Το ενδεχόμενο απομείωσης του ελληνικού χρέους με αντάλλαγμα την επιστροφή προσφύγων από τη Γερμανία στην Ελλάδα, θέμα που πιέζει πολιτικά την καγκελάριο Μέρκελ, θέτει σε δημοσίευμά της η γερμανική εφημερίδα Die Zeit.
Την εκτίμηση ότι ο έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να αποσπάσει οφέλη στο θέμα του χρέους εφόσον βοηθήσει την καγκελάριο στο προσφυγικό κάνει η Zeit. Για ασαφή όρια μεταξύ πολιτικής και δικαιοσύνης στην Ελλάδα γράφει η NZZ.
Η εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit επισημαίνει σε ανάλυσή της ότι «η Άνγκελα Μέρκελ χρειάζεται τώρα βοήθεια από την Ιταλία και την Ελλάδα» προκειμένου να βρει ταχύτατα λειτουργικές λύσεις στο προσφυγικό ζήτημα και να βγει από τη δύσκολη θέση που έχει περιέλθει εντός των συνόρων εξαιτίας της σφοδρής διαμάχης με τον γερμανό υπουργό Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ και το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα που αυτός εκπροσωπεί.
«Ειδικά η Ιταλία και Ελλάδα», σχολιάζει η εφημερίδα του Αμβούργου. «Δύο χώρες στις οποίες οι συμπάθειες για την καγκελάριο είναι περιορισμένες, για να το διατυπώσουμε επιεικώς. Η Γερμανία υπήρξε υπερβολικά σκληρή, αδιάλλακτη, ελάχιστα αλληλέγγυα απέναντί τους κατά τη διάρκεια της ευρωκρίσης -τουλάχιστον έτσι το αισθάνθηκε η πλειονότητα των Ιταλών και των Ελλήνων. Και τώρα χρειάζεται η Μέρκελ αυτές τις δύο χώρες προκειμένου να σώσει τη θέση της στην καγκελαρία. (…) Τι ευκαιρία για τους Ιταλούς και τους Έλληνες».
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι η γερμανίδα καγκελάριος θα επιδιώξει να διαπραγματευθεί διμερείς συνθήκες για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Αναλύοντας τους πιθανούς λόγους που θα ωθούσαν την ελληνική κυβέρνηση να συναινέσει σε ένα σχέδιο που θα προβλέπει επιστροφή από τη Γερμανία των προσφύγων που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα, γράφει ότι έχει κάποιο συμφέρον να το πράξει και εξηγεί: «Η χώρα βρίσκεται κοντά στην έξοδο από το πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόστηκε επί της ουσίας από τη Γερμανία. Από εκεί και πέρα γίνονται διαπραγματεύσεις για πιθανή απομείωση του χρέους. Κανείς δεν έχει ακόμη συνδέσει δημοσίως το προσφυγικό και το ζήτημα του χρέους. Αλλά η ανάγκη της Μέρκελ θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία για τον Τσίπρα», σχολιάζει η Die Zeit.
Ελλάδα: ασαφή όρια μεταξύ πολιτικής και δικαιοσύνης
Για ασαφή διάκριση μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα κάνει λόγο η Neue Zürcher Zeitung σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα. Η ελβετική εφημερίδα σημειώνει ότι «ο συντηρητικός δικαστικός μηχανισμός δρα ως αντίπαλος της κυβέρνησης. Ωστόσο και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να τον θέσει εν μέρει υπό έλεγχο».
Όπως γράφει η NZZ, «στο φερόμενο σκάνδαλο δωροδοκίας της Novartis, στη διαδικασία χορήγησης ασύλου σε τούρκους στρατιωτικούς και στη νομική κρίση των όρων λιτότητας των δανειστών η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πολιτικής εξουσίας και δικαστηρίων φαίνεται να είναι θολή. Η ελληνική κοινή γνώμη πιστεύει πλέον ακόμη περισσότερο ότι υπάρχουν ενδείξεις για πολιτική ενορχήστρωση δικαστικών υποθέσεων ή για προστασία ισχυρών επιχειρηματιών από τους δικαστές». Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη, δηλώνουν στην εφημερίδα δικηγόροι και συνταγματολόγοι στην Αθήνα διατηρώντας την ανωνυμία τους. Όπως διευκρινίζουν οι ίδιοι, «η ελληνική δικαιοσύνη δρα ανεξάρτητα, ωστόσο αυτό δεν συνεπάγεται ότι είναι ουδέτερη».
Το δημοσίευμα κάνει λόγο για δύο αντίπαλα «πολιτικά στρατόπεδα: Του ενός ηγείται ο πρώην ανώτατος δικαστής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου. Επικεφαλής του άλλου είναι η Βασιλική Θάνου, η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου. (…) Η ομάδα υπό τον Αθανασίου τηρεί εχθρική στάση απέναντι στην κυβέρνηση», γράφει η εφημερίδα, συμπληρώνοντας ότι στο «στρατόπεδο Αθανασίου» ανήκει και ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Νίκος Σακελλαρίου, που παραιτήθηκε αφήνοντας αιχμές για κυβερνητικές παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης.
O αρθρογράφος σημειώνει ότι «η άλλη ομάδα υπό τη Βασιλική Θάνου πρόσκειται στην κυβέρνηση» Μετά τη συνταξιοδότησή της «ο Τσίπρας διόρισε τη Θάνου (σ.σ. στη θέση της προϊσταμένης του νομικού γραφείου του πρωθυπουργού) ως εκπρόσωπο μιας μετριοπαθούς δεξιάς. Διότι η ελληνική αριστερά, την οποία εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπόρεσε ποτέ (σ.σ. στο παρελθόν) να εδραιωθεί στον χώρο της δικαιοσύνης».