Κατά της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια τάσσεται η Ιερά Σύνοδος η οποία μάλιστα έστειλε εγκύκλιο προς όλες τις Μητροπόλεις τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου, στην οποία αναφέρονται οι συνοπτικές θέσεις της. Μάλιστα, στην εγκύκλιο η Σύνοδος δεν διαφωνεί με τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών μόνο αλλά γενικά με τον πολιτικό γάμο.
Μάλιστα καταλήγει το κείμενό της ότι «τα παιδιά δεν είναι ούτε κατοικίδια ζώα συντροφιάς για όποιον θέλει να νιώσει κηδεμόνας ούτε αξεσουάρ, που θα επισημοποιήσουν ή θα καταστήσουν κοινωνικά αποδεκτή μια ομόφυλη συμβίωση».
Τι αναφέρει η εγκύκλιος
Στην εγκύκλιο, που εστάλη στις Μητροπόλεις, καταγράφεται η διαφωνία της Εκκλησίας της Ελλάδας με την ομόφυλη γονεϊκότητα, καθώς δεν ικανοποιούνται τα δικαιώματα των παιδιών να έχουν πατέρα και μητέρα, αλλά και η διαφωνία με τον ομόφυλο γάμο, διότι οδηγεί σε ομόφυλη γονεϊκότητα. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή επεκτείνονταν ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, δεν θα ήταν νομικά επιτρεπτός ο αποκλεισμός τους από το δικαίωμα υιοθεσίας, όπως ισχύει σήμερα για τα έγγαμα ζευγάρια.
Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο συγκεκριμένα, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού έχει τη δική της θετική πρόταση ζωής, που είναι ο χριστιανικός γάμος μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Σε ό,τι αφορά τις ομοερωτικές τάσεις και πράξεις, σημειώνεται πως όλοι οι άνθρωποι, παρά τις ατέλειες και αδυναμίες τους, είναι εξίσου τέκνα και εικόνες του Θεού. Κανείς δεν μπορεί να κατακριθεί εξαιτίας των χαρακτηριστικών ή των τάσεων, με τις οποίες γεννήθηκε. Η Εκκλησία, ως οικογένεια που είναι, δεν απορρίπτει κανένα πρόσωπο για τις αδυναμίες του. Ωστόσο, κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος και επομένως υπεύθυνος εάν οι επιλογές του, οι πράξεις και ο τρόπος ζωής του τον οδηγούν ή τον απομακρύνουν από τον Θεό.
Αναφορικά με την «Ισότητα» στο γάμο και στην υιοθεσία, η εγκύκλιος παραπέμπει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ενωσιακό Δίκαιο. Καταγράφει ως ‘αναληθές’ το γεγονός ότι προκειμένου να γίνει λόγος για ανάγκη ίσης μεταχείρισης ή εξίσωσης μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών στο δικαίωμα του γάμου και της υιοθεσίας στην Ελλάδα, θα έπρεπε να προϋπάρχει νομικά μία αδικαιολόγητη ανισότητα, η οποία πρέπει να αποκατασταθεί. Όμως, τόσο βάσει του Ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 21) όσο και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο γάμος προβλέφθηκε ρητά μόνο μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά κράτη υποχρεούνται να νομοθετήσουν για τα ομόφυλα ζευγάρια μόνο εναλλακτικούς θεσμούς αστικής ένωσης, όπως το σύμφωνο συμβίωσης που ισχύει στην Ελλάδα, και δεν υποχρεούνται σε θέσπιση ομόφυλου γάμου ή δικαιώματος ομόφυλης γονεϊκότητας.
Τα ευρωπαϊκά κράτη, δηλαδή, δεν έχουν καμία υποχρέωση να νομοθετήσουν γάμο και δικαίωμα υιοθεσίας υπέρ ομόφυλων ζευγαριών. Εξάλλου, το σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα χορηγεί στα ομόφυλα ζευγάρια τα ίδια δικαιώματα με αυτά του γάμου, με δύο εξαιρέσεις: το δικαίωμα ληξιαρχικής προσθήκης του επωνύμου του ενός συμβαλλόμενου μέρους στο επώνυμο του άλλου μέρους και το δικαίωμα υιοθεσίας. Επομένως, αν προχωρούσε στην Ελλάδα η ψήφιση νόμου για το γάμο υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών, θα αναγνωριζόταν και το δικαίωμά τους στην τεκνοθεσία. Διαφορετικά, η Ελλάδα θα καταδικάζονταν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λόγω δυσμενούς διάκρισης της ελληνικής νομοθεσίας σε βάρος των έγγαμων ομόφυλων ζευγαριών με κριτήριο τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους.
Στην περίπτωση που οποιαδήποτε Κυβέρνηση επεκτείνει τον γάμο στα ομόφυλα ζευγάρια, χωρίς το δικαίωμα υιοθεσίας, που έχουν τα ετερόφυλα ζευγάρια, ουσιαστικά μεταφέρει το πολιτικό κόστος σε επόμενη Κυβέρνηση, ώστε να επεκτείνει την υιοθεσία σε συζύγους του ιδίου φύλου, αφού όμως θα έχει προκαλέσει την καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εξαιτίας της εσφαλμένης νομοθετικής της πολιτικής, δηλαδή ελλιπούς επέκτασης του γάμου και των δικαιωμάτων, που συνδέονται με αυτόν. Τότε, θα επαναλαμβανόταν ό,τι συνέβη το 2015, όταν επεκτάθηκε και στα ομόφυλα ζευγάρια το σύμφωνο συμβίωσης, αφότου η χώρα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λόγω της πλημμελούς νομοθέτησης του, το 2008, μόνο υπέρ των ετερόφυλων ζευγαριών.
Άλλωστε, όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο της ΔΙΣ, δεν είναι τυχαίο ότι και τα 20 από τα 56 κράτη της Ευρώπης, που έχουν εντάξει το θεσμό του γάμου και για τα ομόφυλα ζευγάρια, δεν τα έχουν εξαιρέσει από το δικαίωμα υιοθεσίας.
Από την προσδοκία διασφάλισης του δικαιώματος υιοθεσίας και για τα ομόφυλα ζευγάρια, απορρέει και η πίεση από τις ενώσεις ‘ΛΟΑΤΚΙ’ για την εισαγωγή του γάμου αυτών – αυτή είναι και η διαφορά μεταξύ του γάμου και του συμφώνου συμβίωσης, σημειώνει το κείμενο.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις ‘παραπλανητικές’ ερωτήσεις των δημοσκοπήσεων σχετικά, αφού τίθεται χωριστά το δίλημμα για την επέκταση του πολιτικού γάμου υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών και εκείνο της υιοθεσίας παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, παρόλο που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν νομοθετικά ως δύο ξεχωριστά ζητήματα.
Η Ιερά Σύνοδος, προτάσσει την έμφυτη ανάγκη των παιδιών και κατ’επέκταση, το δικαίωμά τους να μεγαλώνουν με άνδρα πατέρα και γυναίκα μητέρα αντί υποκατάστατων λύσεων, όπως του γονέα Α και του γονέα Β (δύο μητέρες, δύο πατέρες). Τονίζεται πως τα δεν πρέπει τα παιδιά να χρησιμοποιούνται ως ‘εργαλείο ακτιβιστικής πίεσης’, ενώ θεωρεί πως η ομόφυλη γονεϊκότητα θα ευνοούσε φαινόμενα οικονομικής εκμετάλλευσης γυναικών ως παρένθετων μητέρων.
Όπως σημειώνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το θεσμό της υιοθεσίας το κράτος οφείλει να παρέχει σε ένα παιδί την κατάλληλη οικογένεια να το μεγαλώσει και όχι να παρέχει παιδιά σε όποιον θέλει να γίνει γονέας.