Συνήθως αποκαλούμε τέλειο έγκλημα (τέλεια ληστεία στην περίπτωσή μας) εκείνο στο οποίο οι δράστες είναι τόσο προσεχτικοί και επιμελείς, ενεργώντας βάσει ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, που δεν αφήνουν πίσω τους το παραμικρό ίχνος. Για τους ληστές που «ξάφρισαν» κοσμήματα αξίας περίπου 7 εκατομμυρίων ευρώ από το –υποτίθεται- τέλεια φυλασσόμενο εμπορικό κέντρο του Βερολίνου KaDeWe, πάντως this is not the case…
Αντίθετα, ένας εξ αυτών είχε κάνει το λάθος που συνήθως αποβαίνει μοιραίο. Είχε αφήσει γενετικό υλικό πίσω του, κάνοντας τους άνδρες της γερμανικής αστυνομίας να προεξοφλήσουν ότι η σύλληψη και εν συνεχεία η καταδίκη των ενόχων θα ήταν υπόθεση ρουτίνας. Κάτι που, όμως, τελικά συνέβη μόνο κατά το ήμισυ, αφού σύλληψη υπήρξε μέσω της ταυτοποίησης dna, όχι όμως και απονομή δικαιοσύνης εξαιτίας ενός απίστευτου παράδοξου.
Αλλά ας ξετυλίξουμε την ιστορία από την αρχή. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό του Ιανουαρίου του 2009 οι υπεύθυνοι του τεράστιου mall Kaufhaus des Westens (εν συντομία KaDeWe) αντιλαμβάνονται έντρομοι ότι είναι αντιμέτωποι με την χειρότερη στιγμή στην υπερεκατονταετή ιστορία αυτού του εμπορικού κέντρου που από το 1907 στους 7 ορόφους του φιλοξενεί μερικούς από τους πλέον ξακουστούς οίκους. Ακόμη και η επίσκεψη για τον μέσο Γερμανό ήταν ένα… happening, πόσω μάλλον το να καταφέρει να αποκτήσει ένα κόσμημα ή κάποιο άλλο ακριβό αντικείμενο από τις βιτρίνες των πολυτελών καταστημάτων του.
Τρεις τύποι πάντως αποφάσισαν να μην επιτρέψουν στην οικονομική κατάστασή τους να τους σταθεί εμπόδιο. Και το προχώρησαν ένα βήμα παραπάνω αφού κατόρθωσαν χρησιμοποιώντας πολύ απλό σχέδιο και μέσα να κατατροπώσουν τα υπερσύγχρονα συστήματα ασφαλείας και να φτάσουν (αρχικά με μια ανεμόσκαλα και στη συνέχεια με την μέθοδο του ριφιφί) μέχρι τον όροφο όπου βρίσκονταν τα κοσμηματοπωλεία. Εκεί έσπασαν με βαριοπούλες τα τζάμια και λίγα λεπτά αργότερα εξαφανίστηκαν έχοντας προλάβει να σηκώσουν κοσμήματα συνολικής αξίας 6,8 εκατομμυρίων ευρώ!
Η υπόθεση έγινε μεγάλο θέμα όχι μόνο στο Βερολίνο και την Γερμανία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πίεση προς τις Αρχές για την ανακάλυψη των ενόχων ήταν τεράστια, με αποτέλεσμα η αστυνομία να κινηθεί ταχύτατα ελπίζοντας να βρουν στοιχεία. Είδαν την τύχη να τους χαμογελάει αφού οι κινήσεις των υπόπτων είχαν καταγραφεί από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. Όμως πέρα από την επιβεβαίωση ότι επρόκειτο για τρεις δράστες, δεν προέκυψε κάτι άλλο που να μαρτυρά την ταυτότητά τους. Αποδείχθηκε, όμως, ότι ένας εξ αυτών ήταν απρόσεκτος…
Στο σημείο όπου είχε στηθεί η σκάλα βρέθηκε ένα γάντι. Και σε αυτό οι ειδικοί της σήμανσης βρήκαν ίχνη από μια σταγόνα που αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν ιδρώτας. Μπίνγκο! Γενετικό υλικό, άρα dna. Εάν ο δράστης ήταν σεσημασμένος, τότε η ταυτοποίησή του ήταν απλά θέμα ωρών. Στο αρχηγείο της αστυνομίας του Βερολίνου κανείς δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό και την χαρά του.
Τα πράγματα, όμως, έγιναν ιδιαίτερα περίπλοκα όταν βγήκαν οι εργαστηριακές αναλύσεις. Το αποτέλεσμα μπέρδεψε τους επιστήμονες αφού το γενετικό υλικό άνηκε όχι σε έναν, αλλά σε δύο ανθρώπους! Για την ακρίβεια, συνέβη το απίθανο. Δύο δίδυμοι αδελφοί, ο Αμπάς και ο Χασάν ήταν οι «κάτοχοι» της σταγόνας. Οι 27χρονοι ήταν λιβανέζικης καταγωγής και παρά το γεγονός ότι είχαν γεννηθεί στην Σαξονία, δεν είχαν λάβει την γερμανική υπηκοότητα, ενώ για καιρό ήταν άνεργοι. Η αστυνομία προχώρησε αμέσως στη σύλληψή τους με συνοπτικές διαδικασίες θεωρώντας ότι μετά από ανάκριση θα έδιναν και το όνομά του συνεργού τους. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον νόμο και τα παραθυράκια του.
Για τον δικηγόρο υπεράσπισης η υπόθεση έκανε «μπαμ» από μακριά. Αφού το dna είναι μοναδικό, είναι αδύνατο να ανήκει σε δύο άτομα ταυτόχρονα. Η σταγόνα ήταν μία. Και από την στιγμή που οι μονοζυγωματικοί δίδυμοι μοιράζονται κατά 99,9% το γενετικό υλικό τους δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να αποσαφηνιστεί πέραν αμφιβολίας ο ένοχος. Σίγουρα ήταν ένας από αυτούς, αλλά ποιος;
Οι νόμοι ήταν ξεκάθαροι. Μόνο ένας θα μπορούσε να κατηγορηθεί για την ληστεία στο KaDeWe. Αλλά τα στοιχεία δεν μαρτυρούσαν ποιος ήταν αυτός, ενώ και τα δύο αδέλφια κρατούσαν το στόμα τους ερμητικά κλειστό, εκμεταλλευόμενοι το νομικό σύστημα και κάνοντας «σμπαράλια» τα νεύρα των Αρχών αλλά και της κοινής γνώμης. Όσο επέμεναν ο καθένας ξεχωριστά ότι ήταν αθώοι και δεν υπήρχε ομολογία, η πορεία της υπόθεσης ήταν προδιαγεγραμμένη. Όταν συμπληρώθηκε το χρονικό διάστημα το οποίο μπορούσαν να παραμείνουν υπό κράτηση χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Το γάντι με το γενετικό υλικό δεν αποδείκνυε τίποτα εκτός από το ότι κάποτε ένας από αυτούς το είχε φορέσει. Όπως υποστήριξε και ο δικηγόρος τους, θα μπορούσε να το έχει αφήσει εκεί κάποιος για να τους ενοχοποιήσει…
Δέκα χρόνια μετά, όταν πλέον το αδίκημα είχε παραγραφεί, με κοινή δήλωσή τους εξέφρασαν την περηφάνια τους για το δικαστικό σύστημα της Γερμανίας. Ήταν εκείνο πους τους έβγαλε «λάδι», αν κι εδώ που τα λέμε, όλα αυτό το διάστημα είχαν παραμείνει στο μικροσκόπιο της αστυνομίας που ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα έκαναν το μοιραίο λάθος και θα εμφάνιζαν κάποια από τα κλοπιμαία ή θα έδιναν στοιχεία παράνομου πλουτισμού με τον τρόπο ζωής τους. Τέτοιο λάθος, όμως, δεν συνέβη ποτέ. Το μόνο λάθος τους ήταν εκείνη η σταγόνα, το οποίο δεν πλήρωσαν ποτέ.