Με μια ιδιαίτερα συγκινητική ανάρτηση στα social media, ο Σταύρος Θεοδωράκης μιλά για τη δική του «προστάτιδα», την οποία και ευχαριστεί σήμερα, Ημέρα της Μητέρας.
Ο επικεφαλής του Ποταμιού μιλά για τις εικόνες και τις στιγμές της καθημερινής ζωής τις οποίες έχει ζήσει μαζί της ενώ δεν παραλείπει να την ευχαριστήσει.
Δείτε την συγκινητική ανάρτηση που έκανε ο Σταύρος Θεοδωράκης για την μητέρα του:
«Δούλεψε πολύ.
Αν πρέπει να ξεχωρίσω μια φράση για την μάνα μου, είναι αυτή. Δεν μιλώ για το χωριό. Εκεί όλοι δούλευαν. Στις ελιές, στα πρόβατα, στο μποστάνι, στο αμπέλι, στο ξεχορτιάριασμα, στο αλέτρι, στις κότες, στα κουνέλια, στη σκάφη, στην κουζίνα, στο ζύμωμα, στο φούρνισμα. Και μόνο στις σχόλες έβαζαν τα καλά τους και έλεγαν τι ωραία που είναι η ζωή. Ή τα βράδια, λίγο μετά τη δύση του ηλίου, για μια – δύο ώρες, μαζευόντουσαν στις αυλές ή γύρω από το τζάκι, για να αποστερήσουν.
Αλλά δεν μιλώ γι’ αυτά. Μιλώ για την Αγία Βαρβάρα, στα χρόνια που εγώ ήμουν μαθητής. Η μάνα μου ξυπνούσε πρώτη. Να μας φτιάξει δύο φέτες ψωμί. Να καθαρίσει ίσως τα χόρτα ή τους χοχλιούς – να τους βάλει να βράσουν. Μέχρι να σηκωθούμε είχε πλύνει τα χθεσινά ρούχα και τα είχε στριμώξει εκεί που θα περνούσαν οι ακτίνες του ήλιου. Δυο φιλιά και ο πατέρας μου έφευγε για τα δικαστήρια, να ανοίξει τον πάγκο με τα κουλούρια και τα χαρτόσημα. Μόλις συμμάζευε το σπίτι, σε δύο ώρες, έφευγε και αυτή. Με το λεωφορείο στην Ζήνωνος. Το μεσημέρι μερικές φορές γυρνούσε σπίτι. Είχε και τα παιδιά. Να φάνε, να διαβάσουν, να τα μάθει να κάνουν τις δουλειές. Πότε πότε έσπαγαν τα νεύρα της και μοίραζε σφαλιάρες. Τα απογεύματα αν δεν ξαναπήγαινε στα δικαστήρια – να του πάει και φαγητό – έκανε τις χοντρές δουλειές. Σφουγγάρισμα, σιδέρωμα – όχι με στιρέλα – ράψιμο. Τα ρούχα είχαν πάντα μια δεύτερη ζωή στα χέρια της. Το άσπρο πουκάμισο του πατέρα, όταν φαγώθηκαν οι γιακάδες το έκανε μάο για μένα και μετά φουστανάκι για την Αλεξία. Κένταγε και τις μαξιλαροθήκες – τις καλές, όχι τις καθημερινές. Και τις Κυριακές καταχτυπούσε στον αργαλειό. Αλλά αυτό δεν το λογιάζουμε για δουλειά. Ήταν το κέφι της. Τον έστηνε στο πι και φι και μέχρι να βραδιάσει είχε φτιάξει δυο τρεις κουρελούδες.
Και τις Δευτέρες έπρεπε να φύγω τρέχοντας από το σχολείο. Να την συναντήσω στην Αγιά Ελεούσα, να μεταφέρουμε την λαϊκή στο σπίτι. Το λεωφορείο δεν ανέβαινε τότε στην Άνω Αγία Βαρβάρα – δεν έβγαζε δηλαδή την ανηφόρα. Ζωνόμασταν τις πάνινες τσάντες – τις είχε κάνει με μακριά λουριά για να τις περνάμε από το λαιμό – μια δεξιά μια αριστερά για να ισορροπούμε, παίρναμε και από 2-3 σακούλες σε κάθε χέρι και μπαίναμε στην ανηφόρα. Αυτή τραβούσε και το καρότσι.
Αλλά τι σας λέω τόση ώρα; Αφού την ξέρετε. Την γνωρίζετε. Την ζήσατε και εσείς. Γιατί αυτές ήταν οι μανάδες μας, οι γιαγιάδες μας, οι γυναίκες που μας ανάθρεψαν. Αυτές που μας έκαναν άνθρωπο.
Αργυρούλα σε ευχαριστώ».