Φτωχότερος είναι ο «κόσμος» της μουσικής από σήμερα, Σάββατο καθώς πέθανε ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης, Γιάννης Μαρκόπουλος, σε ηλικία 84 ετών μετά από «μάχη» που έδινε σε νοσοκομείο.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες της ΕΡΤ, ο Έλληνας συνθέτης έδινε μάχη εδώ και ένα χρόνο με τον καρκίνο, και στις 5 Μαΐου εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα» όπου νοσηλευόταν.
Ποιος ήταν ο Γιάννης Μαρκόπουλος
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου του 1939 στο Ηράκλειο της Κρήτης και ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες Συνθέτες.
Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μαρκόπουλος, πρώην νομάρχης Λασιθίου και μητέρα του η Ειρήνη Αεράκη από τη Σητεία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα, τόπο καταγωγής του πατέρα του, στο ωδείο της οποίας παίρνει τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί.
Οι πρώτες του επιδράσεις προέρχονται από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από τη κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου – και ιδιαίτερα της κοντινής Αιγύπτου.
Το 1956 συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui. Την ίδια εποχή εισάγεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές ενώ παράλληλα συνθέτει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και το χορό. Το 1959 συνθέτει τα Τρία σκίτσα για χορό που ηχογραφούνται και μεταδίδονται από την τότε συμφωνική ορχήστρα της ΕΙΡ. Το 1963 βραβεύεται για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο ανεβαίνουν από νέα χορευτικά σύνολα τα μουσικά του έργα Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και τα Τρία σκίτσα για χορό.
Το 1967 επιβάλλεται στην Ελλάδα η δικτατορία και ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχωρεί στο Λονδίνο. Εκεί εμπλουτίζει τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens. Επίσης συνθέτει την κοσμική καντάτα Ήλιος ο πρώτος, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που τιμάται με το βραβείο Νόμπελ το 1979), και τη μουσική για τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (για το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), ολοκληρώνει το Χρονικό και τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο ανέκδοτο με εξαίρεση ενός τμήματος, με τίτλο Ζάβαρα-κάτρα-νέμια (ιδιαίτερη σύνθεση διονυσιακού χαρακτήρα) που αποτελεί ένα από τα διάσημα κομμάτια του. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και έρχεται σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα.
Στο Λονδίνο συνθέτει ακόμα τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίζονται, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γράφει και τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones με τον Sir John Clemens.
Το 1969 επιστρέφει στην Αθήνα για να συμβάλει με τα έργα του στην πορεία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ξεκινά μουσικές παραστάσεις, συνεργαζόμενος με ποιητές και σκηνοθέτες, παρουσιάζοντας τα έργα του στο στούντιο Λήδρα με νέους τραγουδιστές και μουσικούς στους οποίους δίδαξε τον τρόπο της ερμηνείας της μουσικής και των τραγουδιών του στην αισθητική κατεύθυνση που επιζητούσε.
Μαζί με τα θεατρικά στιγμιότυπα και τον εικαστικό διάκοσμο δημιούργησε μια πολύτροπη μουσική παράσταση. Διανοούμενοι και φοιτητές γεμίζουν καθημερινά τον χώρο της δραστηριότητας του, παρά τα εμπόδια και τις επεμβάσεις της στρατιωτικής εξουσίας. Τα τραγούδια του μπαίνουν στο στόμα του ελληνικού λαού και συμβάλουν αποφασιστικά στο αίτημα για αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Με την είσοδο της δεκαετίας του 1970 υλοποιεί το μουσικό του όραμα: Καταθέτει μουσικά έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα· έργα με ενότητα της αισθητικής και της φιλοσοφικής άποψης του συνθέτη ως προς τις θεμελιακές αρχές τους, με το καθένα όμως από αυτά να είναι διαφορετικό.
Το 1976 συνθέτει τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC, Who Pays the Ferryman? και το μουσικό θέμα φτάνει στη κορυφή των αγγλικών charts. Ο συνθέτης γίνεται διεθνώς γνωστός.
Το 1977 έρχεται η κοσμική λειτουργία Oι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι με βάση το ποίημα του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού που παρουσιάζεται την ίδια χρονιά ενώπιον 22.000 νέων σε στάδιο της Αθήνας υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με το έργο του και τη στάση του σηματοδοτεί το εξαίσιο μουσικό τοπίο της δεκαετίας του ’70.
Το 1980 ξεκινά την προετοιμασία για το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στη μουσική του. Στον κορμό των νέων συνθέσεών του εμφανίζονται μελωδικά ξεσπάσματα στηριγμένα στην εκτεταμένη πολυτονικότητα της αρμονικής του δομής, που ενισχύονται από το πάθος μιας ανεξάντλητης ζωτικότητας. Από τα έργα ενόργανης μουσικής σημειώνουμε: Κονσέρτο-Ραψωδία για λύρα και ορχήστρα, τα Μητρώα (για ορχήστρα εγχόρδων), τις Τετράδες (5 κουαρτέτα), δύο σονάτες, Πέντε κομμάτια για βιολί και πιάνο, τις Σειρήνες (ορατόριο), τον κύκλο τραγουδιών Φίλοι που φεύγουν σε ποίηση Νίκου Καρούζου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ανδρέα Εμπειρίκου, τα 5 Στάσιμα – Επί Σκηνής, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη.
Τον Ιανουάριο του 1981 ενώνεται και στη ζωή με την τραγουδίστρια και συνεργάτιδά του Βασιλική Λαβίνα. Γεννιέται η κόρη τους Ελένη. Για μια περίοδο ο συνθέτης αποζητεί μια πιο ιδιωτική ζωή με την οικογένειά του, ενώ ξεκινά η προετοιμασία του για το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στη μουσική του: στον κορμό των νέων συνθέσεών του εμφανίζονται μελωδικά ξεσπάσματα στηριγμένα στην εκτεταμένη πολυτονικότητα της αρμονικής του δομής –καρποί της φαντασίας του–, που ενισχύονται από το πάθος μιας ανεξάντλητης ζωτικότητας.
Το 1994 εκδίδεται ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, η Λειτουργία του Ορφέα. Παρουσιάζεται στο Palais des Beaux-Arts των Βρυξελλών αφιερωμένη στον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου με την φύση, εγκαινιάζοντας μια νέα σχέση κοινού και συναυλιακής παράστασης, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται έκθεση κεραμικής, ζωγραφικής και χειροτεχνίας, υπό την αιγίδα του Βελγικού Υπουργείου πολιτισμού με τίτλο «Από το σκοτάδι στο φως» – υπότιτλο που χρησιμοποιούσε ο συνθέτης στις ζωντανές παρουσιάσεις του Ορφέα