Ο πατέρας της άτυχης Ιφιγένειας Μήτσκας, που έχασε την ζωή της στο φονικό δυστύχημα στα Τέμπη, στηρίζει τον σύντροφο της κόρης του, που επέζησε.
Τρεις μέρες, έχουν περάσει από την κηδεία της 23χρονης και με βαριά καρδιά, ο πατέρας της, μίλησε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Star και την Άννα Σταματιάδου.
Πατέρας Ιφιγένειας: Στο πλευρό του συντρόφου της κόρης του
Η Ιφιγένεια από τα Γιαννιτσά ταξίδευε στο 3ο βαγόνι του μοιραίου τρένου με το αγόρι της, τον Φάνη. Εκείνος γλίτωσε, ωστόσο κι αυτός ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά. Ο πατέρας της κοπέλας θέλει να σταθεί στο πλευρό του αγοριού της, του Φάνη, που μπορεί να σώθηκε, όμως ζει το δικό του δράμα.
Όπως εξομολογήθηκε υποφέρει πολύ για την απώλεια της αγαπημένης του και εξοργίζεται για κάποια πικρόχολα σχόλια που ακούστηκαν γι΄αυτόν.
Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Αφού το έβλεπα στα μάτια της κόρης μου, ήταν φουλ ερωτευμένη και περνούσε καλά. Αν πίστευα έστω το παραμικρό, να την έβλεπα να είναι στεναχωρημένη, εγώ ο ίδιος θα τον έκοβα τα πόδια. Θα τον τελείωνα εγώ. Τα παιδιά ήταν πάρα πολύ καλά και τώρα τον έχουμε σακατέψει. Ούτε από το σπίτι βγαίνει, ούτε πουθενά, ούτε τηλέφωνα, ούτε τρώει, ούτε πίνει. Υποφέρει αυτός, υποφέρουν τα αδέρφια του, η μάνα του. Κάποιοι συνεχίζουν έτσι και γράφουν και λένε και λένε…»..
Στην συνέχεια πρόσθεσε: «Είχαν μία λάμψη στα μάτια τους τα παιδιά. Έχεις ερωτευτεί, ξέρεις πώς είναι. Το έβλεπες ότι ήταν καλά, περνούσαν καλά. Εντάξει, πάει η Ιφιγενούλα μου. Τι να κάνουμε; Ο άλλος πρέπει να συνεχίσει. Κάποιοι γλίτωσαν, κάποιοι χάθηκαν. Ούτε ένα τηλέφωνο από πολιτικούς»
Η Ιφιγένεια ταξίδευε από Αθήνα προς Πλατύ μαζί με το αγόρι της. Καθόταν στη θέση 67, στο 3ο βαγόνι. Παρά τις προσπάθειες του Φάνη να την απεγκλωβίσει από τα συντρίμμια, δεν τα κατάφερε. Από τη φονική σύγκρουση των δύο τρένων έχασε τις αισθήσεις της και ξεψύχησε γρήγορα. Η σορός της κοπέλας ταυτοποιήθηκε δύο ημέρες μετά την τραγωδία.
«Τι να κάνουμε; Κάποιοι γλίτωσαν και κάποιοι χάθηκαν. Αυτοί πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή, νέα παιδιά είναι. Κάποιος πρέπει να τους βοηθήσει, ας πάει ένας ψυχολόγος. Ας πάρουν ένα τηλέφωνο στην οικογένεια. Ούτε ένα τηλέφωνο από πολιτικούς, ούτε ένα τηλέφωνο από ΟΣΕδες, ΤΡΑΙΝΟσέδες, πώς τους λένε αυτούς. Τίποτα. Οι μόνοι που μας βοήθησαν ήταν στο νοσοκομείο της Λάρισας. Όλοι και το ιατρικό προσωπικό. Είχε άλλους ψυχολόγους, κάτι κυρίες ευγενέστατες, δηλαδή σε απάλυναν τον πόνο, ρε παιδί μου, πέντε λεπτά, έχουν τον τρόπο τους, τέλος πάντων…», κατέληξε.