Στην Θεσσαλονίκη θα λάβει χώρα η πρώτη συνεδρίαση της Κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Ελλάδας-πΓΔΜ για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, που προβλέπεται από το άρθρο 8 παράγραφος 5 της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως μεταδίδει το σκοπιανό πρακτορείο ειδήσεων «ΜΙΑ».
Όπως μετέδωσε το σκοπιανό πρακτορείο και η ιστοσελίδα president.gr, η Επιτροπή προβλέπεται να εξετάσει τα σχολικά εγχειρίδια και να θέσει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, ώστε να διασφαλισθεί ότι από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος στις δύο χώρες δεν θα χρησιμοποιείται κανένα σχολικό εγχειρίδιο ή βοηθητικό σχολικό υλικό που εμπεριέχει αλυτρωτικές αναφορές. Το έργο της Επιτροπής θα επιβλέπουν τα Υπουργεία Εξωτερικών των δύο χωρών. Η Επιτροπή θα συνεδριάζει δύο φορές ετησίως και θα υποβάλει έκθεση για τις δραστηριότητές της στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, η σύσταση του οποίου προβλέπεται επίσης από την Συμφωνία των Πρεσπών, με επικεφαλής τους Πρωθυπουργούς των δύο χωρών.
Κάθε χώρα στην επιτροπή αυτή θα εκπροσωπείται από εφτά μέλη, τα οποία θα εξετάζουν την αντικειμενική, επιστημονική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων βασισμένη σε αυθεντικές, στοιχειοθετημένες και επιστημονικά στέρεες ιστορικές πηγές.
Σύμφωνα με το πρακτορείο, ερωτηθείς ποια είναι τα θέματα που αναμένεται να προκαλέσουν μεγαλύτερη διαμάχη, ο Πρέσβης Γκάμπερ σημειώνει ότι υπάρχουν ορισμένα στοιχεία στην ιστορία των δύο χωρών που είναι επώδυνα. Ως παράδειγμα αναφέρει την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, «την συνεργασία μεταξύ των Ελλήνων και των “Μακεδόνων” ανταρτών», σε ποιο βαθμό ήταν δυνατόν να υπάρξει αυτή η συνεργασία, αν θα υπήρχε ένα βαλκανικό επιτελείο όπως πρότειναν οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι «και οι “Μακεδόνες” αποδέχθηκαν». Άλλα τέτοια σημεία, σύμφωνα με τον Γκάμπερ, είναι ο ρόλος της SNOF, η σιωπηρή συμφωνία Αβέρωφ-Πόποβιτς το 1959. Ο Γκάμπερ προσθέτει ότι υπάρχουν και θετικά παραδείγματα, όπως το τριμερές Σύμφωνο Γιουγκοσλαβίας-Ελλάδας-Τουρκίας το 1954.
Ερωτηθείς σε σχέση με την χρήση των τοπωνυμίων («Θεσσαλονίκη ή Σόλουν, Μοναστήρι ή Μπίτολα», αναφέρει χαρακτηριστικά το “MIA”), ο Γκάμπερ σημειώνει ότι για το ζήτημα αυτό θα χρησιμοποιηθούν οι διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες, όπως υποστηρίζει, είναι αρκετά ευνοϊκές για την πΓΔΜ. Προσθέτει ότι σε αυτό θα χρησιμεύσει και η αναγνώριση της “μακεδονικής” ως επίσημης γλώσσας της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μαζί με την σλοβενική και την σερβοκροατική, κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του ΟΗΕ στην Αθήνα το 1977.
Το πρακτορείο σημειώνει ότι η αντιπροσωπεία της πΓΔΜ στην Επιτροπή θα είναι διεπιστημονικού χαρακτήρα, καθώς, πέραν του Γκάμπερ ως διπλωμάτη, θα περιλαμβάνει έναν ιστορικό, έναν αρχαιολόγο, έναν γλωσσολόγο, έναν πολιτικό επιστήμονα, μία συγγραφέα-φιλόσοφο και έναν ειδικό σε θέματα διεθνών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, προσθέτει το πρακτορείο, στην σύνθεση της ελληνικής αντιπροσωπείας θα περιλαμβάνονται τρεις κλασικοί ιστορικοί, γεγονός που, σύμφωνα με τον Γκάμπερ, υποδηλώνει την επιθυμία να καθοριστούν με ακρίβεια τα στοιχεία που δεν πρέπει να προκαλούν ανταγωνισμούς.
Σύμφωνα με το πρακτορείο, με δεδομένο τον όγκο και την πολυπλοκότητα του υλικού που πρέπει να εξεταστεί από την Επιτροπή, ο Γκάμπερ εκφράζει την προσδοκία ότι θα υπάρξει μία συζήτηση στην βάση επιστημονικών επιχειρημάτων για θέματα που στο παρελθόν προκάλεσαν διαφορετικές ερμηνείες.
«Ουσιαστικά, σκοπός αυτής της Επιτροπής είναι να καταλήξει σε λύσεις που δεν θα είναι αντίθετες με την τάση εξευρωπαϊσμού της περιοχής» σημειώνει ο Γκάμπερ και προσθέτει ότι η όλη διαδικασία θα είναι μακροπρόθεσμη.