Από τη στιγμή που μου ζητήθηκε να γράψω για την Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Ρατσισμού (21 Μαρτίου) το έχω μετανιώσει ίσα με 5 φορές. Δεν είναι ότι δεν έχω άποψη, ούτε ότι φοβάμαι πως δεν θα γίνω κατανοητή. Είμαι σίγουρη πως η εμπειρία μου δεν πρέπει να είναι πολύ διαφορετική από πολλά άτομα εκεί έξω. Αυτό που με προβληματίζει είναι η θέση από την οποία γράφω.
Γράφει η Σίντυ Χατζή
«Πώς έχω βιώσει τον ρατσισμό στην Ελλάδα;«. Εκ των πραγμάτων λοιπόν μιλάω από τη μεριά του θύματος ενός τέτοιου φαινομένου. Κι όσο εύκολο είναι να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι το θύμα, άλλο τόσο δύσκολο είναι να το βροντοφωναξεις και το αναλύσεις σε αρκετές σειρές μέσα σε ένα κείμενο. Δεν είναι εκ των προτέρων απελευθερωτικό, τουλάχιστον όχι για μένα. Πρέπει να ανασύρω αρκετές αναμνήσεις και περιστατικά τα οποία είχα κρύψει καλά στη μνήμη μου, αχρείαστα να’ναι. Αλλά θα κάνω μια προσπάθεια να μιλήσω γι’αυτό. Όσο ο ρατσισμός είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο, πάντα θα (πρεπει να) υπάρχει χώρος για συζήτηση επί του θέματος.
Η ιστορία μου ξεκινά το – όχι και τόσο μακρινό – 1998. Ήμουν τότε 2 χρόνων και είχα μόλις φτάσει στην Ελλάδα. Οι γονείς μου ζούσαν ήδη στην Αθήνα εννιά μήνες πριν από μένα. Εγώ ζούσα με τους παππούδες μου, μέχρι η κατάσταση των γονιών μου στην Αθήνα να σταθεροποιηθεί. Για την εμπειρία των γονιών μου θα επιλέξω να μην μιλήσω, αν και, πιστέψτε με, έχει περισσότερο ζουμί από τη δική μου.
Μπαίνοντας σχεδόν κατευθείαν σε παιδικό σταθμό στο κέντρο της Αθήνας έμαθα τη γλώσσα σε 2 μήνες, όπως τα περισσότερα παιδιά μεταναστών αυτής της ηλικίας. Στο σπίτι μιλούσαμε και τις δύο γλώσσες. Λόγω της ηλικίας μου δεν μπορώ να θυμηθώ συγκεκριμένα ξενοφοβικά περιστατικά από τότε. Από το δημοτικό και μετά τα θυμάμαι όλα πιο έντονα.
Πώς απαντάς όμως ότι η μαμά σου είναι καθαρίστρια και ο πατέρας σου μπογιατζής; Πώς το κάνεις χωρίς να στρογγυλεψεις λίγο τις άκρες;
Την ξενοφοβικότερη εμπειρία την είχα με το «καλημέρα σας», την πρώτη ημέρα του σχολείου. Στον σχολικό χώρο συστεγάζονταν δύο σχολεία, άρα θα υπήρχαν 2 τάξεις για τα παιδιά της πρώτης Δημοτικού. Αμ δε! Έλληνες γονείς διαμαρτυρήθηκαν που τα τέκνα τους θα μοιράζονταν τα θρανία με παιδιά μεταναστών και μετέφεραν τις αντιρρήσεις τους στη διεύθυνση του σχολείου. Κάποιοι «διαλλακτικότεροι», μπορούσαν να αποδεχτούν την συνύπαρξη των παιδιών τους με μετανάστες συμμαθητές, αρκεί αυτοί να ήταν τουλάχιστον Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Εγώ ήμουν αβάφτιστη κι αυτό είχε προκύψει από πεποίθηση των γονιών μου. Ο πατέρας μου ήταν άθεος, η μητερα μου Ευαγγελίστρια. Με μεγάλωσαν λοιπόν με την αντίληψη ότι το θρήσκευμα είναι σημαντική, προσωπική υπόθεση κι αν ποτέ ήθελα να ασπαστώ κάποιο, θα έπρεπε να το κάνω μόνη μου σε μια ωριμότερη ηλικία. Γνώριζαν φυσικά τα κοινωνικά προνόμια της αλλαγής του ονόματος σε κάτι πιο ελληνικό. Μετανάστες που άλλαξαν τα ονόματά τους ή ακόμη καλύτερα βαφτίστηκαν χριστιανοί, χαίρουν μιας ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Παρόλαυτα δεν επέλεξαν αυτή τη λύση για τα παιδιά τους.
Για να επιστρέψω στην πρώτη μέρα στο σχολείο, το θέμα βρήκε τελικά μια λύση: δημιουργήθηκε ένα τρίτο τμήμα κατά τις επιταγές των προβληματισμενων Ελλήνων γονέων. Ένα τμήμα που απαρτιζόταν ως επί το πλείστον από μετανάστες. Κι όλα μέλι γάλα, έτσι;
Φυσικά αυτό δε με προστάτευσε από ρατσιστικά σχόλια. Υπήρξαν παιδιά που με πραγματική απορία με ρωτούσαν αν τα αλβανάκια έχουν δεύτερο βρακί να βάλουν (ναι) ή αν έχουν ψείρες (όχι πάντως περισσότερες από τα ελληνόπουλα).
Όσο δύσκολο κι αν ήταν να απαντήσω σε αυτές τις ερωτήσεις, υπήρξε μια ερώτηση που με κομπλαρε πάντα περισσότερο. «Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου;». «Η μαμά μου είναι δικηγόρος» «Ο μπαμπάς μου είναι δημοσιογράφος» «Ο παππούς μου είναι αστυνομικός», ήταν συχνές απαντήσεις των υπολοίπων παιδιών. Πώς απαντάς όμως ότι η μαμά σου είναι καθαρίστρια και ο πατέρας σου μπογιατζής; Πώς το κάνεις χωρίς να στρογγυλεψεις λίγο τις άκρες; Μήπως ακούγεται καλύτερα το οικιακή βοηθός και ελαιοχρωματιστής; Πολλά παιδάκια μεταναστών το λένε έτσι. Μήπως να αναφέρω ότι στη χώρα τους είχαν «κανονικές» δουλειές και πτυχία; Μήπως να αναφέρω τις θέσεις που είχαν εκεί και τα επιτεύγματά τους; Πώς να τους το πω χωρίς να νιώσω άσχημα και χωρίς να νιώσουν κι αυτοί άσχημα για μένα; Χωρίς να υποθέσουν την οικονομική μας κατάσταση ή να δημιουργήσουν μια εικόνα για τη ζωή μας, η οποία δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα;
Όλα όμως περνάνε και με την καθημερινή επαφή τα περισσότερα παιδιά -μαζι και οι γονείς τους- ηρέμησαν. Η διαφορετικότητά μας δεν τονιζόταν πια τόσο έντονα, δεν γινόταν θέμα αντιπαράθεσης.
Οι καιροί αλλάζουν. Η Ελλάδα γίνεται Δύση. Η Ελλάδα γίνεται Ευρώπη. Η Ελλάδα θυμάται να αγαπήσει τον πλησίον της κι ας είναι κι αβάφτιστος μετανάστης. Η Ελλάδα μας αποδέχεται. Η Ελλάδα γίνεται η χώρα μας.
Το 2012 είμαι μαθήτρια Λυκείου. Βρισκόμαστε μετά τις εκλογές του Μαΐου και πριν τη δολοφονία του Φύσσα. Το κλίμα είναι διαφορετικό. Η εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής μπαίνει για πρώτη φορά στη Βουλή κι όχι μόνο. Μπαίνει στις τηλεορασεις μας, στο καθημερινό μας λόγο, στις γειτονιές και στις σχολικές μας τάξεις. Πολλοί συμμαθητές μου, γόνοι τόσο αριστερών όσο και φιλελευθέρων οικογενειών, φαίνεται να ασπάζονται την ιδεολογία της οργάνωσης. Στην αρχή οι περισσότεροι εξ αυτών το κάνουν «για την καφρίλα».
Δεν εύχονται στ’αλήθεια θανάτο σε μετανάστες, είναι απλά ένα αστείο, έτσι; Και ακόμη κι αν το κάνουν, δεν το εύχονται για όλους τους μετανάστες, μόνο για μερικούς. Μόνο για τους επικίνδυνους και τους λαθραίους.
Το πράγμα γρήγορα ξεφεύγει από τα όρια της καφρίλας. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα μπορεί να σόκαρε, αλλά σίγουρα δεν έκανε το θέμα να καταλαγιάσει. Τώρα πια δε μιλάμε για τον «ακίνδυνο» ρατσισμό, αυτόν που προέρχεται λόγω άγνοιας, αυτόν που σε προσβάλει λίγο αλλά σε μια βδομάδα το παιδικό σου μυαλό τον εξουδετερώνει. Μιλάμε για τον hardcore ρατσισμό. Αυτόν που δολοφονεί, αυτόν που απελάσει, αυτόν που καλύτερα να κάνεις ότι δεν άκουσες και να κοιτάξεις από την άλλη. Υπομονή, δυο χρόνια ακόμη και τελειώνει το σχολείο, ένας χρόνος -αλλαξε πεζοδρόμιο- έξι μήνες -μην απαντήσεις τίποτα- τρεις μήνες -υπομονή- ένας μήνας ακόμη.
Και τώρα τα βλέπω αυτά από μακριά, τα παρατηρώ σαν να είναι η ιστορία κάποιου άλλου. Άλλοτε γελάω κι άλλοτε θυμώνω. Θυμώνω -θα το ξαναπώ- που γράφω αυτό το κείμενο «από τα κάτω». Γνωρίζοντας ότι η αναφορά σε σχέσεις θύτη-θύματος είναι συχνά αμφιλεγόμενη, θέλω να πω ότι χρησιμοποιώ τις λέξεις αυτές εντελώς συνειδητά. Το να βλέπεις τον κόσμο από την μεριά του κοινωνικά καταπιεσμένου και να μιλάς γι’αυτό, είναι σημαντικό για την επίτευξη αλλαγών, θεμέλιο του ευρύτερου αντιρατσιστικού αγώνα.
Το να αρκείσαι και να βολευεσαι με τα θραύσματα της νεοαποκτηθείσας σου ελευθερίας, από την άλλη, προσπαθώντας να υιοθετήσεις ένα πιο παθητικό προφίλ, προσποιούμενος/-η ότι όλα είναι καλά, μόνο σαν φίμωτρο μπορεί να λειτουργήσει.Δε θα άλλαζα φυσικά την εμπειρία μου. Είναι δική μου, είναι όλη δική μου. Την έζησα και τη ζω ακόμα. Οι αναμνήσεις παίρνουν διάφορες μορφές αλλά είναι πάντα εκεί. Είναι κομμάτι μου, είναι εγώ. Εγώ η αβάφτιστη, εγώ η μετανάστρια, εγώ η ξένη. Εγώ η φοιτήτρια, εγώ η εργαζόμενη, εγώ η -εδώ και δύο μήνες- Ελληνίδα πολίτης.»
Η Σίντυ Χατζή
Πηγή: ladylike.gr