Μία από τις πιο δραματικές ιστορίες που ξεπήδησαν την περίοδο της κρίσης μετά το ξέσπασμα του κορωνοϊού ήταν αυτή του Diamond Princess, του κρουαζιερόπλοιου πάνω στο οποίο νόσησαν 700 άτομα.
Στα μέσα Φεβρουαρίου το καράβι βρισκόταν ανοιχτά της Ιαπωνίας περιμένοντας βοήθεια από τις τοπικές αρχές. Η αναφορά σε κρούσματα κορωνοϊού το είχαν καταστήσει σε πλοίο-«φάντασμα», το οποίο όλοι αντιμετώπιζαν με φόβο και σκεπτικισμό. Στις 19 του ίδιου μήνα κλιμάκιο λοιμοξιολόγων και άλλων επιστημόνων έλαβε ειδική άδεια για να επιβιβαστεί και να εκτιμήσει την κατάσταση. Όλα τα μέλη του κατέβηκαν τρομαγμένα, περιγράφοντας μια χαώδη κατάσταση που έθετε σε κίνδυνο τους πάντες.
«Βρέθηκα στην Αφρική για την επιδημία του Εμπολα. Βρέθηκα σε άλλες χώρες για την χολέρα, στην Κίνα το 2003 για το Sars…Ποτέ δεν φοβήθηκα μήπως μολυνθώ κι εγώ. Αλλά στο Diamond Princess τρόμαξα διότι δεν υπήρχε κανένας τρόπο για να πει κανείς πού βρίσκεται ο ιός» δήλωσε στις κάμερες των τηλεοπτικών σταθμών ο επικεφαλής, ο οποίος στη συνέχεια τέθηκε αυτοβούλως σε καθεστώς καραντίνας. «Πρέπει να προστατέψω την οικογένειά μου», συμπλήρωσε…
Τι είχε συμβεί, όμως, στο κρουαζιερόπλοιο που έκανε ακόμη και τους επιστήμονες να ανατριχιάσουν; Το πρόβλημα δεν ήταν το τι είχε συμβεί, αλλά περισσότερο το τι ΔΕΝ ΕΙΧΕ συμβεί.
Οι κύριες, αν όχι όλες, ευθύνες βαραίνουν τον καπετάνιο. Τον άνθρωπο που εν πλω είναι ο απόλυτος άρχοντας και κυβερνήτης, με εξουσίες που μπορούν να κάνουν την διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου για πλήρωμα και επιβάτες.
Όταν, λοιπόν, εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα σε μέλη του πληρώματος δεν είχε την προνοητικότητα να προχωρήσει στην απομόνωσή τους ή έστω στον διαχωρισμό τους από τους υπόλοιπους. Τους άφησε να ζουν, να εργάζονται –ακόμη και να τρώνε- στους ίδιους χώρους με τους υπόλοιπους, τους οποίους φυσικά μόλυναμ.
Κι ενώ ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι νοσούσαν ο ένας μετά τον άλλον και οι επιβάτες βρίσκονταν σε κατάσταση αλλοφροσύνης, δεν είχε το σθένος να προχωρήσει σε ακόμη πιο δύσκολες, επίπονες, αλλά απαραίτητες ενέργειες.
Βάσει του πρωτοκόλλου όφειλε να χωρίσει το πλοίο σε ζώνες. Μια πράσινη, στην οποία θα συγκεντρώνονταν οι υγιείς και μια κόκκινη, στην οποία θα περιοριζόταν το κομμάτι εκείνο των επιβατών ή του πληρώματος για το οποίο θα υπήρχε η υπόνοια μόλυνσης. Φυσικά, για όσους δεν υπήρχε καμία αμφιβολία καθώς είχαν εμφανίσει ήδη συμπτώματα, η μοναδική λύση ήταν μία. Η απομόνωσή τους σε τμήμα του κρουαζιερόπλοιου στο οποίο κανείς άλλος δεν θα είχε πρόσβαση.
Αντί αυτού – κι ενώ το πλοίο έπλεε χωρίς κανείς να το δέχεται σε λιμάνι του- οι επιβάτες μπορούσαν να περιφέρονται σε όλους τους χώρους, να συγχρωτίζονται και να έχουν επαφές δίχως τον παραμικρό περιορισμό στις ενέργειες και τις μετακινήσεις τους.
Όταν τελικά οι Ιάπωνες επιστήμονες ανέβηκαν στο καράβι και υπέβαλαν σε τεστ τους περίπου 2.400 επιβαίνοντες, αντιλήφθησαν με τρόμο ότι οι 700 από αυτούς είχαν μολυνθεί στον ιό. Σχεδόν το 1/3, δηλαδή, κι ένα όλα είχαν ξεκινήσει από ένα κρούσμα…
Επιπλέον, στο πλοίο δεν βρισκόταν ειδικός επί των λοιμώξεων, δηλαδή κανένας που θα μπορούσε να ενημερώσει τον καπετάνιο και να του δώσει συμβουλές, αν και η αλήθεια είναι πως ήδη όλοι γνώριζαν πόσο φονικός ήταν αυτός ο ιός και πόσο επικίνδυνος.
Εάν είχε δράσει άμεσα και δυναμικά, εάν είχε επιβάλει περιορισμούς σύμφωνα με τους όρους υγιεινής για οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια, το φαινόμενο θα είχε περιοριστεί δραστικά και οι περισσότεροι από τους 700 ασθενείς δεν θα είχαν ζήσει τον απόλυτο εφιάλτη.