Ύστερα από μεγάλη μάχη στο νοσοκομείο όπως γνωρίζαμε από τις τελευταίες ενημερώσεις Πέθανε τα ξημερώματα ο Σταμάτης Κόκοτας στο Ασκληπιειό Βούλας μετά από ραγδαία επιδείνωση της υγείας του.
Σταματης Κόκκοτας:Λίγα λόγια για το σπουδαίο τραγουδιστή
Γεννιέται στις 23 Μαρτίου του 1937 Σόλωνος και Κανάρη γωνία. Η οικογένεια του παθολόγου γιατρού Δημήτρη Κόκκοτα είναι πολύτεκνη (εξι παιδιά ,τρία αγόρια και τρία κορίτσια).
Ο Σταμάτης Κόκκοτας συνδέει τις παιδικές του αναμνήσεις με τη συνοικία του Ζωγράφου, όπου έπαιξε, μεγάλωσε κι έχασε, πιτσιρίκι ακόμη, τον πολυαγαπημένο του πατέρα. Η μητέρα του δούλευε στη Κτηματική Τράπεζα και η οικογένεια ζούσε καλά.
Εξι-επτά ετών είδε σε ένα σπίτι μια κιθάρα και μαγεύτηκε. Ηθελε την ίδια κι όχι άλλη κι έστειλε τον αδερφό του να του τη φέρει. Το «μικρόβιο» της μουσικής τον είχε ήδη προσβάλει.
Ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό, υπήρξε πρωταθλητής σε δρόμους αντοχής στα 500, 3.000 και 5.000 μ. κι αν δεν τον πίκραινε, όπως ο ίδιος λέει ο τότε προπονητής της Εθνικής τώρα θα ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής.
Υποτίθεται πως θα γινόταν γιατρός. Η αγάπη της μητέρας…Ετσι πήρε την απόφαση να πάει στη Γαλλία για σπουδές. Πριν φύγει για το Παρίσι είχε ήδη δουλέψει με τον Μουζάκη και φτάνοντας στο Παρίσι έλαβε μέρος σε ένα μεγάλο διαγωνισμό ταλέντων στον οποίο συμμετείχαν περίπου 2000 άτομα.
Σταματης Κόκκοτας:Η μεγάλη καριέρα
Ο δρόμος άνοιξε, γραμμοφώνησε τρία ελληνικά κι ένα γαλλικό τραγούδι και μπήκε στα μεγαλύτερα καμπαρέ του Παρισιού. Τότε γνώρισε τη Μπριζίτ Μπαρντό. Σε ένα καμπαρέ του Παρισιού τον βρίσκει ο Σταύρος Ξαρχάκος και του προτείνει να γυρίσει στη πατρίδα και να συνεργαστούν. Εκείνος το σκέφτεται σοβαρά, ήδη λείπει επτά χρόνια από την πατρίδα του και η μητέρα του μαραζώνει.
Έρχεται και ηχογραφεί το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» και το «Με τι καρδιά να σε αποχαιρετήσω», ταυτόχρονα βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία «Διπλοπενιές», στην οποία έχει ένα μικρό ρόλο.
Απο εκεί και πέρα η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη και ο ίδιος γίνεται σταρ πρώτου μεγέθους. Δεν μπορεί να κυκλοφορήσει, βγαίνει στο δρόμο και πίσω του μαζεύονται χίλια άτομα.
«Ειχα τη μεγαλύτερη ακτινοβολία που μπορεί να ‘χει άνθρωπος» λέει ο ίδιος. Μαζί με τον Ξαρχάκο, Μούτση, Καλδάρα, Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, έρχεται και το αυτοκίνητο στη μέση. Προπονείται τις νύχτες και κάνει αναβάσεις στην Πάρνηθα. Φέρνει στην Ελλάδα την πρώτη Τζάγκουαρ που του κοστίζει τότε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες κι από εκεί και πέρα γίνεται συλλέκτης αυτοκινήτων και έργων Τέχνης, η μεγάλη του αδυναμία είναι οι αντίκες.
Σταματης Κόκκοτας:Οι κοινωνικές συναναστροφές
Οποιος επώνυμος πέρασε από την ελληνική κοινωνία γνωρίστηκε με τον Κόκκοτα. Αλεν Ντελόν, Αλέξης Μινωτής,Τζέιμς Κόμπερν, Μελίνα, Βίλι Μπραντ, Φερεντς Πούσκας, Αλίκη, Γιάννης Ρίτσος, Αντονι Κουήν, είναι μερικά πρόσωπα.
Μια φορά ο Σταμάτης ρώτησε τον Μπάρναρντ τον καρδιοχειρουργό γιατί καπνίζει τόσο και εκείνος του απάντησε: « Κε Κόκκοτα εγω είμαι γιατρός, έρχεστε να σας εξετάσω και σας λέω τι να κάνετε. Το τι θα κάνω εγω είναι δικός μου λογαριασμός…» και τον κόλλησε στο τοίχο, από τότε έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
Ο Ωνάσης ήταν φίλος του, πολύ συχνά τον επισκέπτονταν στο «Χριστίνα» για να διασκεδάσουν, το ίδιο και η Τζάκι, η οποια ήθελε να κάνει τη ζωή του Κόκκοτα βιβλίο. Κάποια φορά μια γαλλική εφημερίδα έγραψε πως η Τζάκι αγαπάει τον ελληνικό ουρανό κι έναν τραγουδιστή με φαβορίτες. Ο Σταμάτης έζησε από κοντά την πτώση του Ωνάσση όταν έχασε το μονάκριβο γιό του Αλέξανδρο.
Στο μαγαζί «Φαντασία» γνώρισε τη Ρόμι Σνάιντερ και τον Αντονιόνι.
Ένα από τα αγαπημένα του πρόσωπα είναι ο καρδιολόγος του, γιατρός Κουλαφέντης που του έσωσε τη ζωή, όταν υπέστη βαρύ έμφραγμα.
Ο Σταμάτης έκανε δυο γάμους κι απέκτησε τρία παιδιά. Ερωτεύτηκε πολύ και το έζησε σε όλο του το μεγαλείο. «Ο έρωτας είναι μια ψυχική διαύγεια», λέει χαρακτηριστικά, «όταν είσαι ερωτευμένος έχεις καθαρό πνεύμα. Θόλωμα έχεις όταν έχεις μπερδέματα».
Ο Σταμάτης Κόκκοτας δηλώνει αισιόδοξος κι ευχαριστημένος από τη ζωή του. Δεν ντρέπεται για τίποτα από όσα έχει κάνει, αν και πιστεύει πως δεν έκανε πολλά λάθη. Δεν φοβάται γενικά τίποτα, απλά μπορεί να πει ότι σιχαίνεται κάποια πράγματα : «Ο,τι σέρνεται, ας πούμε, το σιχαίνομαι…»