Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1948 στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα, από την οποία καταγόταν η μητέρα του.
Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας, το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, μετέβη στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Αχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο, άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής και πολλοί τον φώναζαν από μικρό “βλαχάκι”, λόγω και της καταγωγής του που ήταν από την Θεσσαλία.
Έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του, στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την Κολούμπια. Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα Ξημερώματα.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι Θεσσαλονίκη. Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού Χαμένη Πασχαλιά, το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 ήταν ένας σημαντικός σταθμός καθώς ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον Άγιο Φεβρουάριο, με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν Ο Δρόμος για τα Κύθηρα του Γιώργου Κατσαρού και Τα συναξάρια του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού, αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης (Εμείς οι δυο κ.ά.), Χρήστος Νικολόπουλος (Πάρε Αποφάσεις σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός (Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό) ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’80.
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο Στου Αιώνα την Παράγκα, σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο “έντεχνες” διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 έδωσε την πρώτη του προσωπική συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, μ’ ένα πρόγραμμα – αναδρομή στα 40 χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας. Μία ιστορική συναυλία, που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο απο τη Minos – Emi με τίτλο «Τα τραγούδια της ζωής μου». Η τελευταία του δισκογραφική δουλειά κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2011 με τίτλο «Εδώ είμαστε», σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος έφυγε από τη ζωή στις 17 Απριλίου του 2012, σε ηλικία 64 ετών και από τότε η Ελληνική λαϊκή μουσική είναι φτωχότερη καθώς το “βλαχάκι” ξεκίνησε για «Των Αγγέλων τα Μπουζούκια»…
Ναι, με το Μητρο-παραπάνω έσπαγε «το μπουζούκι του Νικόλα» με την ιδιαίτερη φωνή του, ως μοναδικά φάλτσος, όπως δήλωνε χαριτολογώντας ο και μόνος του.
Από τις 17/04/12 των αγγέλων τα μπουζούκια θα γεμίζουν συνέχεια αφού έκλεισαν για «Των Αιώνων την Παράγκα» το καλύτερο όνομα. Και η Ρόζα θα βρει τον φύλακα άγγελο της επιτέλους, τόσα χρόνια της έκανε καμάκι στη Γη και αυτή ποτέ δεν του απάντησε «Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία»;
Και εδώ κάτω, «Η Εθνική μας Μοναξιά» θα’ ναι πια μεγαλύτερη αφού «Καλοκαίρια και Χειμώνες» θα περιμένουμε να ξαναφανεί ο Μητροπάνος στην πίστα, αλλά μάταια…
«Στον δρόμο που μαχαίρωσαν τη Στέλλα» ελέω οικονομικής κρίσης δε θα μπορεί πια να βγει κανείς μας «παίρνοντας το αμάξι του και στην τσέπη χαρτζιλίκι». Τι κι αν «στα Λαδάδικα πουλάνε αυτό που θες», αφού σήμερα δε μπορεί κανείς να αγοράσει τίποτα, κι ο Μητροπάνος ξεκίνησε «Παρέα Μ’ έναν Ήλιο» το ταξίδι του για «του Παραδείσου τα μπουζούκια» και στην πορεία ίσως βρει και τα Κύθηρα, γιατί του αξίζει για τις μυριάδες στιγμές κεφιού που χάρισε τόσα χρόνια σε γενιές και γενιές.
Και αν «ο κυρ-Θάνος πέθανε παραπονεμένος», ευτυχώς ο Δημήτρης πέθανε ήσυχος, αθόρυβα, κύριος και τιμητής του λαϊκού τραγουδιού ως την τελευταία στιγμή.
«Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν» και Αλίμονο και σ’ εμάς που θα πρέπει να συνηθίσουμε τέτοια απουσία, αλλά τι να κάνουμε «αφού στον Όλυμπο οι Θεοί το αποφασίσανε» και του έδωσαν «Ένα Ποτήρι Θάνατο» να πιεί…
Εκεί ψηλά, «Στης Ψυχής το Παρακάτω», αφήνοντας πίσω του τα «Τσιμεντένια Πρόσωπα», καπνίζοντας «λίγο πράσινο Κιφ Μαροκινό» «Για την Καρδιά ενός Αγγέλου» που «θ’ αναζητά στη Σαλονίκη ξημερώματα», θα βλέπει τη θλίψη για το χαμό του στην ψυχή των Ελλήνων και μάλλον θα’ χει αναθεωρήσει κιόλας το «Εμένα Δε Μ’ Αγάπησε Κανείς» που έλεγε. Από κει ψηλά, θα μας θυμίζει «Στα Νυχτέρια Μας» και «Τα Πικροσάββατα» πως «Υπάρχει και το Ζεϊμπέκικο».
Μα είμαι σίγουρος πως και από τον άλλο κόσμο που τον πήγε «ο Χάρος που βγήκε Παγανιά», αυτός θα «γυρίζει απ’ τη Νύχτα» αφού θα’ χει σεργιανίσει κάτω από τα «δίδυμα φεγγάρια» έχοντας θυμηθεί την «Αγέννητη Αγάπη» του και ως «Παλιόπαιδο» που δήλωνε, θα ταράζει τις ώρες κοινής ησυχίας φωνάζοντας μας «Άκου, Έχω φωνή» και θα σπάει «Της Νύχτας τα Ηχεία», χωρίς πια να περιμένει κανέναν να του δείξει «το δρόμο που θα βαδίσει».
Να είσαι καλά όπου και να’ σαι Δημήτρη!!!
Κι εμείς εδώ θα «Σ’ Αγαπάμε Ακόμα» και κι αν δε μπορέσαμε να σε κάνουμε να χάσεις το τρένο. «Σ’ Αγαπάμε σαν αμαρτία» και χορεύουμε «Τα Κόκκινα τα Μπλουζ» για πάρτι σου, αλλά και κάθε «Πρώτο Φθινόπωρο», «Μ’ Ένα Παράπονο», θα μας μένει η απορία «Πόσο Κοστίζει Μια Παράβαση του Νόμου»; Και σε κάθε «Στοίβα Καλαμιές», θα καίμε «Του Διαβόλου το Κιτάπι», «Στα Τρελά Μας Όνειρα Δοσμένοι, Πάντα Γελαστοί και Γελασμένοι»…