Ουίσκι “made in Larissa”! Και, δη, ουίσκι που παράγεται από κρασί και από το μεράκι Λαρισαίου που φαίνεται πως κέρδισε το “στοίχημα” ενός προσωπικού πειράματος κι έφερε στο θεσσαλικό κάμπο ένα ποτό που μπορεί να αποτελεί έμπνευση Ιρλανδών μοναχών του Μεσαίωνα αλλά αναμφισβήτητα έχει “δέσει” το όνομά του με τη Σκωτία.
Αν σκεφθεί, δε, κανείς ότι στην Ελλάδα δεν παράγεται ουίσκι καθώς δεν υπάρχει σχετική παράδοση, τότε η Λάρισα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι πρωτοπόρα στο ζήτημα αυτό.Εξ ου και το ενδιαφέρον που έχουν ήδη εκδηλώσει ποτοποιοί από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας προς το Λαρισαίο παραγωγό, προκειμένου να υπάρξει συνεργασία ή για την εξασφάλιση του “Know how” -ή επί το ελληνικότερον της τεχνογνωσίας- για την παραγωγή του.
Εμπνευστής της παραγωγής ουίσκι “αλά ελληνικά” είναι ο σμήναρχος, εν αποστρατεία πλέον, Αργύρης Ταραμονλής, ο οποίος από το 1994 άρχισε να “πειραματίζεται” με το κρασί και κατάφερε, όπως λέει, να πετύχει τελικά υψηλή ποιότητα στην παραγωγή του. Λίγα χρόνια αργότερα σκέφτηκε να επεκτείνει το πείραμα του και στο ουίσκι καθώς τού προκάλεσε περιέργεια ο τρόπος παρασκευής τους και σκέφθηκε: “Γιατί όχι; Ας δοκιμάσω”.
Όλα αυτά στο υπόγειο του σπιτιού του, το οποίο και διαμόρφωσε ανάλογα για να μπορεί να επιδίδεται στο αγαπημένο του “χόμπι” αφού στην πραγματικότητα πρόκειται -μέχρις στιγμής τουλάχιστον- για “παραγωγή” που δίνει χαρά στον ίδιο και τους φίλους του και δεν είναι ευρείας κατανάλωσης.
Όταν λοιπόν το 1994 άρχισε να φτιάχνει κρασί από σταφύλια μοσχάτα και ξινόμαυρα για να εξασφαλίζει το κρασί της χρονιάς δεν είχε στο νου ότι θα έφθανε μέχρι το ουίσκι. Αλλά περνώντας τα χρόνια και διαβάζοντας για τη διαδικασία παραγωγής του συγκεκριμένου -σκωτσέζικου κατά παράδοση- ποτού, είχε την ιδέα να επιχειρήσει την παραγωγή του από κρασί. Καθώς, μάλιστα, κάθε χρόνο τού περίσσευε κρασί απ’ αυτό που έφτιαχνε και υπήρχε η “πρώτη ύλη”.
Όπως ανέφερε ο κ. Ταραμονλής, η παρασκευή ουίσκι από κρασί δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Συνήθως, οι παρασκευαστές παίρνουν το οινόπνευμα από το κριθάρι που το μουλιάζουν στο νερό και προχωρούν σε αποστάξεις. Όμως, όταν η πρώτη ύλη είναι το κρασί τότε χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή: πρέπει το κρασί να είναι καθαρό και χωρίς ξυλόπνευμα ώστε η γεύση να είναι αυτή του καθαρού οινοπνεύματος.
Διότι, όπως σχολιάζει ο ίδιος, κι άλλοι είχαν παλαιότερα επιχειρήσει να παρασκευάσουν ουίσκι αλλά τελικά αυτό είχε την γεύση… τσίπουρου! Ενώ αντίθετα αυτό που ίδιος παράγει -κατά τη δίκη του εκτίμηση αλλά και σύμφωνα με την άποψη όσων το έχουν δοκιμάσει- είναι πολύ γευστικό και πολύ… ουίσκι.
Προχώρησε, λοιπόν, σε αποστάξεις του κρασιού (τρεις αποστάξεις), απ’ όπου και έβγαλε οινόπνευμα 70 vol, ενώ επειδή και το νερό προσφέρει γεύσεις στο ουίσκι χρησιμοποίησε εμφιαλωμένο νερό δύο συγκεκριμένων εταιρειών, ανακατεμένο, που το έριξε στο οινόπνευμα για κατεβάσει τους βαθμούς σε 55 vol.
Όμως το βαρέλι είναι το παν γιατί εκεί μέσα το ουίσκι αποκτά τη χαρακτηριστική του γεύση και αποκτά αυτό το “καραμελέ” χρώμα, σχολιάζει ο ίδιος.
Με τη βοήθεια ενός φίλου βρήκε το ανάλογο βαρέλι 50 κιλών στην πόλη Μπόντε Γκραντ (Bode Grand) στη Βουλγαρία, χειροποίητο και φτιαγμένο από γαλλική δρυ που έχει ξεχωριστά αρώματα. Στο βαρέλι αυτό, το 2010, μπήκε το οινόπνευμα και μετά από περίπου δύο χρόνια που χρειάζονταν για την ωρίμανση, το πρώτο ουίσκι εν έτη 2012 είναι έτοιμο!
Το εμφιάλωσε και, όπως αναφέρει, “όλοι μου οι γνωστοί και φίλοι ξετρελάθηκαν από την ποιότητα και τη γεύση του. Επικράτησε ενθουσιασμός και χάρισα παντού τα πρώτα μπουκάλια που έγιναν ανάρπαστα!”.
Τώρα, από δω και πέρα κι ενώ έχει ήδη δεχτεί προτάσεις για συνεργασία -και μάλιστα σε μία περίπτωση βρίσκεται πολύ κοντά σε συμφωνία- για την επόμενη χρονιά ο Λαρισαίος ποτοποιός σκοπεύει να αυξήσει την ποσότητα από το 50 κιλά που για πρώτη φορά παρήγαγε σε 200 με 300, τα οποία βεβαίως θα διατεθούν ύστερα από δύο χρόνια, αφού τόσος είναι ο απαιτούμενος χρόνος ωρίμανσης.
Ενώ, εφόσον “ανοίξει” τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά, τότε θα ακολουθήσει και τις νόμιμες διαδικασίες προκείμενου να μπορεί να το εμπορευτεί ή να μπορεί του ουίσκι να παραχθεί από οινοποιείο.