«Στις 6 Ιανουαρίου κλείνει ένα πλουσιότατο σε λατρευτικά δρώμενα, παραδοσιακά έθιμα και μακραίωνες συνήθειες Δωδεκαήμερο, που συνδέεται με κεντρικά στοιχεία του χριστιανικού Ευαγγελίου: την κατά σάρκα γέννηση, την Περιτομή και τη Βάπτιση του Ιησού Χριστού, που είναι βασικοί σταθμοί της Ενανθρώπησης του Θεού στον κόσμο.
Παράλληλα, την 1η του έτους εορτάζεται και η μνήμη του μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας μας, Βασιλείου αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων κάνουν το διάστημα αυτό έναν πόλο εορταστικό και λατρευτικό στην καρδιά του χειμώνα, που συμπληρώνεται από τον αντίστοιχο εαρινό, δηλαδή εκείνον των πασχαλίων εορτών. Πώς προέκυψε όμως ιστορικά το εορταστικό αυτό σύμπλεγμα;
1. Η αρχή των Θεοφανείων
Για τις εορτές και τη λατρεία των πρώτων Χριστιανών οι πηγές μας είναι βέβαια τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, κατόπιν οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες, που υπήρξαν μαθητές και «ακουσταί» των Αποστόλων, όπως ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Κλήμης Ρώμης και άλλοι, και κατόπιν άλλοι χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα, καθώς και κείμενα κανόνων, προτροπών και διδαχών που γράφτηκαν τότε.
Σ’ αυτά ξεχωρίζουμε το Πάσχα και την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, τις καθημερινές προσευχές και το βάπτισμα των νέων Χριστιανών, που γινόταν ομαδικά το Μέγα Σάββατο το βράδυ.
Για την περίοδο αυτή, του χειμώνα, η πρώτη μαρτυρία που έχουμε είναι του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα (δηλαδή 150-210), που μας πληροφορεί ότι οι οπαδοί του Βασιλείδη (που ήταν της αίρεσης των Γνωστικών) γιόρταζαν την ημέρα «του βαπτίσματος του Κυρίου» με αγρυπνίες και αναγνώσματα, χωρίς όμως να συμφωνούν όλοι για την ημερομηνία – άλλοι την τοποθετούσαν στις 6 κι άλλοι στις 10 Ιανουαρίου.
Όπως συμπεραίνουν νεώτεροι ειδικοί, από το διάστημα αυτό, ξεκινώντας ίσως από την Αλεξάνδρεια, μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα σ’ όλη την Ανατολή, την 6η Ιανουαρίου εορταζόταν μια τριπλή εορτή: η γέννηση του Χριστού, η προσκύνηση των μάγων και η βάπτισή Του.
Η λέξη «Επιφάνεια» καλύπτει και τις τρεις εορτές, είναι η φανέρωση του Θεού ως βρέφους στους ανθρώπους γενικά και στους Μάγους ειδικά, η φανέρωση της Θεότητας στον Ιορδάνη με τη συμμαρτυρία του Πατρός και του Πνεύματος. Γιατί όμως στις 6 Ιανουαρίου;
Η προέλευση, πιθανότατα, είναι εξωβιβλική: είναι γνωστό, ότι αιγύπτιοι λάτρεις ενός μυστηριακού θρησκεύματος εόρταζαν την εμφάνιση του Χρόνου ή Κρόνου μέσα από τα νερά του Νείλου στις 6 Ιανουαρίου. Αυτή ήταν μια από τις πολλές ειδωλολατρικές «Επιφάνειες».
Είναι φανερό ότι οι Χριστιανοί ξεκίνησαν στην Αίγυπτο να δίνουν τη δική τους απάντηση για το ποια είναι η πραγματική «Επιφάνεια» του Θεού μέσα από τα νερά: αυτή του βαπτιζομένου Ιησού.
Με το παράδειγμά Του και την εντολή Του αργότερα για βάπτιση των πιστευόντων όχι μόνο πλέον «εν ύδατι» (όπως στην θρησκευτική πρακτική πολλών ανατολικομεσογειακών θρησκειών, όπου το λιγοστό νερό θεωρείται πάντα θεόσταλτο καθαρτήριο), αλλά και «εν Πνεύματι», ο Χριστός αναδείκνυε τη μοναδική ιστορική «Επιφάνεια» του Θεού σε μια ιστορία ευθύγραμμη, που δεν επαναλαμβάνεται.
Αντίθετα, η «Επιφάνεια» των νερών ή του θεού-Ηλίου (solis invicti) στη Δύση, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, ήταν η αποθέωση της κυκλικής φυσικής ροής του κόσμου.
2. Η ανάδειξη της ημέρας των Χριστουγέννων
Το βέβαιο είναι ότι μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα τα Θεοφάνεια ή «Φώτα» ή Επιφάνεια εμπεριείχαν και την εορτή των Χριστουγέννων, ένας συνδυασμός που απαντά ακόμη και σήμερα στο εορτολόγιο της Αρμενικής Εκκλησίας.
Την εποχή του Μ. Βασιλείου (†379) και του Γρηγορίου του Θεολόγου μαρτυρούνται στη Μικρά Ασία οι πρώτες περιπτώσεις χωρισμού των δύο εορτών, όπου τα Χριστούγεννα άρχισαν να εορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου από επίδραση της Εκκλησίας της Ρώμης.
Στη Ρώμη είχε αρχίσει από τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα (περί το 330-340) ο εορτασμός των Χριστουγέννων ως απάντηση στα ειδωλολατρικά Βρουμάλια ή Σατουρνάλια, που ήταν η λατρεία του αναγεννώμενου Ηλίου, όταν (περισσότερο εμφανώς στα βορειότερα κλίματα) άρχιζε να ξαναμεγαλώνει η μέρα, μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Οι Χριστιανοί στη λατρεία του «ξαναγεννημένου Ήλιου» του φυσικού κύκλου, απαντούσαν με τη γέννηση του «νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης».
Περί το 375 άρχισαν να εορτάζονται τα Χριστούγεννα και στη Συρία και το 386 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πρεσβύτερος στην Αντιόχεια, εξέφρασε στο Λόγο του «Εις την γενέθλιον ημέρα του Σωτήρος» τη χαρά του, που επιτέλους η 25η Δεκεμβρίου μπήκε επίσημα στο εορτολόγιο της πόλης. Μέχρι το 432 η εορτή είχε φθάσει και στην Αλεξάνδρεια.
Ενώ στη Δύση τα Επιφάνεια συνδέονται μέχρι σήμερα, κυρίως, με την προσκύνηση των Μάγων, στην Ανατολή εξακολούθησαν να εορτάζονται με μεγάλη λαμπρότητα: στα Ιεροσόλυμα την εποχή εκείνη, μας πληροφορεί το Οδοιπορικό της Αιθερίας (ταξιδιωτικός οδηγός μιας ευσεβούς Μαυριτανής κυρίας στα τέλη του 4ου αιώνα) ότι επί μία εβδομάδα μετά τις 6 Ιανουαρίου τελούνταν μία Λειτουργία κάθε μέρα σε συγκεκριμένους μεγάλους ναούς της πόλης από τον επίσκοπο ή μοναχούς.
Οι γνωστές σε όλους μας ευχές του Μεγάλου Αγιασμού έχουν σαφώς εξορκιστικό χαρακτήρα και καταδεικνύουν το θρίαμβο της νίκης του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού (άρα, τελικά, του ανθρώπου, που ενώνεται με το Θεό) πάνω στον «γκρίζο» κόσμο πνευμάτων, κακοποιών στοιχείων, αοράτων «αρνητικών» δυνάμεων (όπως λέμε σήμερα) κλπ.
Πολύ σωστά έχει, λοιπόν, συνδεθεί στη λαϊκή αντίληψη η έξωση των καλικαντζάρων ή «παγανών» με τον αγιασμό των υδάτων. Βαθμιαία, το διάστημα των 40 ημερών πριν τα Χριστούγεννα και των 40 ημερών μετά, μέχρι την Υπαπαντή, έγινε μια λαμπρή εορταστική αλυσίδα, που στις μέρες μας έχει, δυστυχώς, εκφυλιστεί σε άλλοθι καταναλωτισμού».
Γράφει ο Δημήτριος Μόσχος, Λέκτορα Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας Τμήματος Θεολογίας Παν/μίου Αθηνών