2 Οκτωβρίου 1984. Μέσα σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές ο 40χρονος “Μενέλαος” βγαίνει από τη δικαστική αίθουσα με τη συνοδεία αστυνομικών. Έχει καταδικαστεί σε 2 χρόνια και 7 μήνες φυλάκισης για το φόνο του 23χρονου “Ορέστη”. Όλοι όμως είναι με το μέρος του. Ακόμα και ο πατέρας του δολοφονημένου δηλώνει: «Του δίνω 60% δίκιο που σκότωσε το γιο μου και 40% άδικο».
Όλα ξεκίνησαν ενάμιση χρόνο πριν, τον Μάιο του 1983, σε έναν οικισμό στον πελοπονησσιακό νότο. Ήταν Κυριακή του Πάσχα και η εξαμελής οικογένεια είχε μαζευτεί από νωρίς το μεσημέρι για το πατροπαράδοτο γλέντι. Μέχρι τη μία είχαν φάει το πασχαλινό αρνί και το πιο μεγάλο αγόρι της οικογένειας αποφάσισε να βγει για μια βόλτα. Αρχικά ο 14χρονος κατευθύνθηκε σε μία από τις κεντρικές καφετέριες της περιοχής. Εκεί συνάντησε τον 23χρονο “Ορέστη”.
Το χρονικό του εγκλήματος
Αφού κάθισαν για λίγη ώρα στο μαγαζί, ο 23χρονος πρότεινε στον μικρό να πάνε σε ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να πιουν αλκοόλ. Ο 14χρονος συμφώνησε και τον ακολούθησε. Απομακρύνθηκαν από τον οικισμό και έφτασαν κοντά σε ένα ρέμα. Εκεί βρισκόταν ένα από τα νυχτερινά κέντρα της περιοχής.
Τότε, ο “Ορέστης” παρότρυνε τον 14χρονο να μπει από την πίσω πόρτα και να κλέψει δύο μπουκάλια ουίσκι και ξηρούς καρπούς. Εκείνος υπάκουσε και λίγα λεπτά αργότερα, οι δυο τους κάθονταν στην όχθη του ποταμού πίνοντας και συζητώντας. Κάποια στιγμή και ενώ είχαν μεθύσει, αποφάσισαν να γδυθούν και να βουτήξουν. Αυτή ήταν η ευκαιρία που έψαχνε ο 23χρονος για να αποκαλύψει τις πραγματικές του προθέσεις. Ήθελε να αποπλανήσει το αγόρι.
Μόλις όμως το παιδί κατάλαβε τις προθέσεις του δεν αντέδρασε ψύχραιμα. Σύμφωνα με όσα μετέπειτα κατέθεσε ο 23χρονος, ο μικρός άρχισε να τον βρίζει και να τον απειλεί ότι θα αποκάλυπτε σε όλη την κοινότητα ότι είναι ομοφυλόφιλος. Τα λόγια τον εξόργισαν με αποτέλεσμα να πιαστούν στα χέρια. Άρπαξε έναν τσιμεντόλιθο και άρχισε να χτυπά τον 14χρονο στο κεφάλι μέχρι που τον άφησε αναίσθητο. Πιστεύοντας ότι τον είχε σκοτώσει, έριξε το σώμα του στο ποτάμι. Όπως αποκάλυψε αργότερα ο ιατροδικαστής, ο μικρός βρισκόταν ακόμη εν ζωή και αιτία θανάτου του ήταν ο πνιγμός.
Η Μανιάτικη κωμόπολη μετά το πασχαλιάτικο γλέντι βίωσε το θρήνο για τον χαμό του 14χρονου. Τον είχε σκοτώσει ένας συγχωριανός του.
Η εκδίκηση
Το ίδιο κιόλας βράδυ, δύο περιπατητές εντόπισαν το άψυχο σώμα του μικρού στο ποτάμι και κάλεσαν τις αρχές. Νωρίτερα το απόγευμα γείτονες είχαν δει τον “Ορέστη” να επιστρέφει βιαστικά στο σπίτι του μέσα στα αίματα. Έτσι όλες οι υποψίες έπεσαν πάνω του. Το ίδιο βράδυ οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν. Η ανάκριση ήταν πολύωρη και μέχρι τα ξημερώματα ο δράστης είχε ομολογήσει το έγκλημα με κάθε λεπτομέρεια.
Τα νέα δεν άργησαν να κάνουν το γύρο της κωμόπολης. Το πένθος στο οποίο είχε βυθιστεί όλη η κοινότητα, αναμίχθηκε με την οργή και τη «δίψα» για εκδίκηση. Στην κηδεία του 14χρονου που τελέστηκε την επομένη, παρευρέθηκαν εκατοντάδες άτομα. Όπως έγραφε το ρεπορτάζ στην εφημερίδα Νέα, «σ’ όλη τη διάρκειά της ακούγονταν κατάρες κατά του δράστη και οι συγγενείς ζητούσαν εκδίκηση».
Η αστυνομία, που αφουγκραζόταν τον τοπικό παλμό, αιτήθηκε τη μεταφορά του δράστη στις φυλακές Τίρυνθας. Αντί όμως για υπηρεσιακό όχημα, αποφάσισαν να ταξιδέψει με τη συνοδεία δύο χωροφυλάκων, με λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Η πληροφορία αυτή διέρρευσε και έφτασε στα αυτιά του πατέρα του 14χρονου.
Την ημέρα της μεταφοράς, ο 40χρονος, μαζί με τους δύο αδερφούς του, ηλικίας 33 και 29 ετών, ακολούθησαν το λεωφορείο και όταν ο οδηγός έκανε στάση στους Μύλους Αργολίδας, βρήκαν την ευκαιρία να ανέβουν. Υπό την απειλή του όπλου, ο πατέρας ακινητοποίησε τους δύο χωροφύλακες κι έπειτα στράφηκε στο δολοφόνο του γιου του. Τον πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Μετά την αιματηρή εκδίκηση οι τρεις άντρες παραδόθηκαν στους αστυνομικούς. Ο πατέρας κρίθηκε προφυλακιστέος με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Τα αδέρφια του κατέβαλαν εγγύηση ύψους 150.000 δραχμών και αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η αστυνομία στη Μάνη φοβόταν ότι είχε ανοίξει ένας επικίνδυνος κύκλος αίματος που θα συνεχιζόταν από την άλλη οικογένεια. Ωστόσο, οι δηλώσεις του πατέρα του 23χρονου τους διέψευσαν. «Είχε δίκιο που σκότωσε το γιο μου. Θα πάω να τον φιλήσω αν μπορέσω στο δικαστήριο. Ακόμα, αν μου δώσουν το δικαίωμα, θα πάω στη δίκη να ελαφρύνω τη θέση του».
Τελικά, ενάμιση χρόνο αργότερα τήρησε την υπόσχεσή του. Τον Οκτώβριο του 1984 έγινε η δίκη. Μάρτυρες κατηγορίας δεν υπήρχαν, όσοι κλήθηκαν να καταθέσουν υπερασπίστηκαν τον 40χρονο δολοφόνο. Ανάμεσά τους και ο πατέρας του “Ορέστη”.
«Και τα δύο εγκλήματα ήταν άδικα. Άδικα πήγε ο μικρός, άδικα και ο δικός μου γιος. Τώρα πρέπει εμείς οι δύο οικογένειες να κλείσουμε τις πληγές μας, να ξεχάσουμε και να ζήσουμε στο ίδιο χωριό. Το παιδί μου, όταν σκότωσε τον μικρό, ήταν μεθυσμένο, μπορεί να το είχαν ποτίσει και ναρκωτικά. Δίνω 60% δίκιο στον “Μενέλαο” που σκότωσε τον γιο μου και 40% άδικο. Αλλά σας λέω, κύριοι δικαστές, ότι αν ήξερα ότι ο γιος μου σκότωσε τον μικρό, θα είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος το παιδί μου. Τώρα ας μας κρίνει όλους ο Θεός».
Μετά από 12 ώρες καταθέσεων και αγορεύσεων, το Κακουργιοδικείο Τρίπολης εξέδωσε την ετυμηγορία. Ο πατέρας που εκδικήθηκε το φόνο του αγοριού του καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο χρόνων, 7 μηνών και 10 ημερών. Την επόμενη ημέρα, τα πρωτοσέλιδα έγραφαν ότι «Η Μάνη χειροκροτεί το φονιά». Στο δικαστήριο είχαν συγκεντρωθεί περισσότερα από χίλια άτομα, συντοπίτες του δράστη, που όταν ανακοινώθηκε η απόφαση, την υπερκάλυψαν με τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες τους προς τον 40χρονο.
Η πολύκροτη υπόθεση στιγμάτισε τη μικρή, φιλήσυχη λακωνική κοινότητα και σόκαρε ολόκληρη την Ελλάδα. Οκτώ χρόνια μετά την καταδίκη, η τηλεοπτική σειρά «Ανατομία ενός εγκλήματος» πρόβαλε ένα επεισόδιο που εξιστορούσε τη διπλή δολοφονία με τίτλο «Εν βρασμώ ψυχής». Το 2006, ο Πάνος Κοκκινόπουλος βάσισε ένα επεισόδιο της «10ης Εντολής» στην ίδια υπόθεση.
Τα ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι φανταστικά για την προστασία των αληθινών πρωταγωνιστών της υπόθεσης.