Η απλότητα, η ταπείνωση και η βιωματική εμπειρία που διακρίνει τους άγιους διδάσκαλους της Ορθοδοξίας.
Σε κάποιο χωριό της Μεσσαράς ζει μια γιαγιά, που όσοι τη γνωρίζουν καλά ξέρουν πως ο Θεός την έχει προικίσει με εξαιρετικά χαρίσματα. Κάποτε, για παράδειγμα, σε κάποιον άρρωστο στην Αθήνα, που δεν τη γνώριζε καθόλου, εμφανίστηκε ο αρχάγγελος Μιχαήλ και του είπε: «Ήρθα να σε θεραπεύσω, γιατί με στέλνει με την προσευχή της η Γ.».
Η γιαγιά Γ. μού είπε: «Εγώ δεν είμαι αγία, μόνο μια γριά που παρακαλώ το Θεό για τη σωτηρία μου. Άγιος είναι ο τάδε ασκητής, που μένει εκεί, ο δείνα που μένει εκεί» κ.τ.λ., και μου κατονόμασε 4-5 σημερινούς ασκητές, άγνωστους ως επί το πλείστον, που ζουν σε διάφορα σημεία της Κρήτης.
Ιδιότητες σαν αυτές της γιαγιάς Γ., από μόνες τους, δε σημαίνουν τίποτα. Κάλλιστα μπορεί να τις αντιγράψει ένας απατεώνας – αν και άνθρωποι σαν τη γιαγιά δεν είναι απατεώνες· ποτέ δεν κέρδισε τίποτε απ’ αυτά, παρά μόνο ανησυχία μήπως χάσει τη μυστική σχέση με το Χριστό μέσα στην καρδιά της – ενώ παρόμοιες ικανότητες εμφανίζουν και δάσκαλοι άλλων θρησκειών, βουδιστές, ινδουιστές, ακόμη και μάγοι ιθαγενών φυλών ή σαμάνοι. Ωστόσο, πρέπει να πούμε πως άνθρωποι που έχουν φτάσει στο επίπεδο της γιαγιάς στη δική μας πνευματική παράδοση υπάρχουν αρκετοί. Είναι γνωστά π.χ. τα ασύλληπτα θαυματουργικά χαρίσματα σύγχρονων ορθόδοξων αγίων, όπως οι Γέροντες (=πνευματικοί διδάσκαλοι) Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος κ.ά., οι οποίοι δεν είχαν μόνο διορατικό και θεραπευτικό χάρισμα, αλλά τους συνέβαιναν επίσης κάμψεις χώρου και χρόνου, πολλαπλασιασμός της ύλης, τηλεμεταφορά, επικοινωνία με τα ζώα κ.π.ά. Και το πιο παράξενο, ίσως, είναι ότι παρόμοια φαινόμενα και εμφανίσεις τους συνεχίζονται και μετά το θάνατό τους, ή, για να μιλήσω ορθόδοξα, την κοίμησή τους.
Και στην Κρήτη υπήρχαν και υπάρχουν αντίστοιχοι, όπως ο Γέροντας Ευμένιος από τη μονή Ρουστίκων Ρεθύμνης κ.ά.
Οι θαυματουργοί αυτοί άγιοι είναι απόγονοι μιας προηγούμενης γενιάς θαυματουργών, στην οποία ανήκαν άνθρωποι όπως ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης († 1948), η αγία Ματρώνα της Μόσχας η αόμματη († 1952), ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς († Σηάτλ ΗΠΑ, 1966) κ.π.ά. σε όλο τον κόσμο, κι αυτοί με τη σειρά τους ήταν απόγονοι μιας άλλης γενιάς, που περιελάμβανε τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης († 1908), τον άγιο Νεκτάριο της Όπτινα (Ρωσία † 1937), την αγία Ματρώνα του Ανεμνιάσεβο († 1932), τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη († 1924) κ.π.ά. Προχωρώντας έτσι ιστορικά προς τα πίσω, βλέπουμε αγίους θαυματουργούς εν ζωή σε κάθε χριστιανική γενιά, μέχρι τους μαθητές του Χριστού, που μερικά από τα θαύματά τους περιγράφονται ήδη στην Καινή Διαθήκη (στις «Πράξεις των Αποστόλων»).
Οι άγιοι αυτοί και χαρισματούχοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού έχουν πολλές διαφορές από τους αντίστοιχους λάμα, σουάμι, σαμάνους κ.τ.λ., αλλά θα ήθελα να αναφέρω τρεις, που ίσως φανερώνουν εκείνα τα στοιχεία που με ενδιαφέρει να επισημάνω και να σας προσφέρω.
Πρώτον, στη ζωή αυτών των χριστιανών δεν υπάρχει «μέθοδος», με την οποία ο άνθρωπος να εξασκείται στην απόκτηση τέτοιων ιδιοτήτων, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι μυήθηκαν σε κάποιου είδους μυστική διδασκαλία. Το μόνο που έκαναν ήταν και είναι ν’ ανοίξουν την καρδιά τους ολότελα προς το Χριστό, ως Θεό, και το συνάνθρωπο.
Ο τρόπος ζωής τους δεν περιέχει την εξάσκηση κάποιας μεθόδου (όπως π.χ. η γιόγκα, ο διαλογισμός ή μια πολεμική τέχνη), αλλά θα λέγαμε ότι πρόκειται για έναν δρόμο, που περιέχει την κατάβαση σε δυο νοερούς χώρους, που ο σύγχρονος άγιος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ χαρακτηρίζει «άδη»: στον «άδη της μετάνοιας» και στον «άδη της αγάπης». Ο πρώτος «άδης» είναι η πλήρης απόρριψη του παλαιού εαυτού μου, των πράξεων και των επιθυμιών του (που χαρακτηρίζονται από εμπάθεια), και ο δεύτερος «άδης» περιέχει την αγάπη χωρίς όρους και μέχρι αυτοθυσίας για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ακόμη και τον εχθρό τους, που τον έχουν συγχωρήσει πλήρως. Η αγάπη αυτή κορυφώνεται σε (ή ξεκινά από) αγάπη στο Χριστό, με τον Οποίο διατηρείται κανονική επικοινωνία μέσω της προσευχής, αλλά και της συμμετοχής στη θεία λειτουργία και στο μυστήριο της θείας Μετάληψης, και η οποία επικοινωνία μπορεί να φτάσει και μέχρι τη θέα του θείου Φωτός, κατά τη διάρκεια όχι μόνο της προσευχής αλλά και της κοινής καθημερινότητας – θέα που ενίοτε μπορεί να διαρκεί μέρες και ο άνθρωπος να κάνει τις καθημερινές του δραστηριότητες ευρισκόμενος συγχρόνως εντός του θείου Φωτός, το οποίο του αποκαλύπτεται ως προσωπική οντότητα, ως ο Χριστός.
Επειδή δεν υπάρχει μέθοδος, με την οποία να επιδιώκεται κάποιο αποτέλεσμα, μέγιστες πνευματικές εμπειρίες μπορεί να βιώσουν όχι μόνο μοναχοί ή ιερείς, αλλά και κοινοί άνθρωποι, οικογενειάρχες, ή ακόμη και παιδιά, που πιθανόν δεν ξέρουν καν τι ήταν αυτό που βίωσαν. Χριστιανικές πνευματικές εμπειρίες – π.χ. θαύματα ή εμφανίσεις του Χριστού, της Παναγίας ή κάποιων αγίων – βιώνουν ακόμη και μη χριστιανοί, οι οποίοι ενίοτε παραμένουν πιστοί των θρησκειών τους, αλλά κάποιοι βρίσκουν το θάρρος να μεταστραφούν στην Ορθοδοξία, θέτοντας τον εαυτό τους στην αφετηρία της όλης πορείας. Όλοι πάντως έχουν κάτι κοινό: τον άδη της μετάνοιας, που γεννά την ταπεινή καρδιά, και τον άδη της αγάπης, που προϋποθέτει αυτή την ταπεινή καρδιά.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των ορθόδοξων θαυματουργών αγίων είναι ότι δεν επιθυμούν καθόλου την απόχτηση εξαιρετικών χαρισμάτων, ούτε και τη βίωση ιδιαίτερων πνευματικών εμπειριών. Δεν επιθυμούν ούτε την αύξηση της γνώσης τους, την απόχτηση «σοφίας» ή «ανώτερης συνειδητότητας» ή την «ένωση με το σύμπαν», την «εναρμόνισή τους» με αυτό ή κάτι παρόμοιο. Επιθυμούν μόνο το Χριστό.
Η επιθυμία τους τούς κατευθύνει έξω από τον εαυτό τους, προς ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν και προς το οποίο τείνουν να ενωθούν, ακολουθώντας το δρόμο Του, το δρόμο της ταπεινής και ανιδιοτελούς αγάπης προς το Θεό (τον Άγιο Τριαδικό Θεό και όχι μια υποκειμενική ιδέα «περί Θεού» ή μια φαντασίωση ότι «θεός» είναι ένα σύμβολο της ομορφιάς ή της αγάπης ή μια σπίθα που υπάρχει μέσα μας ή σε όλα τα όντα κ.τ.λ.) και τον πλησίον. Γι’ αυτό και δεν βυθίζονται στον εαυτό τους, όπως οι γιόγκι, αλλά απευθύνονται προς το Χριστό, ως Θεό, και ζητούν το έλεός Του και την πολύτιμη βοήθειά Του για την κάθαρση της καρδιάς τους από τα πάθη και τη μεταλλαγή τους σε αυτό το ον που Εκείνος θέλει γι’ αυτούς.
Επίσης, δεν προσπαθούν να χαράξουν «ένα δικό τους δρόμο προς την τελειότητα», αλλά εντάσσονται στο δρόμο που δίδαξε ο Χριστός και στο σώμα που ίδρυσε Εκείνος, την Εκκλησία. Οι χριστιανοί δεν κάνουν ποτέ ατομικό αγώνα για την τελειότητα, αλλά εντάσσονται, και εντάσσουν τον πνευματικό και ηθικό αγώνα τους, στην Εκκλησία: συγκεντρώνονται με τους αδελφούς τους και κοινωνούν από το ίδιο άγιο ποτήριο, σώμα και αίμα Χριστού. Μέλος αυτής της κοινότητας είναι και ο Χριστός, συγκεκριμένα η κεφαλή της, και μέσα στην κοινότητα αυτή θα Τον συναντήσω. Ακόμη και ένας ερημίτης είναι πάντα μέλος της κοινότητας, ενώνεται μ’ αυτήν διά της προσευχής προς το Χριστό (προσευχής υπέρ όλων των ανθρώπων και μάλιστα όλων των όντων) και συμμετέχει στη θεία Μετάληψη όποτε καθίσταται εφικτό.
Επειδή ο Χριστός είναι Αυτός που αγαπώ, επειδή με Αυτόν θέλω να ενωθώ και ξέρω ότι η ένωση αυτή είναι εφικτή (το ξέρουν όλοι οι άγιοι της Ορθοδοξίας, που τη ζουν ήδη από αυτή τη ζωή – και είναι αυτή η ένωση που τους κάνει θαυματουργούς, με χαρίσματα που παρέχει ο Τριαδικός Θεός όταν και στη μορφή που Εκείνος θέλει και τα αποσύρει όταν πρέπει, χωρίς ο άνθρωπος να μπορεί να «τα φέρει πίσω» με δικές του μεθόδους, πράγμα που θα ήταν εγωιστικό), δε με ενδιαφέρει η πιθανή ύπαρξη «άλλων δρόμων» απόχτησης σοφίας, γνώσης ή υπερφυσικών δυνάμεων. Τις δυνάμεις αυτές (ακόμη κι αν κάποιοι με διδάξουν πώς να τις αφυπνίζω ή πώς να τις χειρίζομαι) δεν τις θέλω. Θέλω μόνο το Χριστό.
Μέσα μου, κρυφά, επιθυμώ τις δυνάμεις, γι’ αυτό και δεν είμαι σε θέση να δω το Χριστό – και, αν δω κάτι, μάλλον δεν θα είναι Εκείνος αλλά κάποιος «άλλος» που θα θέλει να με παγιδεύσει. Οι άγιοι, που φτάνουν στην τελειότητα, πράγματι έχουν βγάλει από μέσα τους τον εγωισμό και δεν επιθυμούν τις δυνάμεις, αλλά μόνο το Χριστό. Ένα προσφιλές παράδειγμα στην Ορθοδοξία, που φανερώνει τον τρόπο που πλησιάζουν το Χριστό, είναι ο άσωτος υιός· αυτός, εξουθενωμένος, έπεσε στα πόδια του πατέρα του, εκλιπαρώντας να τον βάλει με τους υπηρέτες. Έτσι νιώθει και ο ταπεινός χριστιανός, έχοντας επίγνωση της αβύσσου που τον χωρίζει από την απόλυτη καθαρότητα του Χριστού. Ξέρει ότι δεν είναι αναμάρτητος. Αλλά ο Πατέρας του ασώτου (που συμβολίζει το Χριστό) αποκατέστησε τον άσωτο σε θέση υιού και τον τίμησε με δαχτυλίδι και λαμπρά ενδύματα, χωρίς να λάβει υπόψιν όχι μόνο την παράκληση να τον κάνει υπηρέτη, αλλά ούτε και την άσωτη ζωή του, με την οποία κατασπατάλησε τον πλούτο, που είχε απαιτήσει και πάρει από τον Πατέρα χωρίς να δουλέψει.
(Ας αναφέρουμε εδώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πολύ αμαρτωλοί· οι προθέσεις μας στο βάθος δεν είναι καθόλου αγνές και, αν μπορούσαμε, ο εγωισμός θα μας οδηγούσε σε πολύ σκοτεινούς δρόμους, άσχετα αν θα κάναμε κακό στους ανθρώπους ή θα τους «ωφελούσαμε». Ωστόσο, δεν το παραδεχόμαστε, συχνά ούτε στον εαυτό μας, εμφανίζοντας τον εαυτό μας ως «άξιο» να δεχτεί χαρίσματα από το Χριστό, ενώ μπορεί ακόμη και να μην παραδεχόμαστε καν ότι ο Χριστός είναι Θεός ή ότι έχει επικοινωνία με τους ανθρώπους και να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει μόνο μια απρόσωπη «θεία ουσία» ή μια «συμπαντική ψυχή», γυρίζοντας την πλάτη μας στον Αληθινό Θεό, παρόλο που έχει εμφανιστεί σε αμέτρητους αγίους.
Δυο παραδείγματα διαφορετικής προσέγγισης του Θεού είναι οι άγιοι Γέροντες Πορφύριος και Σωφρόνιος. Ο πρώτος ταξίδεψε στο Άγιο Όρος από την πρώιμη εφηβική του ηλικία και δεν απομακρύνθηκε ποτέ απ’ το Χριστό· έτσι, όπως φαίνεται, δε χρειάστηκε να βιώσει σε μεγάλο βαθμό την οδύνη της μετάνοιας. Αντίθετα, ο δεύτερος αρνήθηκε το Χριστό, έγινε άθεος, καλλιέργησε τον υπερβατικό διαλογισμό, έκανε σχεδόν νοσηρές σκέψεις ότι ο ίδιος είναι θεός – σκέψεις επηρεασμένες από την ανατολική φιλοσοφία – κι έτσι, όταν έζησε την εμπειρία της εμφάνισης του θείου Φωτός, η απόλυτη ταπεινή αγάπη του Θεού τον έκανε να νιώσει ανάξιος προδότης, που ποτέ δεν φανταζόταν πως ο Θεός είναι τόσο ταπεινός και καταδεχτικός. Ο Γέροντας Σωφρόνιος έζησε τον «άδη της μετάνοιας» με έντονη οδύνη, που όμως «αναγεννά, δεν απελπίζει, ούτε εξοντώνει τον άνθρωπο».
Οι περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουμε πιο πολύ με το Γέροντα Σωφρόνιο, τηρουμένων των αναλογιών, παρά με το Γέροντα Πορφύριο – παρεμπιπτόντως, γι’ αυτό έχει ανυπολόγιστη αξία να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας χριστιανικά, ώστε να βρουν το Χριστό με τον εύκολο τρόπο, όχι με το δύσκολο, ούτε να τελειώσουν τη ζωή τους χωρίς να Τον βρουν καν).
Το τρίτο χαρακτηριστικό των αγίων, που θα ήθελα να επισημάνω, είναι η γνώση, μέσω της εμπειρίας, όλων των πνευματικών καταστάσεων, που τους επιτρέπει να διακρίνουν τις θετικές από τις αρνητικές, ακόμη κι όταν εξωτερικά έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά.
Η πνευματική αυτή επιστήμη ονομάζεται διάκριση των πνευμάτων και επιτρέπει στους αγίους να ξεχωρίζουν μια αληθινή εμπειρία ή ένα χάρισμα που προέρχεται από το Θεό από ένα «ακριβές αντίγραφο» που προέρχεται από το διάβολο και δίνεται στους ανθρώπους ως δόλωμα, για να κολακεύσει τον εγωισμό τους και να τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο από το σκοπό τους, που είναι η ένωση με το Θεό εν Χριστώ.
Η διάκριση των πνευμάτων είναι ιδιαίτερα εμφανής σε αγίους που βίωσαν και εμπειρίες εξωχριστιανικού τύπου, έχοντας μυηθεί σε άλλες πνευματικές παραδόσεις, πριν ανακαλύψουν την Ορθοδοξία. Ένας τέτοιος είναι ο Γέροντας Σωφρόνιος, όπως είπαμε, αλλά παρόμοιες περιπτώσεις είναι καταγεγραμμένες σε όλη την ιστορία της Ορθοδοξίας, ακόμη και σε ασκητές που ποτέ δεν έπαψαν να είναι πιστοί στο Χριστό, αλλά συνελήφθησαν σε στιγμή εγωιστικής αδυναμίας και απόχτησαν «χαρίσματα» που τους οδήγησαν σε πολλά βάσανα.
Η διάκριση των πνευμάτων είναι η συμβολή των χριστιανών, που θα ήταν απαραίτητη για μια πραγματική αξιολόγηση των πνευματικών εμπειριών, αλλά και των «δυνάμεων», των «χαρισμάτων», των «επαφών με άλλες οντότητες», των «αποκαλύψεων», της «σοφίας» και όλων των άλλων στοιχείων που οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις φυλάσσουν και μεταδίδουν ως ανεκτίμητους θησαυρούς. Οι ορθόδοξοι άγιοι (ας μου επιτραπεί να πω ότι αυτό το στοιχείο λείπει ακόμη και από τις μη ορθόδοξες εκδοχές του χριστιανισμού, γι’ αυτό στις διάφορες αιρέσεις, όπως στον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό, βλέπουμε «πνευματικές εμπειρίες» και «χαρισματικές καταστάσεις», που με ορθόδοξα κριτήρια είναι ύποπτες, έως και καθαρά δαιμονικές), οι ορθόδοξοι άγιοι, επαναλαμβάνω, έχουν ζήσει οι ίδιοι καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που βιώνουν οι διδάσκαλοι και οι σοφοί των διαφόρων θρησκειών. Αντίθετα, οι διδάσκαλοι των θρησκειών, όσο κι αν έχουν «διευρύνει τη συνειδητότητά τους» ή έχουν έρθει σε επαφή με «οντότητες» κ.τ.λ., δεν έχουν ζήσει την εμπειρία της ένωσης με το Χριστό. Γι’ αυτό ένας ορθόδοξος άγιος, που αντιλαμβάνεται αμέσως την ύπαρξη ή την απουσία της θείας χάριτος, έχει περισσότερα εφόδια, για να αξιολογήσει μια πνευματική κατάσταση – και, ειλικρινά, η αξιολόγηση αυτή δεν είναι ευνοϊκή για την ποιότητα των «δυνάμεων», των «χαρισμάτων», των «επαφών», των «αποκαλύψεων» κ.τ.λ., ακόμη και μέσα στο χριστιανισμό, και μέσα στον Ορθοδοξία, και πολύ περισσότερο στις διάφορες θρησκείες, όπου οι άνθρωποι λατρεύουν πνεύματα ακαθόριστης ταυτότητας (ακόμη και μοχθηρά ή απειλητικά, ή θεότητες που συγχέουν «καλό και κακό» ως δήθεν όψεις του ίδιου πράγματος ή αλληλοσυμπληρούμενα) και ανοίγονται προς αυτά, προσπαθούν να ενωθούν με αυτά ή να καταληφθούν απ’ αυτά (ενώ ο Θεός, οι άγγελοι και οι ψυχές των κεκοιμημένων αγίων, δηλαδή τα αγαθά πνεύματα, ποτέ δεν καταλαμβάνουν τον άνθρωπο).
Οι θρησκείες της Άπω Ανατολής, όπως ο ινδουισμός ή ο βουδισμός, θεωρούν τελειότητα και λύτρωση την εξαφάνιση της ανθρώπινης προσωπικότητας και την εκμηδένισή της ή την αφομοίωσή της στην «παγκόσμια ψυχή», επειδή τον παρόντα κόσμο τον θεωρούν αυταπάτη. Αντίθετα, ο χριστιανισμός γνωρίζει, από την προσωπική πείρα των αγίων, ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου δε χάνεται ποτέ, παραμένει ζωντανή μετά το θάνατο του σώματος και ακόμη και για το σώμα αναμένεται η ανάσταση, που έχει προαναγγείλει ο Χριστός σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης. Πού οδηγεί λοιπόν αυτή η «εκμηδένιση» που επιδιώκουν οι ανατολικές θρησκείες ή τι ακριβώς είναι τα πνεύματα και οι οντότητες, που έρχονται σε επαφή με τους ανθρώπους, είτε ως «θεοί», είτε ως «πρόγονοι», είτε ως όντα από «άλλους κόσμους» (π.χ. ξωτικά και νεράιδες), είτε ακόμη (στη σύγχρονη δύση, που βρίσκεται σε πνευματική σύγχυση) και ως «σοφοί εξωγήινοι» με θείες ιδιότητες;
Τα παραπάνω είναι μόνο ένα μικρό κεφάλαιο στο μεγάλο θέμα της διαφοράς μεταξύ των θρησκειών. Οι θρησκείες δεν είναι δρόμοι που «οδηγούν στο ίδιο τέρμα», δεν λένε «τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια», ούτε όλες μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην Αλήθεια και στην τελειότητα. Αυτό οι χριστιανοί το ξέρουμε πολύ καλά, γιατί η πείρα μας έχει βεβαιώσει ότι η Αλήθεια είναι ο Χριστός και η τελειότητα είναι η ένωση με Αυτόν, που σημαίνει συμμετοχή του ατελούς ανθρώπου στην τελειότητα και καθαρότητα του Θεού εν Χριστώ. Χωρίς Χριστό, δεν υπάρχει τελειότητα, ούτε Αλήθεια, παρά μόνο μοναξιά (όπως στο βουδισμό) ή δρόμοι που οδηγούν στο άγνωστο.
Ένα «άγνωστο»… πολύ γνωστό από την πείρα και τη σοφία των αληθινών ειρηνικών πολεμιστών και διδασκάλων της ανθρωπότητας, που έφτασαν στο ανώτερο σημείο πνευματικής προόδου που είναι εφικτό για ανθρώπινα πρόσωπα, των αγίων.
Όλα αυτά, αδελφέ μου, δε χρειάζεται να τα δεχτείς ως δόγματα. Ερεύνησέ τα σε βάθος και θα διαπιστώσεις μόνος σου ποια είναι η αλήθεια – πρόσεξε μόνο, μήπως πεις στον εαυτό σου πως είναι «αλήθεια» αυτό που κολακεύει τον εγωισμό σου (λέγοντάς σου πως θα βρεις «μέσα σου» το Θεό ή πως εσύ και ο Θεός «είσαστε ένα» ή πως με σκληρή εξάσκηση πρόκειται να γίνεις ενάρετος, φωτεινός, πάνσοφος και παντοδύναμος), επειδή θα σου φανεί δυσάρεστο αυτό που σε καλεί σε ό,τι μισεί περισσότερο ο πεσμένος άνθρωπος, δηλαδή σε μετάνοια και ταπείνωση.
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης