Μια οικογενειακή τραγωδία για την «Κυρία Σοφία» Του «Ρετιρέ».
Το ημερολόγιο έγραφε 13 Μαΐου 1964 και είχαν περάσει ήδη 3 εβδομάδες από τη νύχτα που είχε βρεθεί νεκρή, μαχαιρωμένη πισώπλατα σχεδόν στη μέση του δρόμου, μια γυναίκα στο Παγκράτι. Οι έρευνες της αστυνομίας δεν είχαν αποδώσει καρπούς και ίσως αυτό να μην συνέβαινε εάν την ίδια ημέρα στο τμήμα δεν έφτανε ένας φάκελος που περιείχε το μαχαίρι του φονικού. Όπως αποδείχτηκε το επόμενο διάστημα η ίδια η γνωστή ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου είχε φτάσει στο σημείο να καταδώσει ως ένοχο για το έγκλημα τον ίδιο τον ανιψιό της τον οποίο μάλιστα είχε μεγαλώσει.
Εκείνη ήταν ήδη ηθοποιός στο θέατρο, αλλά γνώρισε την καθολική αναγνώριση αργότερα μέσα από τους ρόλους της στην τηλεόραση. Πρώτα στο σίριαλ «Μεθοριακός Σταθμός» που αποτέλεσε μία από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες την δεκαετία του ’70, πριν ανέβει στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ το 1981 και αλλάξει την διοίκηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης που ζήτησε την διακοπή του και στη συνέχεια με το λατρεμένο «Ρετιρέ» που προβαλλόταν από το MEGA.
Αυτός ο ρόλος της «κυρίας Σοφίας Σοφιανού» ήταν που την καθιέρωσε ως την αγαπημένη γιαγιά ή θεία που λίγο-πολύ όλοι θα θέλαμε να είχαμε.
Οι περισσότεροι διασκεδάσαμε -και το κάναμε και αργότερα μέσα από τις επαναλήψεις- με την ερμηνεία της Αγαγιώτου η οποίο υποδυόταν την κλασική Ελληνίδα «μάνα» υπό την ευρεία έννοια. Μια καλοκάγαθη μάλλον γυναίκα που συνήθως η καπάτσα ανιψιά της (Τζόυς Ευείδη) πάντοτε κατάφερνε να τουμπάρει και να περνάει το δικό της. Δεν γνωρίζαμε όμως το προσωπικό και οικογενειακό δράμα που κουβαλούσε όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι και τον θάνατό της.
Η ιστορία είχε ξεκινήσει αρκετά παλιότερα όταν η αδελφή της είχε φέρει στον κόσμο ένα παιδί τον Δημήτρη, αλλά χώρισε όταν αυτός ήταν ακόμη μωρό. Η άτυχη γυναίκα αντιμετώπιζε μια σειρά από ψυχολογικά θέματα για τα οποία ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης ήταν ο εγκλεισμός σε κλινική, με αποτέλεσμα τον γιο της να τον μεγαλώσει η ίδια η Κούλα Αγαγιώτου.
Από πολύ νωρίς πάντως το παιδί έδειξε σημάδια ενός χαρακτήρα που χρειαζόταν βοήθεια, σε μια εποχή που ωστόσο δεν ήταν εύκολη υπόθεση η διάγνωση και η φροντίδα ατόμων που εμφάνιζαν ψυχιατρικά θέματα. Οι διηγήσεις από εκείνα τα χρόνια παρουσιάζουν έναν άνθρωπο με πολλά συμπλέγματα που θεωρούσε ότι ήταν άσχημος και φαίνεται ότι βίωνε συνεχώς την προσωπική ματαίωση, κάτι που ενδεχομένως είχε ξεκινήσει από την επίγνωση ότι θεωρούσε ότι τον είχε απορρίψει η ίδια η μητέρα του. Τα προσωπικά θέματά του συνεχίστηκαν και στο σχολείο το οποίο και εγκατέλειψε, λέγοντας ότι δεν άντεχε την καζούρα (μπούλινγκ θα το λέγαμε σήμερα) επειδή δεν μπορούσε να προφέρει το «ρ».
Στη συνέχεια η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο παράξενη, με τον Δημήτρη να αρχίσει να θαυμάζει προσωπικότητες όπως ο Καλιγούλας και ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης ή ακόμη και ο κόμης Δράκουλας. Λένε πως συχνά έβαφε τα δόντια του κόκκινα για να μοιάζουν γεμάτα αίματα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι επισκεπτόταν μέχρι και νεκροταφεία τις νύχτες. Η Αγαγιώτου είχε θορυβηθεί από την συμπεριφορά του, όμως τον αγαπούσε σαν δικό της παιδί και ίσως να μην τολμούσε να σκεφτεί καν ότι θα μπορούσε να φτάσει στα άκρα.
Στις 24 Απριλίου είχε μόλις επιστρέψει στην Αθήνα από παραστάσεις στην Θεσσαλονίκη με τον θίασο της Σμαρούλας Γιούλη. Είχε ακόμη μία μητρική συζήτηση με τον ανιψιό της προσπαθώντας μάταια να τον πείσει ότι δεν θα του έδινε τα χρήματα που εκείνος ζητούσε για να κάνει πλαστική εγχείρηση και να μοιάσει στον… Δον Ζουάν, όπως συχνά απαιτούσε. Μέσα από την κουβέντα ο Δημήτρης παραδέχτηκε ότι έχει ένα μαχαίρι το οποίο και της έδωσε, ενώ εκείνη με την σειρά της το έδωσε σε έναν φίλο της ανθοπώλη για να το πετάξει.
Όμως την επόμενη ημέρα η εξαδέλφη της την ενημέρωσε ότι ο Δημήτρης είχε επιστρέψει στο σπίτι με το πουκάμισό του μέσα στα αίματα και τότε η Αγαγιώτου έκανε την φρικτή σύνδεση με την ανατριχιαστική δολοφονία που είχε συμβεί στο Παγκράτι. Τα μεσάνυχτα της 23ης Απριλίου περαστικοί είχαν ανακαλύψει το άψυχο σώμα της Μαρίας Μπαβέα στη συνδρομή των οδών Β. Γεωργίου και Πρατίνου και η «κυρία Σοφία» φοβήθηκε για το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Τότε ήταν που επικοινώνησε ξανά με τον φίλο της τον ανθοπώλη και ζήτησε το μαχαίρι πίσω. Στη συνέχεια απευθύνθηκε σε δικηγόρο εξηγώντας του τι πίστευε πως είχε συμβεί και εκείνος με την σειρά του ανέλαβε να ενημερώσει τις Αρχές οι οποίες χάρη σε αυτήν την κίνηση έλυσαν την υπόθεση.
Δίχως αμφιβολία η πιο δύσκολη στιγμή για την Κούλα Αγαγιώτου ήταν εκείνη όταν χρειάστηκε να καταθέσει σε βάρος του Δημήτρη. Όλοι γνώριζαν πόσο αγαπούσε αυτό το παιδί και τις θυσίες που είχε κάνει για εκείνον, όμως έπρεπε να βάλει το καλό της κοινωνίας αλλά και το δικό του πάνω από την αγάπη της.
Τελικά το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο ανιψιός της ήταν «ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος», με αποτέλεσμα να τον κρίνει ένοχο μεν, αλλά να αποφασίσει αντί φυλάκισης τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική, γράφοντας με αυτόν τον τρόπο τον τραγικό επίλογο αυτής του δράματος που η λατρεμένη «κυρία Σοφία» κουβαλούσε πάντοτε μέχρι τον θάνατό της το 2006.