλε το σκασμό και κοίτα.
Τι έγινε; Δε μπορείς να δεις καθαρά ; Τα μάτια σου τρέχουν ασταμάτητα τσούζουν, εκεί σε θέλω , σκάσε και κοίτα!
Έχεις δει ποτέ παλικάρια γύρω από φέρετρο ψηλά σαν λεύκες να κλαιν ανεξέλεγκτα σα μωρά παιδιά; Λεγε έχεις δει; Έχεις δει πατέρα να χτυπάει το φέρετρο και να φωνάζει με όλη του τη δύναμη “Σήκω γιε μου να φύγουμε;”
Λεγε είδες; Έχεις δει μάνα νεκρή καθισμένη σε καρέκλα να αναπνέει; Είδες;
Όχι αγάπη μου δε θα φύγεις τώρα θα το δεις όλο το έργο, θα δεις το πατέρα να βροντάει να σπάσει το φέρετρο απ’το πόνο, θα δεις τη μάνα να λιποθυμά και να τη συνεφέρνουν για να συνεχίσει το Γολγοθά , θα ακούσεις κραυγές από Αρχαία Τραγωδία να σου ξεσκίζουν τη ψυχή και μετά θα καταλάβεις για πάντα τι θα πει μαγκιά.
Μαγκιά λοιπόν δεν είναι ούτε τα ποτά , ούτε τα τέρμα κοντέρ, ούτε οι γκόμενες , ούτε οι κόντρες…
Μαγκιά αγορίνα μου είναι να σου ξεσκίζουν την ψυχή, να σε σκοτώσουν και να πρέπει να ζήσεις.
Να ζήσεις γιατί έχεις ακόμη ένα παιδί που σε περιμένει και συ πρέπει να σταθείς
ΒΡΑΧΟΣ αυτή είναι μαγκιά κι από ‘δω και στο εξής σεβασμός.
Ξύπνα και ζήσε.